Ευαγγελικά Κηρύγματα – Κυριακή ΙΒ΄. Λουκά « ’Απήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροί ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν»

« ’Απήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροί ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν»

π. Γεωργίου Θανάσουλα 

    Ἡ ση­με­ρι­νή εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πὴ, ἀ­δελ­φοί μου, μᾶς ἐ­ξι­στο­ρεῖ τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τῶν δέ­κα λε­πρῶν, τὸ ὁ­ποῖ­ο χρο­νι­κά ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ρι­ὸς μας στὸ τέ­λος τῆς δη­μο­σί­ας δρά­σε­ώς του, κα­τὰ τὴν τε­λευ­ταῖ­αν ἀ­νά­βα­σὶν του εἰ­ς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὀ­λί­γον πρὸ τοῦ Πά­θους Του. Καὶ ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­σις αὐ­τή ὄ­σο ἁ­πλή φαί­νε­ται ἐκ πρώ­της ὅ­ψε­ως τό­σο πολ­λά μυ­νή­μα­τα καὶ δι­δάγ­μα­τα μᾶς προ­σφέ­ρει καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ προ­σπα­θή­σω, στὸν λί­γο χρό­νο ποὺ μᾶς ἐ­πι­τρέ­πε­τε, νὰ τὰ ἐ­πι­ση­μά­νω ἁ­πλῶς γι­ὰ νὰ προ­βλη­μα­τι­στοῦ­με καὶ νὰ δι­δα­χθοῦ­με μὲ κύ­ρι­ο καὶ ἀ­πο­κλει­στι­κό σκο­πό τὴν ψυ­χι­κή μας ὡ­φέ­λει­α καὶ σω­τη­ρί­α. Μᾶς λέ­γει ἡ πε­ρι­κο­πή ὅ­τι ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὲ­πρό­κει­το νὰ μπεῖ σὲ κά­ποι­ο χω­ρι­ό, συ­ναν­τί­θη­κε μὲ μι­ὰ ὁ­μά­δα δέ­κα λε­πρῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι στέ­κον­ταν μα­κρυ­ά, γι­τὶ ἐ­θε­ω­ροῦν­το ἀ­κά­θαρ­τοι λό­γῳ τῆς ἀ­σθε­νεί­ας των. Δὲν τολ­μοῦ­σαν νὰ πλη­σι­ά­σουν γι­α­τί νό­μι­ζαν ὅ­τι ὁ Χρι­στός θὰ τοὺς συγ­χαι­νό­ταν ὅ­πως ἔ­κα­ναν καὶ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Ὕ­ψω­σαν γι­’­αὐ­τό φω­νήν με­γά­λην, ἐ­φώ­να­ζαν μὲ ὅ­λη τὴ τὴν δύ­να­μή τους καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τὸν Κύ­ρι­ο. Καὶ δεν τὸν πα­ρα­κα­λοῦν ἁ­πλῶς ὡς ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ὡς ὑ­πέρ ἄν­θρω­πον, δι­ό­τι τὸν ὀ­νο­μά­ζουν Ἑ­πι­στά­την ποὺ ση­μαί­νει Κύ­ρι­ον, κη­δε­μό­να καὶ ἐ­πι­τη­ρη­τήν, δη­λα­δή τὸν θε­ω­ροῦν Θε­όν. «Ἰ­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς». Δὲν τοῦ ζη­τοῦν νὰ τοὺς θε­ρα­πεύ­σει, ἀλ­λά νὰ τοὺς λυ­πη­θεῖ, νὰ τοὺς δεί­ξει, σὰν Θε­ός ποὺ εἶ­ναι, τὸν οἶ­κτον του. Ἀ­να­θέ­τουν καὶ ἐμ­πι­στεύ­ον­ται τὸν ἑ­αυ­τό τους ἐν λευ­κῷ στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, χω­ρίς νὰ φο­βοῦν­ται ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­τύ­χουν. Πι­στεύ­ουν στὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἀ­να­γνω­ρί­ζουν αὐ­τός Κύ­ρι­ον, Σω­τῆ­ρα καὶ λυ­τρω­τή καὶ ζη­τοῦν τὴν βο­η­θει­ά Του καὶ τὸ ἔ­λε­ός Του. Τοῦ λέ­γουν: «Ἐ­λέ­η­σόν ἡ­μᾶς». Ξέ­ρεις Ἐ­σύ. Καὶ τὸ «ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς» εἶ­ναι ἐν συν­το­μί­ᾳ ἡ λε­γο­μέ­νη Εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δη­λα­δή τὸ : «Κύ­ρι­ε Ί­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­έ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἁ­μαρ­τω­λόν». Καὶ­τὴν ὁ­ποί­α εὐ­χή οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς πα­ραγ­γέ­λουν νὰ λέ­με ὅ­σο πι­ὸ συ­χνά μπο­ροῦ­με γι­ὰ νὰ ἀ­πα­λα­γοῦ­με ἀ­πό τὴν πνευ­μα­τι­κή μας λέ­πρα.

