Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο Ἐ­πί­σκο­πος Μη­λι­του­πό­λε­ως Ἱ­ε­ρό­θε­ος πού σχό­λα­ζε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἦ­ταν ἅ­γιος ἄν­θρω­πος. Ὅ­ταν τόν πλη­σί­α­ζε κα­νείς κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, εὐ­ω­δί­α­ζε. Πολ­λοί τόν πλη­σί­α­ζαν γιά νά ὀσ- φραν­θοῦν αὐ­τήν τήν εὐ­ω­δί­α· ἰ­δί­ως ὁ διᾶ­κος πού  συλ­λει­τουρ­γοῦ­σε τό εἶ­χε δι­α­πι­στώ­σει πολ­λές φο­ρές.Ὅ­ταν εἶ­χε νά κά­νη κά­ποι­α χει­ρο­το­νί­α, τήν πα­ρα­μο­νή δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε.

Κα­τά τήν Κα­το­χή ἔ­λει­ψε τό σι­τά­ρι ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρό­θε­ος εἶ­χε στό Κελ­λί του μία πο­σό­τη­τα σι­ταριοῦ. Τό μοί­ρα­σε ὅ­λο στούς πα­τέ­ρες καί αὐ­τός ἔ­τρω­γε γιά δύ­ο μῆ­νες μό­νο πα­τά­τες βρα­στές.

     Κά­πο­τε ἔ­φε­ραν μπρο­στά του δύ­ο δο­κί­μους μο­να­χούς, γιά νά τούς εὐ­λο­γή­ση. Ὁ Γέ­ρον­τας τῶν  δύ­ο δο­κί­μων αὐ­τῶν φέρ­νει πρῶ­τα τόν ἕ­ναν, ὀ­νό­μα­τι Παῦ­λον. Μό­λις τόν εἶ­δε εἶ­πε: «Ἄ­φη­σέ τον νά πά­η στόν κό­σμο». «Μά, ἅ­γι­ε Δέ­σπο­τα εἶ­ναι κα­λός, δέν  θέ­λει, δέν ἀ­γα­πᾶ τόν κό­σμο». Κα­τό­πιν ἔ­φε­ρε τόν ἄλ­λον. Τό­τε τόν εὐ­λό­γη­σε ἀ­μέ­σως λέ­γον­τάς του. «Νά εἶ­σαι εὐ­λο­γη­μέ­νος καί νά εὐ­α­ρε­στή­σης τόν Κύ­ριον στό θυ­σι­α­στή­ριον». Πράγ­μα­τι, ὅ­πως προ­εῖ­δε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος, με­τά ἀ­πό ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ὁ Παῦ­λος, ἄν καί εἶ­χε ζῆ­λο, γύ­ρι­σε στόν κό­σμο. Ὁ δέ δεύ­τε­ρος πρό­κο­ψε πο­λύ, ἔ­γι­νε ἱ­ε­ρέ­ας καί εὐ­α­ρέ­στη­σε τόν Κύ­ριον.

     Κά­πο­τε πού εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φθῆ τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἐ­σφιγ­μέ­νου, ὅ­ταν ἔ­φευ­γε, τόν βο­ή­θη­σε ἕ­νας μο­να­χός νά ἱπ­πεύ­ση. Μα­ζεύ­τη­κε λί­γο τό παν­τε­λό­νι του καί φά­νη­καν τά πό­δια του πρη­σμέ­να καί γε­μᾶ­τα πλη­γές ἀ­πό τήν πο­λύ­ω­ρη ὀρ­θο­στα­σί­α στίς ἀ­γρυ­πνί­ες. Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σε, τί εἶ­ναι αὐ­τά, ἀ­πάν­τη­σε χα­μο­γε­λών­τας: «Αὐ­τά εἶ­ναι δῶ­ρα Θε­οῦ».

Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος μέ ποιό κόμ­μα εἶ­ναι, καί ἀπάν­τη­σε: «Μέ κα­νέ­να κόμ­μα. Τά κόμ­μα­τα δυ­στυχῶς μᾶς ἔ­χουν κομ­μα­τιά­σει».

*

­     Όταν ζοῦ­σε ὁ πα­λαι­ός καί ἐ­νά­ρε­τος Γέ­ρον­τας Ἰσα­άκ ὁ Δι­ο­νυ­σιά­της, δι­α­κο­νοῦ­σε μέ τό νέ­ο μο­να­χό τό­τε π. Γα­βρι­ήλ, τόν με­τέ­πει­τα ὀ­νο­μα­στό Ἡ­γού­με­νο, στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη. Ἔ­βγα­ζαν μα­ζί τό ρα­κί καί τίς νύ­χτες ὁ γε­ρω Ἰ­σα­άκ ἔ­λε­γε στόν π. Γα­βρι­ήλ πού ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός, νά πά­η νά κοι­μη­θῆ, για­τί εἶ­ναι νέ­ος, ἐ­νῶ γιά τόν ἑ­αυ­τό του ἔ­λε­γε ὅ­τι, ἐ­πει­δή εἶ­ναι γέ­ρος, δέν εἶ­χε ὕ­πνο. Ὁ π. Γα­βρι­ήλ τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε κρυ­φά καί τόν ἔ­βλε­πε νά κά­νη με­τά­νοι­ες καί νά προ­σεύ­χε­ται μέ δά­κρυ­α. Γι᾽ αὐ­τό τόν ἔ­στελ­νε νά κοι­μη­θῆ, γιά νά εἶ­ναι μό­νος του νά κά­νη τήν προ­σευ­χή του ἀ­νεμ­πό­δι­στα.

     Ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ ἀλ­λα­γή τοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου εἶ­χαν φύ­γει με­ρι­κοί μο­να­χοί ἀ­πό τήν Μο­νή Δι­ο­νυ­σί­ου. Ἤ­θε­λαν νά φύ­γουν καί κάποιοι ἄλ­λοι, ἀλ­λά ἕ­νας ἐξ αὐτῶν πρό­τει­νε νά ζη­τή­σουν τήν γνώ­μη τοῦ γε­ρω Ἰ­σα­άκ. Αὐ­τός το­ύς εἶ­πε ὅ­τι θά το­ύς ἀ­παν­τή­σει σέ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί με­τά ἀ­πό τρεῖς ἡ­μέ­ρες το­ύς εἶ­πε: «Πα­τέ­ρες, αὐ­τό πού θέ­λε­τε νά κά­νε­τε δέν τό θέ­λει ὁ Θε­ός».

*

     Ο γε­ρω Ἰ­ω­α­κείμ, ὁ Κα­ρυ­ώ­της, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ  π. Ἀν­δρέ­α καί τοῦ π. Θε­ο­δώ­ρου ἀ­πό τό Βα­το­πε­δι­νό Κελ­λί τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, ἦ­ταν κα­λός, ἔμ­πει­ρος καί δι­α­βα­σμέ­νος ἄν­θρω­πος. Ὅ­ταν μά­θαι­νε ὅ­τι σέ κά­ποι­ο Κελ­λί γι­νό­ταν πει­ρα­σμός (πα­ρε­ξή­γη­ση, φι­λο­νι­κί­α), ἔ­παιρ­νε τό μπα­στου­νά­κι του, πή­γαι­νε νά συμ­φι­λι­ώ­ση τούς πα­τέ­ρες καί ἔ­φερ­νε τήν εἰ­ρή­νη καί τήν ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τους.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα