Γράφει ο Θοδωρής Τσιμπίδης, ερευνητής Θαλάσσιας Προστασίας
Οσοι ζήσαμε στα νησιά τις δεκαετίες του 1960-1970 ή και νωρίτερα, έστω και σε νεαρή ηλικία, προλάβαμε να βιώσουμε το τέλος της περιόδου της πρότυπης αυτονομίας που για χιλιάδες χρόνια χαρακτήριζε το Αιγαίο.
Στο χωριό μου, στις Ράχες της Ικαρίας, θυμάμαι ότι σε όλα τα σπίτια φρόντιζαν κάθε εποχή να αποθηκεύουν ό,τι παρήγαγαν για να βιοπορίζονται οι άνθρωποι τους επόμενους μήνες, έχοντας έτσι μια μορφή επάρκειας και αυτονομίας.
Τα λίγα πράγματα που δεν παρήγαν οι νησιώτες, όπως η ζάχαρη, το ρύζι, ο καφές και η απαραίτητη κηροζίνη για τις λάμπες, τα προμηθεύονταν από τα λίγα καταστήματα που υπήρχαν με τα λίγα χρήματα που διέθεταν ή μέσω ανταλλαγής προϊόντων. Το πλοίο από τον Πειραιά ερχόταν στο νησί σποραδικά, όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες, και όπως είχε ελάχιστους επιβάτες, αντίστοιχα ελάχιστα ήταν και τα προϊόντα που εκφορτώνονταν στο νησί, γιατί αντίστοιχα μικρές ήταν και οι ανάγκες των ντόπιων για καταναλωτικά προϊόντα.
Αντίστροφα, όταν το καράβι ταξίδευε προς τον Πειραιά, ήταν σύνηθες να αποστέλλονται πολλά διαφορετικά παραγόμενα προϊόντα είτε προς πώληση, είτε προς συγγενείς που ζούσαν στην Αθήνα και στον Πειραιά.
Για αιώνες, όλα τα νησιά βιοπορίζονταν από την παραγωγή προϊόντων, όχι μόνο για τοπική κατανάλωση αλλά και για εξαγωγή. Τα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος, ήταν για αιώνες σημαντικοί τόποι παραγωγής και εξαγωγής για κάθε λογής αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, με σημαντικές μικρές βιομηχανικές μονάδες (π.χ. βυρσοδεψία, σαπωνοποιία).
Η Ικαρία εξήγε σταφίδα, το περίφημο καϊσί (ποικιλία βερίκοκου), αμύγδαλα και πολλά άλλα αγροτικά προϊόντα. Η Κύθνος μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 παρήγε το επίσης περίφημο θερμιώτικο κριθάρι, το οποίο κάλυπτε το σύνολο της παραγωγής της μπίρας ΦΙΞ, απασχολώντας μέσω συμβολαιακής καλλιέργειας την πλειονότητα των κατοίκων του νησιού. Η Πάρος εξήγε μεγάλες ποσότητες σιτηρών και η Νάξος πατάτες, φρούτα και λαχανικά. Πολλά νησιά εξήγαν και πρώτες ύλες (π.χ. κάρβουνο, ασβέστη ή ορυκτό καολινίτη – το βασικό συστατικό της πορσελάνης).
Αντίστοιχη ήταν η πρωτογενής παραγωγή και οι εξαγωγές διαφορετικών προϊόντων σε όλα τα κατοικημένα νησιά, ενώ μικρά εμπορικά καΐκια ταξίδευαν μεταξύ των νησιών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, είτε για εμπόριο είτε για ανταλλαγή προϊόντων. Τα τελευταία εμπορικά καΐκια που είχαν απομείνει στο Αιγαίο σταμάτησαν τους πλόες τους πριν από περίπου 15 χρόνια.
