ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Άγιοι της Εκκλησίας μας δεν προέρχονται από πολιτισμένους λαούς, αλλά και από απολίτιστους και βαρβάρους. Άγιοι επίσης αναδείχτηκαν και μεγάλοι κακούργοι, οι οποίοι μετανόησαν και άλλαξαν ζωή. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και ο άγιος Βάρβαρος ο Μυροβλήτης.
Έζησε τον 9ο αιώνα και καταγόταν από τα μέρη της Αφρικής. Ήταν μεγαλόσωμος, μελαψός στην όψη και θηριώδης στο χαρακτήρα. Προφανώς το θρήσκευμά του ήταν το Ισλάμ, ή η ειδωλολατρία. Από μικρός είχε προσκολληθεί σε μια άγρια πειρατική συμμορία, η οποία έκανε επιδρομές σε παραλιακές περιοχές της μεσογείου, ληστεύοντας, λεηλατώντας και σκορπίζοντας τον τρόμο και το θάνατο, όπου περνούσαν. Συχνά λεηλατούσαν και μέρη της Ελλάδος, κύρια της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς.
Σε μια από τις εξορμήσεις της συμμορίας βρέθηκαν στο Ξηρόμερο της Ακαρνανίας και ανηφορίζοντας προς το βουνό Περγαντί, λήστευαν, σκότωναν και κατέστρεφαν τα χωριά της περιοχής. Όμως οι Ακαρνάνες, οι οποίοι φημίζονταν για την ανδρεία τους, συνασπίσθηκαν και αντέδρασαν δυναμικά. Τους έστησαν καρτέρι στο χωριό Δραγαμέστο (σημερινό Καραϊσκάκη) , όπου νίκησαν τους πειρατές και τους σκότωσαν όλους, εκτός από έναν, ο οποίος πρόλαβε και τους ξέφυγε και κρύφτηκε σε παρακείμενο αμπέλι. Για πολύ καιρό κρυβόταν στα γύρω απόκρημνα μέρη, ζώντας σαν θηρίο. Για να ζήσει συνέχισε να κλέβει και να ληστεύει τους κατοίκους, Μάλιστα οι αντίξοες συνθήκες τον έκαμαν πιο αιμοβόρο και αδίστακτο και γι’ αυτό έγινε ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής.
Όμως ο Θεός, ο Οποίος γνωρίζει τα βάθη της ψυχής μας, γνώριζε πως μέσα στα κατάβαθα της ψυχής του, έκρυβε σπίθα μετάνοιας και διάθεση σωτηρίας. Γι’ αυτό τον οδήγησε στον τόπο, όπου πράγματι βρήκε τη σωτηρία. Περιπλανώμενος στα χωριά του Ξηρομέρου, έφτασε το χωριό Τρύφος και στην τοποθεσία Νύσσα, όπου υπήρχε ναός του Αγίου Γεωργίου. Είδε τον ιερέα Ιωάννη Νικοπολίτη να μπαίνει στο ναό να λειτουργήσει και σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να τον ληστέψει, και να σκοτώσει τον ιερέα, για να μην τον προδώσει. Αλλά ώσπου να καταστρώσει το σχέδιό του ο ιερέας είχε προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Ο βάρβαρος ληστής μπήκε στο ναό, με άγριες διαθέσεις, αλλά εκεί τον περίμενε μια θαυμαστή έκπληξη. Είδε τον ευλαβή λειτουργό να στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να μην πατά στη γη, να τον λούζει ένα εκτυφλωτικό φως και να του παραστέκουν δύο φωτόμορφοι νεαροί. Μια άρρητη ευωδία είχε πληρώσει το ναό και άγγελοι έψελναν γλυκύτατες μελωδίες! Αλλά η έκπληξη συνεχίστηκε πιο θαυμαστή. Είδε ουράνια φωτεινά όντα να κατεβάζουν από τον ουρανό ένα χαριτωμένο βρέφος και να το τοποθετούν επάνω σε δίσκο στην Αγία Τράπεζα. Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων είδε έντρομος τον ιερέα να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το βρέφος και να χύνει το αίμα του σε χρυσό ποτήρι και το σώμα του να το τοποθετεί σε χρυσό δίσκο. Μετά τη Θεία Μετάληψη είδε να ανοίγει η στέγη του ναού και τα ουράνια όντα να μεταφέρουν στον ουρανό ακέραιο το βρέφος!
Το θαυμαστό αυτό φαινόμενο τον συντάραξε. Κατάλαβε ότι αυτός ο ελεεινός ληστής αξιώθηκε να γίνει θεατής θεϊκού γεγονότος, προφανώς για τη μεταστροφή και μετάνοιά του. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετανοήσει. Η καρδιά του μαλάκωσε, τα άγρια και αιμοβόρα ένστικτά του ημέρεψαν. Πίστεψε ότι η πίστη των Χριστιανών ήταν η αληθινή πίστη και πως ο ίδιος βρισκόταν σε πλάνη και σε κτηνώδη ζωή. Ώσπου να τελειώσει η Θεία Λειτουργία, αναλογίστηκε την αμαρτωλή ζωή του και άρχισε να κλαίει με γοερούς κλαυθμούς αληθινής μετάνοιας και συντριβής.
