
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο ουρανομύστης και πάνσοφος Πατέρας της Εκκλησίας μας, γεννήθηκε από γονείς ευγενείς, πλούσιους και άρχοντες, στην περίφημη πόλη των Αθηνών. Στην πόλη αυτή οι άνθρωποι ήταν θερμοί λάτρεις των ειδώλων και εκεί υπήρχαν οι σοφότεροι από τους ανθρώπους όλων των πόλεων του καιρού εκείνου. Στην Αθήνα βρισκόταν τότε πολλοί φιλόσοφοι, ένας από τους οποίους, ο πιο συνετός απ΄ όλους, ήταν ο θαυμάσιος Διονύσιος.
Στην Αθήνα λοιπόν γεννήθηκε ο Άγιος Διονύσιος. Η επιφανής αθηναϊκή οικογένειά του, φρόντισε να τον μορφώσει στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του κλεινού άστεως, η οποία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, βρισκόταν την εποχή εκείνη υπόδουλη στους Ρωμαίους, αλλά διατηρούσε ακόμη την αίγλη της, έχοντας κάποια προνόμια, με σπουδαιότερο τη λειτουργία του Αρείου Πάγου. Ο Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία, έμαθε όλες τις επιστήμες και είχε αποκτήσει τόση σοφία και τόση αρετή, με τα μέσα που του παρείχαν οι επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων, ώστε κατέστη επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Αν και ζούσε σε μια «κατείδωλον» πόλη, όπου η ειδωλολατρία είχε εξαχρειώσει τα ήθη των κατοίκων στην εποχή του, ζούσε με σύνεση και καλλιεργούσε τις έμφυτες αρετές του. Ζούσε σαν Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Ήταν από την φύση του φρόνιμος, εύγλωττος στην Αττική διάλεκτο, ρητορικώτατος και υπερέβαινε στην σοφία όλους τους επικούρειους και στωϊκούς φιλοσόφους. Ήταν επί πλέον δίκαιος και ενάρετος, όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, διότι στην άσκηση των καθηκόντων του απέδιδε δικαιοσύνη και γι΄ αυτό του έδωσαν την πρωτεύουσα θέση να είναι μέλος του εννεαμελούς Αρείου Πάγου, που αποτελούσε το ανώτατο δικαστήριο της πόλης.
Ο Άγιος Διονύσιος ζούσε στην Αθήνα στα χρόνια του Χριστού και των Αποστόλων. Νέος, το έτος 33 μ. Χ. βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, μαζί με άλλους σοφούς συμπατριώτες του, για ανώτερες μελέτες. Κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή, περί τις 3 μ.μ., είδε ξαφνικά τον ήλιο να σβήνει, πυκνό πέπλο σκοταδιού να σκεπάζει όλη τη γη και να συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό. Ο Διονύσιος απόρησε από το υπερφυσικό γεγονός και αναφώνησε: «Ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλλυται !», δηλαδή ή κάποιος θεός υποφέρει ή όλος ο κόσμος θα χαθεί. Μάλιστα σημείωσε τη χρονολογία, την ημέρα και την ώρα που έλαβε χώρα το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, το οποίο χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του και ζητούσε εξήγηση, καθόσον επιστημονικά δεν στεκόταν η έκλειψη του ηλίου να γίνει σε εκείνη την ημερομηνία.
Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του ο Άγιος γύρισε ξανά στην Αθήνα, στη θέση του αρεοπαγίτη, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Όταν ο μέγας Απόστολος Παύλος, καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, ήλθε να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Αθήνα, ο Διονύσιος τον κάλεσε να λάβει τον λόγο στον Άρειο Πάγο. Από το ύψος του βράχου αυτού, που προεξέχει πάνω από την πόλη των Αθηνών, ο πτωχός σκηνοποιός διέλυσε τις σοφιστείες των φιλοσόφων και έδειξε καθαρότατα στους Αθηναίους ότι ο «άγνωστος θεός» — για τον όποιο η φυσική λογική τους τους είχε δώσει μία ασαφή υπόνοια — είναι «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ», και ότι «ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα» (Πράξ. ιζ΄, 23-25). Τους δίδαξε επίσης ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού και κλήθηκε να γίνει κοινωνός της ζωής του Θεού εν Χριστώ Ιησού, «τω Υιώ αυτού, τω σαρκωθέντι δι’ ημάς και αναστάντι εκ νεκρών, και πάλιν ερχομένω κρίναι τους ανθρώπους».