Τις προηγούμενες δεκαετίες ακόμα και τα μικρά νησιά είχαν πλήρη επάρκεια νερού. Αξιοποιούσαν τις πηγές και τον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ υπήρχε και συστηματική συλλογή των όμβριων υδάτων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τότε, πολλές φορές τα καράβια, είτε λόγω καιρικών συνθηκών είτε για άλλους λόγους, μπορεί να μην προσέγγιζαν τα νησιά ακόμα και για πολλές εβδομάδες, γεγονός που δεν επηρέαζε την επάρκεια σε αγαθά και την καθημερινότητα των νησιωτών.
Σήμερα όταν τα πλοία δεν προσεγγίζουν τα νησιά λόγω παρατεταμένης κακοκαιρίας ή απεργίας, χρειάζονται μόνο 3 μέρες για να αδειάσουν τα ράφια όλων των καταστημάτων, με πρώτα βέβαια αυτά των πολυεθνικών αλυσίδων σουπερμάρκετ που έχουν εγκατασταθεί σχεδόν σε όλα τα νησιά.
Επειτα από 5-6 ημέρες τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα, καθώς υπάρχει παντελής έλλειψη σε λαχανικά, φρούτα και σχεδόν σε όλα τα είδη τροφίμων, ενώ πλέον δεν υπάρχει ούτε πόσιμο νερό, καθώς στα περισσότερα νησιά οι κάτοικοι καταναλώνουν σχεδόν αποκλειστικά νερό σε πλαστικά μπουκάλια μιας χρήσης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την υγεία τους αλλά και το περιβάλλον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Στις 10-12 ημέρες λοιπόν που δεν προσεγγίζουν τα πλοία, η επιβίωση στα νησιά γίνεται πάρα πολύ δύσκολη. Οι νησιώτες στερούνται ακόμη και το αλάτι, που παλιότερα το φέρναμε τα παιδιά στο σπίτι με τα κουβαδάκια μας.
Από την αυτάρκεια στην εξάρτηση
Το ερώτημα λοιπόν είναι: Πώς μέσα σε 40-50 χρόνια καταφέραμε να περάσουμε από την απόλυτη αυτάρκεια στην απόλυτη εξάρτηση, απαξιώνοντας ένα σοφό σύστημα διαχείρισης που θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας σε όλες τις περιβαλλοντικές σχολές του πλανήτη; Πώς περάσαμε από την εποχή που ανταλλάσσαμε προϊόντα και πολιτισμό στο Αιγαίο, στο σήμερα, που τα νησιά κατέληξαν να ανταλλάσσουν μόνο απορρίμματα από τις ανοιχτές χωματερές;
Πολλές φορές αναζητούμε τις αιτίες σε συμφέροντα, όμως πολύ φοβάμαι ότι σε αυτή την περίπτωση η αιτία αυτής της απαξίωσης δεν είναι μόνο τα συμφέροντα. Η κατάσταση των νησιών σήμερα αντανακλά όχι μόνο τις πολιτικές των προηγούμενων χρόνων αλλά και το εκτόπισμα των πολιτικών προσώπων που επιλέχθηκαν να διαχειριστούν αυτόν τον μοναδικό τόπο. Και το έπραξαν απαξιώνοντας αυτόν τον πολιτισμό διαχείρισης. Το μόνο που είχαν να προτείνουν κι εφάρμοσαν ήταν να μετατρέψουν τα νησιά σε μια τουριστική «μονοκαλλιέργεια», η οποία έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην κουλτούρα αυτάρκειας και σοφής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Ερήμωσαν οι περισσότερες καλλιέργειες και τη θέση τους πήραν μικρές και μεγάλες τουριστικές μονάδες. Τα συστήματα αποτροπής της διάβρωσης των νησιών εγκαταλείφθηκαν, εντείνοντας τα φαινόμενα διάβρωσης στα περισσότερα νησιά. Ετσι, μαζί με το γόνιμο χώμα των νησιών, χάνεται και ο υδροφόρος ορίζοντας.
Καταστράφηκε και το παραδοσιακό σύστημα κτηνοτροφίας, το οποίο είχε ενσωματωμένη εμπειρικά την κατανόηση και γνώση του πόσα κτηνοτροφικά ζώα μπορούσαν να εκτραφούν σε μια περιοχή, ποιες εποχές και πότε έπρεπε να μεταφερθούν τα ζώα αλλού για να μην προκαλέσουν τα αρνητικά αποτελέσματα της υπερβόσκησης.
Αυτές δεν ήταν οικολογικές πρακτικές, αλλά βασίζονταν στην κοινή λογική, τη γνώση και την εμπειρία πολλών χρόνων (την οποία σήμερα απαξιώνουμε) και φυσικά στην ανάγκη επιβίωσης. Δεν εξαντλούσαν τη φύση γιατί ήξεραν ότι αυτοί θα πληγώνονταν στο τέλος. Τα απομεινάρια αυτού του παραδοσιακού συστήματος κτηνοτροφίας τα βλέπουμε και σήμερα σε όλα τα νησιά, με τις ξερολιθιές και τα καλντερίμια που χρησιμοποιούνταν για να κατατμηθούν οι περιοχές βόσκησης.
Η αντίστροφη πορεία για την αυτάρκεια των νησιών ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι κρατικές αρχές ακολουθώντας μια ευρωπαϊκή πολιτική -που αποδείχθηκε καταστροφική για τα νησιά- απαξίωσαν αυτό το αρχαίο και δοκιμασμένο σύστημα διαχείρισης και ενθάρρυναν τους νησιώτες -κτηνοτρόφους και μη- να λάβουν ετήσια επιδότηση για όσα περισσότερα αιγοπρόβατα θα αποφάσιζαν να εκθρέψουν, χωρίς να τηρούνται η φέρουσα ικανότητα, η μέριμνα διαχείρισης ή να υπάρχει προϋπόθεση παραγωγής προϊόντων. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του κτηνοτροφικού κλάδου. Τα λίγες εκατοντάδες ζώα έγιναν πολλές χιλιάδες, για παράδειγμα 35.000 αιγοπρόβατα στην Ικαρία των 9.000 κατοίκων, 3.000 αιγοπρόβατα στους Αρκιούς των 40 κατοίκων κ.ο.κ.
Ο αριθμός των κτηνοτρόφων αυξήθηκε κάθετα, καθώς ο καθένας πλέον μπορούσε να δηλώνει ότι είναι κτηνοτρόφος, χωρίς πρόβλεψη για σφαγεία ή τυροκομεία. Τα νησιά καταστράφηκαν από την υπερβόσκηση και μετέπειτα από τη διάβρωση των εδαφών που προκλήθηκε, ενώ καταστράφηκαν και οι κτηνοτρόφοι, καθώς δεν υπήρχαν πλέον βοσκότοποι και αναγκάζονται να μεταφέρουν στα νησιά ακριβές εισαγόμενες τροφές (συνήθως αμφιβόλου ποιότητας, π.χ. φτηνό μεταλλαγμένο καλαμπόκι).
Και τι έγιναν οι ψαράδες των νησιών;
Η επόμενη εμπνευσμένη παρέμβαση ήταν η απαξίωση και καταστροφή του αλιευτικού κλάδου. Στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί καμία ουσιαστική πρακτική διαχείρισης των ιχθυαποθεμάτων μετά τη δεκαετία του 1970, με τα αποθέματα των ψαριών να μειώνονται ανησυχητικά χρόνο με τον χρόνο. Αντί για διαχείριση της αλιείας, η πολιτεία, ακολουθώντας άλλη μία ευρωπαϊκή πολιτική που υιοθέτησε ως εθνική, αποφάσισε να περιορίσει την υπεραλίευση καταστρέφοντας (δηλαδή σπάζοντας σε κομμάτια) περισσότερα από 13.500 αλιευτικά σκάφη, το 90% των οποίων ήταν ξύλινα, παραδοσιακά κομψοτεχνήματα της ναυπηγικής τέχνης, που σήμερα δεν είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε.
Μαζί με αυτή τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά εξαφανίστηκαν και πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, αν αναλογιστούμε ότι και το πιο μικρό καΐκι απασχολούσε άμεσα ή έμμεσα 3-4 άτομα, σε περιοχές που η πολιτεία αδυνατεί να δημιουργήσει έστω και λίγες σταθερές θέσεις απασχόλησης για τις τοπικές κοινωνίες.
Με τις 30.000 έως 50.000 ευρώ που ήταν η μέση αποζημίωση για την καταστροφή του κάθε καϊκιού, ο κάθε ψαράς συνήθως έχτιζε λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή κάποια αντίστοιχη εποχιακή τουριστική δραστηριότητα, με την οποία προφανώς δεν μπορεί να επιβιώσει όλο τον χρόνο.
Παράλληλα, στις ίδιες περιοχές όπου οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν ήπια αλιευτικά μέσα (δίχτυα και παραγάδια), τώρα ψαρεύουν κυρίως μεγάλα αλιευτικά σκάφη – που ξεκινάνε από τον Πειραιά ή τη Μηχανιώνα ή ακόμα και από την Ιταλία, όπως βλέπουμε ολοένα και συχνότερα στο νότιο Αιγαίο, εξαντλώντας τα αποθέματα των ψαριών και συχνά καταστρέφοντας παραγωγικά οικοσυστήματα.
Τώρα λουζόμαστε τα αποτελέσματα των πράξεών μας
Χρειάστηκε άλλη μια κρίση και μια πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο τουρισμός, όσο σημαντικός και αν είναι σήμερα, όταν αποτελεί «μονοκαλλιέργεια», είναι ένα απόλυτα έωλο επάγγελμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη μόνιμη και σταθερή επιβίωση των νησιωτικών κοινωνιών.
Ομως σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, τώρα οι πολιτικοί μας έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζουν άλλη μια λαμπρή ιδέα, που πιθανώς να αποτελέσει και τη χαριστική βολή για τα νησιά. Μετά από όλη αυτή την απαξίωση και καταστροφή των νησιών σε στεριά και θάλασσα, έχοντας αποβιομηχανοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, σκέφτηκαν να εγκαταστήσουν μια νέα ζώνη βιομηχανικής παραγωγής (βλέπε, ενέργεια) στα νησιά και στις νησίδες.
Σε νησιά όπου επί αιώνες οι κάτοικοι πρόσεχαν ακόμα και το πώς θα μετακινήσουν μια πέτρα, ώστε να μην επηρεάσουν το αισθητικό τοπίο και να μην προξενήσουν τη διάβρωση, δηλαδή απώλεια γόνιμου χώματος.
Οι κάτοικοι των νησιών είχαν διαμορφώσει ένα αισθητικό τοπίο που είναι σημαντικό δείγμα του πολιτισμού τους, το οποίο όλοι, Ελληνες και ξένοι, αρεσκόμαστε να θαυμάζουμε στις διακοπές μας. Ολα τα κτίσματα είναι συνυφασμένα με το περιβάλλον και το τοπίο (με εξαίρεση κάποιες βίλες που φύτρωσαν τα τελευταία χρόνια), με μια εξαιρετική ισορροπία συνύπαρξης, καθώς κανένα κτίσμα δεν προσέβαλλε το τοπίο ούτε έκρυβε τη θέα των γειτονικών του κτισμάτων.
Αυτή η ισορροπία άλλωστε ήταν προϋπόθεση για να μπορεί να λειτουργεί η γεωγραφικά απομονωμένη κοινωνία, στην οποία ο ένας είχε πραγματική ανάγκη τον άλλον, παρά τις όποιες προσωπικές διαφορές πιθανώς είχαν.