    Ἡ ἀ­ξί­α τῆς εὐ­χῆς αὐ­τῆς εἶ­ναι ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη γι­α­τὶ μέ­σα σὲ μό­νο λί­γες λέ­ξεις συν­δέ­ε­ται στε­νά ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Θε­αν­θρώ­που μὲ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς μας. Λέ­γον­τας τὴν εὐ­χή αὐ­τή ζοῦ­με τὴν μα­κα­ρί­α κα­τά­στα­ση τῆς τα­πεί­νω­σης, ἠ ὁ­ποί­α κα­τὰ τὸν Ἅ­γι­ο Μά­ξι­μο τὸν Ὁ­μο­λο­γη­τή συ­νί­στα­ται στὴ δι­πλή γνώ­ση. Τὴ γνώ­ση τῆς δύ­να­μης τοῦ Χρι­στοῦ καὶ στὴ γνώση τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας. Ἀντίθετα ἡ ἄγνοια τῆς δύναμης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄγνοια τῆς δικῆς μας ἀσθένειας συνιστᾶ ἡ ἄγνοια τῆς δύναμις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄγνοια τῆς δικῆς μας ἀσθένειας συνιστᾶ τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἐπειδή ὁ Θεός «τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιττάσεται, τοῖς δὲ ταπεινοῖς δίδωσι χἀριν», εἰσακούει τὴν δέηση τῶν λεπρῶν. Ἄν καὶ κουρασμένος ἀπό τὴν ὁδοιπορίαν ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἀναβάλλει τὴν θεραπεία ἀλλά σταματᾶ, τοὺς δέχεται εὐμενῶς καὶ τοὺς λέγει: πηγαίνεται στοὺς Ἱερεῖς καὶ δεῖξτε τὰ λεπριασμένα μέλη τοῦ σώματός σας. Ἄς προσἐξουμε, ἀλλά καὶ ἄς θαυμάσουμε τὸ μέγεθος τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς συμμορφώσεως, τοῦ μὲν Ἰησοῦ στὸν Μωαϊκό νόμο, τῶν δὲ λεπρῶν στὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἱησοῦς τοὺς λέγει: Πηγαίνεται στοὺς ἱερεῖς. Γιατί; Γιατί μόνο οἱ ἱερεῖς εἶ­χαν τὴν ἐ­ξου­σί­α ἀ­πό τὸ νό­μο νὰ ποῦν ἄν ἕ­νας λε­πρός ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ής καὶ μό­νο αὐ­τοί ἐ­πέ­τρε­παν τὴν ἐ­πα­νέν­τα­ξή του στὴν κοι­νω­νί­α ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως προ­σέ­φε­ραν τὸ προ­βλε­πό­με­νο δῶ­ρο. Ἐ­φ’­ὅ­σον ὁ τε­λε­τουρ­γι­κός νό­μος, ἦ­ταν ἀ­κό­μη σὲ ἰ­σχύ, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός προ­νο­οῦ­σε πάν­το­τε νὰ τὸν τη­ρεῖ καὶ αὐ­τό κά­νει καὶ τώ­ρα, Συμ­μορ­φώ­νε­ται στὸν νό­μο. Ὑ­πα­κού­ει στὸ νό­μο. Ἀλ­λά καὶ οἱ λε­προί τὶ κά­νουν; Πι­στεύ­ουν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Πι­στεύ­ουν στὸ λό­γο Του καὶ γι­’­αὐ­τό χω­ρίς δι­σταγ­μό, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἀ­κό­μη λε­προί, ξε­κι­νοῦν νὰ πα­ρου­σι­α­στοῦν στοὺς ἱ­ε­ρεῖς «ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ», μὲ πί­στη. Καὶ ἡ πί­στις τους αὐ­τή φα­νε­ρώ­νε­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ή τους στὸ πρό­σταγ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ.

    Ὁ Χρι­στός δὲν τοὺς εἶ­πε : «κα­θα­ρι­στῆ­τε ἀ­πό τὴν λέ­πρα», ἀλ­λά δο­κί­μα­σε τὴν πί­στη τους καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή τους καὶ γι­’­αὐ­τό τοὺς ἔ­στει­λε ἀ­θε­ρά­πευ­τους ἀ­κό­μη στοὺς ἱ­ε­ρεῖς. Καὶ αὐ­τό ὁ Χρι­στός τὸ κά­νει, ἐ­κτός ἀ­πό τὸ νὰ δο­κι­μά­σει τὴν πί­στη τους καὶ γι­ὰ δύ­ο ἀ­κό­μη λό­γους. Πρῶ­τον γι­α­τί ἦ­το ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ἀ­φυ­πνί­σει τοὺς Ἱ­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι μό­λις θὰ δι­α­πί­στω­ναν τὴν πλή­ρη θε­ρα­πεί­α τῶν λε­πρῶν, γι­α­τί ἐ­πρό­κει­το πε­ρί με­γά­λου καὶ ἀ­συν­ήθους ἀ­ριθ­μοῦ λε­πρῶν, δέ­κα τὸν ἀ­ριθ­μόν, σχε­δὸν ὁ­λό­κλη­ρο νο­σο­κο­μεῖ­ο, νὰ τοὺς ἀ­φυ­πνή­σει λέ­γω, γι­ὰ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σουν τὸν ἰ­α­τρόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει τὴν δύ­να­μη νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὶς σω­μα­τι­κές ἀ­σθέ­νει­ες καὶ ἀ­φοῦ τὸν γνω­ρί­σουν νὰ πι­στέ­ψουν καὶ νὰ σω­θοῦν. Ὁ Χρι­στός ἀ­να­ζη­τά τὸ ἀ­πολ­λω­λός πρό­βα­το καὶ τὴ χα­μέ­νη δραχ­μή καὶ θέ­λει ὅ­λοι νὰ σω­θοῦν. Ὁ δεύ­τε­ρος λό­γος εἶ­ναι γι­α­τί θέ­λη­σε νὰ μᾶς δι­δά­ξει ὅ­τι ὅ­σοι ζη­τοῦν καὶ ἀ­να­μέ­νουν τὶς χά­ρι­τες καὶ τὴν εὔ­νοι­αν τοῦ Χρι­στοῦ, γι­ὰ νὰ τὶς πά­ρουν, πρέ­πει προηγουμένως νὰ συμμορφώνονται μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὶς μεθόδους, τὶς ὁποῖες θέ­λει ὁ Χρι­στός καὶ ὄ­χι νὰ ἔ­χουν τὴν ἀ­ξί­ω­ση νὰ συμ­μορ­φω­θεῖ ὁ Χρι­στός σὲ αὐ­τά τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­μέ­νουν ἠ θε­ω­ροῦν κα­λύ­τε­ρα πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον τους. «Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τούς , συ­νε­χί­ζει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ἐ­κα­θα­ρί­στη­σαν».

    Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τὸ ζη­τού­με­νον τὴς αἰ­τή­σε­ώς των προς τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὸ θαῦ­μα ἄν θέ­λε­τε ἔ­γι­νε. Ἡ θε­ρα­πεί­α ἐ­τε­λέ­σθη. Φα­νε­ρώ­νει δὲ τὸ θαῦ­μα αὐ­τό καὶ τὴν κοι­νή σω­τη­ρί­α ὁ­λο­κλή­ρου τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους. Γι­α­τὶ οἱ δέ­κα λε­προί εἶ­ναι ὅ­λη ἡ φύ­σις τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­λε­πρώ­θει ἀ­πό τὴν κα­κί­α καὶ εἶ­χε τὴν ἀ­σχή­μι­α καὶ τὴν δυ­σοσ­δί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Εὐ­ρί­σκε­το δὲ ἔ­ξω ἀ­πό τὴν πό­λη τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­στέ­κε­το μα­κρυ­ά ἀ­πό τὸν Θε­ό ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῆς τῆς ἀ­κα­θαρ­σί­ας. Ὅ­μως ἐ­πει­δή­εἶ­χε τὴν ἰ­κε­σί­α, λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Θε­ο­φύ­λα­κτος Βουλ­γα­ρί­ας, εἶ­ναι με­γά­λη πρό­φα­σις εἰς αὐ­τόν τὸν φι­λάν­θρω­πον Θε­όν, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­λει ὅ­λοι νὰ σω­θοῦν καὶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τὰ αἰ­ώ­νι­α ἀ­γα­θά του, τὸ νὰ με­τέ­χει κά­ποι­ος τῆς ἀ­γα­θό­τη­τος αὐ­τοῦ καὶ γι­’­αὐ­τό σπλαγ­χνί­ζε­ται καὶ ἰ­α­τρεύ­ει τοὺς οὔ­τως ἀ­θλί­ως εὐ­ρι­σκο­μέ­νους». Ἕ­νας δὲ ἀ­πό τοὺς δέ­κα λε­προύς σα­μα­ρεί­της «ἰ­δῶ­νὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψεν με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν» δι­ὸ­τι μέ­σῳ τοῦ Ἰ­η­σοῦ τὸν ἐ­θε­ρά­πευ­σεν. Ὁ ξέ­νος αὐ­τός, ὁ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος καὶ σχη­μα­τι­κός στὴν πί­στη, ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης Σα­μα­ρί­της, ἐκ­δη­λώ­νει μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό. Γι­α­τί τὸ νὰ πέ­σει κά­ποι­ος στὰ γό­να­τα, νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ μέ­τω­πό του στὸ ἔ­δα­φος, αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ον βα­θυ­τά­του σε­βα­σμοῦ καὶ στὴ Και­νή Δι­α­θή­κη αὐ­τό γί­νε­ται μό­νον ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά σὲ αὐ­τή τὴν ἐκ­δή­λω­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης, γι’ ἄλ­λη μί­α φο­ρά δι­δά­σκει ἐ­λέγ­χον­τας: «οὐ­χί δέ­κα ἐκ­κα­θα­ρί­στη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;» Ἐλέγχει ὁ Ἰησοῦς τὴν ἁμαρτί­α τῆς ἁ­γνω­μο­σύ­νης. Γι­α­τί ὁ ἀ­γνώ­μων ἀ­θε­τεῖ τὸν νό­μον, ὄ­χι μό­νον τῆς λο­γι­κῆς, ἀλ­λά καὶ τῆς ἀ­λό­γου φύ­σε­ως. Τὰ ἄ­λο­γα ζῶ­α ὅ­ταν εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται δεί­χνουν μὲ τὸν τρό­πο τους τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν τους μὲ τὴν ἀ­φο­σί­ω­σίν τους πρὸς τοὺς εὐ­ερ­γέ­τας τους. Ὁ Θε­ός δὲν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν μας καὶ τὴν δο­ξο­λο­γί­α μας ἐ­πει­δή εἶ­ναι αὐ­το­δό­ξα­στος καὶ ἡ ἄ­πει­ρος φύ­σις του ἔ­χει ἀ­φ’­ἑ­αυ­τῆς ἄ­πει­ρη καὶ ἀ­κα­τά­παυ­στη τὴν δό­ξα καὶ τὴν ἄ­νε­ση. Δὲν ἔ­χει καμ­μί­α ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τῆς δι­’­ἔρ­γου εὐ­χα­ρι­στί­ας μας δη­λα­δή ἀ­πό θυ­σί­ες καὶ δώ­ρα ἐ­πει­δή εἶ­ναι πνεῦ­μα καὶ δὲν ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὰ σω­μα­τι­κά καὶ ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρου­με.