Ακούγοντας τον Παύλο οι φιλόσοφοι, να ομιλεί για ανάσταση νεκρών, η πλειονότητα των ακροατών, με τη διάνοιά τους σκοτισμένη από τις προκαταλήψεις της ανθρώπινης σοφίας, χλεύαζε τον Απόστολο Παύλο και τον ονόμαζαν σπερμολόγο και φλύαρο. Ωστόσο, τα λόγια αυτά περί ζωής αιωνίου άγγιξαν την καρδιά κάποιων από το ακροατήριο, οι οποίοι ασπάσθηκαν την πίστη του Χριστού. Μεταξύ αυτών ήταν ο Άγιος Ιερόθεος, ο Άγιος Διονύσιος και η Δάμαρις. Ακούοντας την αφήγηση των Θείων Παθών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και τα σημεία που συνέβησαν μετά την Σταύρωσή Του, ο σοφός Διονύσιος θυμήθηκε ότι μερικά χρόνια πριν, όταν βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου μαζί με άλλους σοφούς, παρακολούθησε μία έκλειψη ηλίου η οποία κατέλυε όλους τους νόμους της αστρονομίας. Προετοιμασμένοι κατ’ αυτό τον τρόπο να αναγνωρίσουν Εκείνον, με την βούληση του οποίου νικώνται οι νόμοι της φύσεως, ο Διονύσιος και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος άκουσαν με προθυμία τη διδασκαλία του Αγίου Αποστόλου και του ζήτησαν να βαπτισθούν. Ήταν τότε το έτος 51 μ.Χ. Ο Θεός οικονομεί ώστε ψυχή της οποίας η προαίρεση κείται επιμελώς προς το αγαθό και την αρετή, να Τον γνωρίσει σύντομα. Ο Άγιος Διονύσιος αφιερώθηκε έκτοτε ψυχή τε και σώματι στην Εκκλησία του Χριστού.
Ο μέγας Παύλος χειροτόνησε τότε αρχιερέα της πόλης των Αθηνών τον θείο και θαυμαστό Ιερόθεο. Σαν αετός, που μπορεί να κοιτάζει κατάματα τη λάμψη του ηλίου, ο Ιερόθεος διείσδυε στα θεία μυστήρια, ελάχιστα όμως αποτύπωσε γραπτώς, προτιμώντας να μυεί προφορικά και κρυφίως τον μαθητή του Διονύσιο στις άρρητες θεωρίες που του χάριζε ο Θεός. Δίδαξε στον Διονύσιο και άλλα απόκρυφα και θεία μυστήρια που του αποκάλυψε ο Απόστολος Παύλος. Μετά την κοίμηση του Ιεροθέου χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών ο θείος Διονύσιος, που έλαβε εκ Θεού το χάρισμα να αποκαλύπτει γραπτώς την υψηλή διδαχή των διδασκάλων του, σχετικά με την άφατο απειρία της θείας φύσεως – στην οποία ταιριάζουν μόνον αρνητικές και αντινομικές εκφράσεις (η λεγόμενη αποφατική θεολογία) — και τον ανεξάντλητο πλούτο της θείας αποκαλύψεως μέσω των θείων ονομάτων και ενεργειών (καταφατική θεολογία). Περιέγραψε πως ο αισθητός και ο νοητός κόσμος ενώνονται εν τω Θεώ σε μία μεγαλειώδη ιεραρχημένη διάταξη. Εξήγησε πως η ιεραρχία της Εκκλησίας – από τον επίσκοπο έως τον μοναχό — αντικατοπτρίζει επί γης τις εννέα τάξεις των αγγελικών ταγμάτων και διανέμει το θείο φως σύμφωνα με τον βαθμό καθαρότητας εκάστου πιστού. Σε όλα τα έργα του διακηρύττει ότι «Εκείνος ο οποίος είναι πέραν παντός ονόματος και πάσης ουσίας, ο κατοικών απαθώς εις τον υπέρφωτον γνόφον, εφανερώθη εν σαρκί δια να μας καταστήσει κοινωνούς του απροσίτου φωτός Του». Ο Διονύσιος έφθασε σε τόσον υψηλό βαθμό θεωρίας, ώστε αξιώθηκε να συναριθμηθεί μετά των Αποστόλων. Σύμφωνα με την Παράδοση πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσει και να προσκυνήσει την Μητέρα του Κυρίου, όταν ήταν εν ζωή. Κήρυξε κατόπιν σε πολλές χώρες και γύρισε στην Αθήνα, όπου έμεινε εκεί για αρκετό καιρό, προσηλυτίζοντας τους εθνικούς και καθοδηγώντας με σύνεση το πνευματικό του ποίμνιο. Μυστηριακά μετεφέρθηκε, όπως όλοι οι Απόστολοι, μαζί με τον Ιερόθεο και τον Τιμόθεο στα Ιεροσόλυμα, για να κηδεύσουν το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Επέστρεψε κατόπιν και πάλι στην Αθήνα.
Προς το τέλος της βασιλείας του Νέρωνος (περί το 68 μ.Χ.), ο Διονύσιος μετέβη στη Ρώμη για να κάνει έναν απολογισμό των αποστολών του, στον Απόστολο Παύλο. Παραβρέθηκε στο μαρτύριο του μεγάλου Αποστόλου, καθώς ο ίδιος το μαρτυρεί σε επιστολή του και κατόπιν επανάκαμψε στην Ελλάδα. Επέστρεψε ξανά στη Ρώμη την εποχή που Πάπας ήταν ο Άγιος Κλήμης και κατόπιν εντολής του ξεκίνησε με τους μαθητές του, τον πρεσβύτερο Ρούστικο και τον διάκονο Ελευθέριο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού στη Γαλατία. Και αφού κήρυξε τον λόγο της αληθείας σε διάφορα μέρη, ο Άγιος Διονύσιος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, που την εποχή εκείνη δεν ήταν παρά μία μικρή κωμόπολη, βυθισμένη στο σκότος της άγνοιας και της ειδωλολατρίας. Έκτισε μια εκκλησία, όπου τελούσε τα θεία Μυστήρια και κήρυττε τα μεγαλεία του Θεού. Εκεί έκανε πολλά θαύματα και οι μαθητές του πολλαπλασιάσθηκαν και ξεκίνησαν να διαδώσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ισπανία.
Η φήμη του Αγίου Διονυσίου κίνησε τον φθόνο του πονηρού, που έβαλε την σκέψη στον αυτοκράτορα Δομετιανό, ότι εκείνος ο Έλληνας επίσκοπος, που κήρυττε τον νέο Θεό, επιθυμούσε να δημιουργήσει αναταραχή και επεδίωκε να υποκινήσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Ματαίως προσπάθησαν να πείσουν τον Διονύσιο και τους συντρόφους του ν’ απαρνηθούν τον Θεό, για τον οποίο ζούσαν και επιθυμούσαν να πεθάνουν. Με μεγάλη, λοιπόν, χαρά, έμαθαν ότι καταδικάσθηκαν σε αποκεφαλισμό. Οι δήμιοι τους οδήγησαν έξω από την πόλη, σε ένα βουνό και εκεί αποκεφάλισαν τον Άγιο μαζί με τους δυο ηρωικούς μαθητές του, τον Ρουστικό και Ελευθέριο. Ήταν τότε η 3η Οκτωβρίου του έτους 96 μ.Χ. Ο Θεός δεν αρκέστηκε να δώσει στον Άγιο μάρτυρα μόνο το χάρισμα της θεογνωσίας και της διδασκαλίας. Θέλησε επίσης να δείξει μέσω του μάρτυρα ότι δια της πίστεως οι χριστιανοί νικούν τον θάνατο. Αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, ο Άγιος Διονύσιος σηκώθηκε όρθιος, προς κατάπληξη όλων των παρευρισκόμενων, ω! των θαυμασίων Σου Χριστέ, πήρε το κεφάλι στα χέρια του και περπάτησε περίπου δύο μίλια, ώσπου συνάντησε μια γυναίκα ενάρετη, ονόματι Κατούλα, στα χέρια της οποίας απέθεσε το πολύτιμο και τίμιο λείψανο. Η τιμία κάρα του Αγίου Διονυσίου φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, την οποία δώρισε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός.
Ο Άγιος Διονύσιος όσο ζούσε είχε αποκτήσει ο μακάριος το απονήρευτο και την επιείκεια του Ιακώβ. Σε όλη του την ζωή παρέμεινε καλός και ήρεμος μπροστά σε όλα τα επερχόμενα. Πέτυχε να εξαρθεί υπεράνω πάσης σαρκός και να βλέπει καθαρά τα επουράνια. Γίνεται ως εκ τούτου Θεόπτης όπως ο Μωυσής. Ο μέγας αυτός Άγιος αποπνέει ζήλο Θεού, όπως ο Ηλίας. Μιμήθηκε τον βίο των Προφητών και αξιώθηκε της χάρης εκείνων. Ακολούθησε τους Αποστόλους και χρημάτισε ο ίδιος Απόστολος, διδάσκοντας τον λόγο του Ευαγγελίου στο μεγαλύτερο μέρος της γης. Έκανε θαύματα, ενήργησε δυνάμεις και επέστρεψε τα πλήθη των εθνών προς την αλήθεια. Διδάχτηκε κατ΄ ευθείαν από τον Πατέρα των Φώτων, ανηρπάγη στον Ουρανό όπως ο Παύλος. Άκουσε άρρητα ρήματα, έγινε συμπολίτης των αγγέλων, διήλθε όλα τα θεία τάγματα, μυήθηκε σε εκείνα που δεν κατανοούνται με την λογική. Έμοιασε εξ ολοκλήρου με τον Απόστολο Παύλο και κατά τον τρόπο και κατά τον λόγο και κατά τον υπέρ Χριστού ζήλο. Και γι΄ αυτό έτυχε των ιδίων βραβείων και στεφάνων. Βρίσκεται τώρα πλησίον του Θρόνου της μεγαλοσύνης και είθε να γίνει μεσίτης και πρεσβευτής προς τον Θεό για την συγχώρηση των καθημερινών ατοπημάτων μας, Αμήν.