Μέρος αυτής της μοναδικής αισθητικής είναι ακόμα και ο ήχος που παράγεται από τον αέρα που περνά μέσα από τα στενά σοκάκια και πάρα πολλά άλλα.
Η τελευταία λοιπόν λαμπρή ιδέα που είχαν οι πολιτικοί μας ήταν σε αυτά τα μοναδικά τοπία και οικοσυστήματα να εγκαταστήσουν μια καινούργια μορφή «ανάπτυξης», που προωθούν με τον ειρωνικό τίτλο «πράσινα(!) νησιά».
Οπως διαβάζουμε στις περιβαλλοντικές μελέτες των μεγάλων αιολικών πάρκων, δηλώνουν ότι έτσι «θα αναβαθμίσουν την αναπτυξιακή φυσιογνωμία της περιοχής εγκατάστασης» και ότι τα αιολικά πάρκα «θα αποτελέσουν καμάρι της περιοχής και καύχημα των κατοίκων οι οποίοι έτσι θα αποδείξουν το εκσυγχρονιστικό τους πρόσωπο και την περιβαλλοντική τους συνείδηση»! Αυτή η περιγραφή είναι μια ξεκάθαρη προσβολή της ιστορίας αλλά και της νοημοσύνης των νησιωτών!
Σε μοναδικά νησιά λοιπόν όπως είναι η Αμοργός, η Πάρος, η Τήνος, η Ανδρος, η Ικαρία, η Σαμοθράκη, κ.ά. αλλά και σε μικρονήσια όπως τα Λέβιθα και η Κίναρος, όπου ζουν λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι σε απόλυτη ισορροπία με ιδιαίτερα σημαντικά οικοσυστήματα, προετοιμάζεται η εγκατάσταση μονάδων παραγωγής αιολικής ενέργειας σε βιομηχανική κλίμακα! Ενέργειας που δεν θα καλύπτει απλώς τις ανάγκες των κατοίκων, αλλά κυρίως θα είναι ενέργεια που θα μεταφέρεται μέσω υποβρύχιων καλωδίων στα αστικά κέντρα και στους μεγάλους καταναλωτές, με έργα τα οποία έπειτα από 15-20 χρόνια θα είναι πεπαλαιωμένα και θα πρέπει να κατεδαφιστούν.
Βασικό κίνητρο γι’ αυτή τη χωροθέτηση είναι η δωρεάν γη. Θα μπορούσαν να γίνουν αντίστοιχες βιομηχανικής κλίμακας εγκαταστάσεις κοντά στις πόλεις -όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη-, αλλά αυτό έχει κόστος για τους επενδυτές, ενώ τα βουνά και τα νησιά τούς παραχωρούνται δωρεάν και τα έξοδα που θα κάνουν θα είναι σε μεγάλο βαθμό επιδοτούμενα – ως «πράσινη» επένδυση.
Τι προϋποθέτουν οι επενδύσεις αυτές;
Προϋπόθεση βέβαια για να γίνουν αυτά τα μεγάλης κλίμακας έργα είναι να ισοπεδωθούν οι κορυφογραμμές, να διανοιχθούν δρόμοι όπου θα μπορούν να κινηθούν και να ελιχθούν οχήματα μήκους >30 μέτρων. Για παράδειγμα, μόνο σε ένα από τα έργα που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί και αφορά 14 νησιά και νησίδες της Δωδεκανήσου και των Κυκλάδων, σε περιοχές Natura 2000, προγραμματίζουν να εγκαταστήσουν περισσότερες από 100 ανεμογεννήτριες, με ύψος έως και τα 198 μέτρα η κάθε μία, σε νησιά όπου το μέσο υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 300 μέτρα. Η παραγόμενη ισχύς θα είναι 2.5MW ανά ανεμογεννήτρια, δηλαδή για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, όσο είναι η μέση κατανάλωση ενός νησιού μεγέθους αντίστοιχου με τη Σίφνο.