     Ἀ­φοῦ ὅ­μως δὲν τὰ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, γι­α­τί ἐ­δῶ ἐ­λέγ­χει τὴν ἀ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ζη­τᾶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης; Τὴν ζη­τᾶ γι­α­τὶ ἡ μὲ λό­γι­α καὶ μὲ ἔρ­γα προ­σφε­ρο­μέ­νη εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἔν­δει­ξη κα­λο­δι­ά­θε­της ψυ­χῆς. Τὸ δέ­χε­ται καὶ τὰ ζη­τᾶ γι­ὰ τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου ποὺ τὰ προ­σφέ­ρει. Αὐ­τή ζη­τᾶ ὁ Θε­ός καὶ γι’ αὐ­τήν παίρ­νου­με ἐ­μεῖς τὶς πλού­σι­ες του εὐ­ερ­γε­σί­ες καὶ ἀν­τα­μοι­βές. Ὁ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ ὁ Σα­μα­ρί­της τῆς ση­με­ρι­νῆς πε­ρι­κο­πῆς. «Ἀ­να­στάς πο­ρεύ­ου. Ἡ πί­στις σου σέ­σω­κε σε». Μὲ τὸ νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του μὲ λό­γι­α καὶ μὲ ἔρ­γα ἀ­μέ­σως, ὅ­πως ἔ­λα­βε τὴν σω­μα­τι­κή θε­ρα­πεί­α, λαμ­βά­νει καὶ τὴν ψυ­χι­κή σω­τη­ρί­α. Πα­ράλ­λη­λα ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὅ­τι ἠ πί­στις του τὸν ἔ­σω­σε. Το­νί­ζει σ’­αὐ­τόν τὴν με­γά­λη ση­μα­σί­α καὶ σπου­δαι­ό­τη­τα ποὺ ἔ­χει ἡ πί­στις, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ τὴν ὠ­φέ­λει­α ποὺ θὰ ἔ­χει αὐ­τός στὸν με­τέ­πει­τα βί­ο του ἀ­πό αὐ­τήν. Πί­στις καὶ ἔρ­γα εἶ­ναι τὰ μό­να ποὺ μπο­ροῦν νὰ μᾶς σώ­σουν.  

 Ἀδελφοί μου. Ὅταν στεκόμαστε μπροστά στὸν Θεό καὶ τὸν παρακαλοῦμε γιὰ ὁποιοδήποτε ζήτημά μας, γιὰ νὰ ἔχουμε τὸ ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μὲ πίστη, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Κύριός μας, ὁ ἐξουσιαστής καὶ ἑκεῖνος ὁ ὁποῖος δίδει κάθε ἀγαθό. Νὰ ὁμολογοῦμε αὐτόν ὡς θεάνθρωπο καὶ τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· νὰ συμμορφονόμαστε στὴν ζωή μας ἐν παντί καὶ πάντοτε μὲ τὸ θεῖο του θέλημα, καὶ τὶς ἐντολές του· νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ νὰ ἐναποθέτουμε τὸν ἑαυτό μας  καὶ τὶς ἐλπίδες μας, στὸ ἔλεός του καὶ τότε καὶ μόνον τότε λαμβάνουμε καὶ ἀπολαμβάνουμε τὰ πλούσια ἐλέη καὶ δωρεές Του.  Ἀμήν.