Τὸ ρῆμα «ἐκμυστηρεύομαι» (ἐμπιστεύομαι κάτι μυστικὰ σὲ κάποιον) συνδέεται ἐτυμολογικὰ μὲ τὸ μυστήριο ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «μυῶ» (κλείνω τὰ μάτια), ἐπειδὴ στὶς τελετὲς μυήσεως τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων ἔκλειναν τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα τῶν μυουμένων γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύπτουν τὰ τελετουργικὰ μυστικά. Τὰ μυστικά, ἡ μυωπία, τὸ ἐπίρρημα ἀσκαρδαμυκτὶ ἀνήκουν στὴν ἴδια ἐτυμολογικὴ οἰκογένεια. Μύωπας (μύω+ὤψ) εἶναι αὐτὸς ποὺ μισοκλείνει τὰ μάτια γιὰ νὰ δῇ καλύτερα. Τὸ ἀσκαρδαμυκτὶ ἀπὸ τὸ ρῆμα σκαίρω (σκιρτῶ) καὶ τὸ μυῶ σημαίνει μὲ βλέμμα ἀτενές, χωρὶς νὰ ἀνοιγοκλείνῃ τὰ βλέφαρα.
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα