Εὕρατο Ἀλέξανδρος ἅμ’ Ἀντωνίνῃ
Τὸν βόθρον ἀκάτιον εἰς τρυφὴν φέρον.
Τῇ δεκάτῃ μόρον Ἀντωνῖνα ἐμπυρόπισσον.
Η Αγία μάρτυς Αντωνίνα, ήταν μία χριστιανή παρθένος, η οποία αποτελούσε ένα τηλαυγή αστέρα της κωμόπολης Καρδάμου (ή Kροδάμου), όπου και γεννήθηκε. Προικισμένη με εξωτερική και εσωτερική ομορφιά, ζούσε με εγκράτεια, σεμνότητα και άσκησε και έθεσε όλες τις δυνάμεις και τις οικονομίες της, στη διακονία, την περίθαλψη και ανακούφιση των πτωχών και δυστυχισμένων συνανθρώπων της.
Η χριστιανική της διαγωγή και συμπεριφορά, καταγγέλθηκε στον έπαρχο Φύστο, ο οποίος τη συνέλαβε και την ανέκρινε. Η Αντωνίνα με ακατάβλητο φρόνημα και θεία υπερηφάνεια, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό και κάλεσε και τον Έπαρχο να μετανοήσει και να βαπτισθεί χριστιανός. Απογοητευμένος ο έπαρχος, επειδή όλες του οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό και γνωρίζοντας ότι η Αγία έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην παρθενική της τιμή, διέταξε να την ρίξουν σε κάποιο πορνείο. Η θερμή προσευχή της παρθένου, προκάλεσε τρομερό σεισμό στο σπίτι αυτό με αποτέλεσμα οι ίδιες οι γυναίκες να την διώξουν απ’ αυτό. Ο Φύστος την συνέλαβε ξανά και την έριξε σε κάποιο άλλο καταφύγιο.
Κάποιος όμως χριστιανός ονόματι Αλέξανδρος, επισκέφθηκε το πορνείο και τη φυγάδευσε δανείζοντάς της τα δικά του ρούχα. Έξαλλος ο Φύστος όταν πληροφορήθηκε το γεγονός διέταξε την άμεση σύλληψή τους. Μετά την απολογία τους διέταξε το σκληρό βασανισμό τους. Και όντως αφού τους ακρωτηρίασαν, τους άλειψαν με πίσσα και έριξαν τα σώματά τους στη φωτιά, χαρίζοντάς τους και στεφάνους του μαρτυρίου. Ήταν το έτος 313 μ.Χ.
Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και κατετέθησαν στη μονή Μαξιμίνου, όπου και ετελείτο Σύναξις αυτών.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοί, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρω, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροίς, ἰαμάτων ἐφαπλούσι μαρμαρυγᾶς, τοὶς ποθῶ ἀνακράζουσα δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πάσιν ἰάματα
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων ἔλαμψεν, ἡ ἀξιέπαινος μνήμη, ἦν πιστοί τελέσωμεν, καὶ ἀνυμνήσωμεν πιστῶς, ἐν ἐπὶ γνώσει κραυγάζοντες, Σὺ τῶν Μαρτύρων, Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Δυὰς ἡ θαυμαστή, τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων, ἐνέγκασα στερρῶς, τὴν πυρὰν τῶν βασάνων, ἐν δόξῃ παρίσταται, τῇ Τριάδι πρεσβεύουσα, χάριν ἔλεος, καὶ ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων, τοῖς τὴν ἔνδοξον, αὐτῆς γεραίρουσι μνήμην, δοθῆναι ἐν πνεύματι.