Για να μπορέσει να γίνει η συγκεκριμένη εγκατάσταση, πρέπει να κατασκευάσουν 70 χλμ. οδικού δικτύου σε δύσβατες περιοχές, να γίνουν εκτεταμένες εκσκαφές, να κατασκευαστούν 14 λιμάνια (μιας χρήσης), δυσανάλογα με το μέγεθος των νησιών, σε απομακρυσμένες περιοχές, για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της εκφόρτωσης όλων αυτών των υλικών και οχημάτων, θα πρέπει να τσιμεντωθούν τα βουνά με εκατοντάδες χιλιάδες κυβικά τσιμέντου, να γίνει εκσκαφή για την επίχωση 673 χιλιομέτρων καλωδίων μέσης τάσης και πολλές άλλες αντίστοιχες «αναπτυξιακές παρεμβάσεις».
Ολα αυτά σε μια εποχή που οι ΑΠΕ μικρής κλίμακας και μεγάλης απόδοσης βρίσκονται στο απόγειό τους παγκοσμίως κι εμείς επιμένουμε να εφαρμόσουμε τεχνολογίες που ανήκουν στο παρελθόν, αλλά ακόμα παράγουν υψηλό κέρδος για τους μεγάλους επενδυτές και τους κατασκευαστές.
Δραματικές συνέπειες στο μικροκλίμα
Φυσικά με όλη αυτή την καταστροφή, λίγοι θέλουν να προβληματιστούν ή να κατανοήσουν τις δραματικές επιπτώσεις στην ιδιαίτερα σημαντική ορνιθοπανίδα των νησιών. Κάτι που όμως όλοι μπορούν να καταλάβουν είναι οι δραματικές συνέπειες της μετατροπής του μικροκλίματος. Οπως επιβεβαιώνει η διεθνής εμπειρία, οι στροβιλισμοί που προκαλούνται από τις έλικες των ανεμογεννητριών δημιουργούν έντονη ανάμιξη των αέριων μαζών, μεταβάλλοντας τη θερμοκρασία και την υγρασία κοντά στην επιφάνεια του εδάφους.
Στα νησιά ο υδροφόρος ορίζοντας δεν εμπλουτίζεται από τις λίγες βροχές του έτους αλλά σχεδόν όλο τον χρόνο από το λεγόμενο αγιάζι, δηλαδή τους υδρατμούς που προέρχονται από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι οποίοι συμπυκνώνονται και κατακάθονται στις κορυφές των βουνών και στις πλαγιές των νησιών. Με τη βοήθεια της βλάστησης και των ριζωμάτων, αυτή η υγρασία καταλήγει στον υδροφόρο ορίζοντα.
Τα τεράστια αιολικά πάρκα πρόκειται να εξαφανίσουν το αγιάζι, προκαλώντας έτσι τη μείωση τροφοδοσίας των πηγών και επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα έλλειψης νερού που ήδη αντιμετωπίζουν τα νησιά. Ταυτόχρονα, καθώς θα ανέβει η θερμοκρασία στις κορυφές των βουνών, θα προκληθεί έντονη ξηρασία, προξενώντας επομένως ολική καταστροφή.
Καθώς λοιπόν μας αρέσει να επικαλούμαστε την ιστορία χιλιάδων ετών αυτού του τόπου, του οποίου βρεθήκαμε να είμαστε οι τωρινοί διαχειριστές, πρέπει να αναλογιστούμε πώς καταφέραμε μέσα σε λίγες δεκαετίες να προκαλέσουμε ένα τόσο μεγάλο πολιτισμικό και περιβαλλοντικό πλήγμα στον τόπο μας.
Αλλά και να αναλογιστούμε εάν θέλουμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα επιφέρουμε και τη χαριστική βολή: τη μη αναστρέψιμη καταστροφή για τις τοπικές κοινωνίες, τον τουρισμό, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής και για πάρα πολλά άλλα.