Ἡ κατάχρηση τοῦ ἀπολεξικοποιημένου ρήματος κάνω ἔχει καταντήσει ἐνοχλητική. Ἀκοῦμε ἔκανε τὴ δημοπρασία (ἀντὶ διενήργησε), ἔκανε τὴν ἀγοραπωλησία (ἀντὶ πραγματοποίησε), κάνει ὡραῖο λάδι (ἀντὶ παράγει), κάνει ἀκριβὰ δῶρα (ἀντὶ προσφέρει), πόσο κάνει τὸ δαχτυλίδι (ἀντὶ κοστίζει) …
Ποιοτικὰ ἑλληνικά. Κάνω