Πλησίασε έρποντας προς τον ιερέα, όπου γονατιστός μπροστά του εξομολογήθηκε τα πολλά κρίματά του, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θέλει να αλλάξει πορεία ζωής και το σπουδαιότερο να γίνει χριστιανός! Ο ταπεινός και ευλαβής π. Ιωάννης, του μίλησε με καλοσύνη και απλότητα, διαβεβαιώνοντας τον ότι ο Χριστός δέχεται όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους πλέον αμαρτωλούς, αρκεί να μετανοήσουν ειλικρινά. Πρώτη φορά άκουσε για την αγάπη του Θεού. Τα λόγια του ιερέα τον παρηγόρησαν και μαλάκωσαν τον ταραγμένο ψυχικό του κόσμο.
Αφού τον κατήχησε ο π. Ιωάννης, τον βάπτισε και τον ρώτησε πιο όνομα ήθελε να του δώσει. Εκείνος του είπε: Βάρβαρος, για να του θυμίζει τον παλιό αμαρτωλό του βίο και να βρίσκεται έτσι σε διαρκή μετάνοια. Του χάρισε και μια Αγία Γραφή, η οποία έγινε το αγαπημένο ανάγνωσμα του νεοφώτιστου. Μάλιστα γνώρισε στον ιερέα ότι ήθελε να γίνει μοναχός και να ζήσει ως ερημίτης.
Μετά από αυτό γύριζε από τόπο σε τόπο και φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του «Είμαι Χριστιανός»! Ανέβαινε στα ψηλώματα και στα βράχια και επαναλάμβανε αυτή τη φράση, να την ακούσουν όλοι! Η γοερή κραυγή του τάραζε την ησυχία της ερημιάς. Κατοικία του έκανε τις σπηλιές των γύρω βουνών και τροφή του τα αγριόχορτα. Προσευχόταν αδιάκοπα και ξενυχτούσε θρηνώντας για τον πρότερο αμαρτωλό του βίο. Σύντομα φάνηκαν τα σημάδια αγιότητας σ’ αυτόν. Η φήμη του είχε διαδοθεί στη γύρω περιοχή, όπου έτρεχαν να πάρουν την ευλογία του. Εχθροί του δεν ήταν πλέον οι άνθρωποι, αλλά οι φθονεροί δαίμονες, οι οποίοι του είχαν κηρύξει ανελέητο πόλεμο. Είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πέριξ του σπηλαίου του και δεν τον άφηνα να ησυχάσει, με τους συνεχείς θορύβους, αλαλαγμούς και ουρλιαχτά. Τον απειλούσαν και τον έβριζαν, λέγοντάς του: «γιατί μας καις; Πότε θα σταματήσεις τις προσευχές και τις νηστείες; Γιατί ήρθες εδώ στη έρημο να μας βασανίζεις;». Ο άγιος συνέχιζε με αδιαφορία τον πνευματικό του αγώνα, καθοδηγούμενος από τον π. Ιωάννη. Μάλιστα για να επιτείνει την ασκητικότητά του φόρεσε βαριές αλυσίδες, τριών πήχεων μάκρος, για να τιμήσει την Αγία Τριάδα. Τις έφερε αδιάκοπα και για έναν άλλο λόγο, να θυμάται πως με αυτές κάποτε έδενε τα αθώα θύματά του, αυτοτιμωρούμενος για τα εγκλήματά του.
Ζούσε σαν αγρίμι στα δάση, ντυμένος με κουρέλια χειμώνα καλοκαίρι. Οι κάτοικοι του Τρύφου πήγαιναν συχνά για να πάρουν την ευχή του και να τον συμβουλευτούν. Τον παρακαλούσαν να εγκατασταθεί στο χωριό, μα εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά. Στο χωριό πήγαινε όταν ήθελε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Στη σπηλιά έζησε τρία χρόνια, όπου καθάρθηκε και έγινε σαν άγγελος του Θεού. Κάποια στιγμή έλαβε την πληροφορία από το Θεό ότι ήρθε ο καιρός να αφήσει τα εγκόσμια. Μια ουράνια χαρά και αγαλλίαση πλήρωσε την ψυχή του, διότι θα αναχωρούσε για την αιωνιότητα, να συναντήσει το Σωτήρα και Λυτρωτή της ψυχής του. Ο θάνατός του υπήρξε σημαδιακός. Κάποιο πρωί βγήκε από τη σπηλιά του να συλλέξει χόρτα για το λιτό φαγητό του. Όμως στην περιοχή είχαν μεταβεί κάποιοι κυνηγοί από τη Πρέβεζα, για να κυνηγήσουν θηράματα. Διέκριναν πίσω από τους θάμνους να κινείται κάτι ζωντανό. Νομίζοντας ότι ήταν κάποιο θήραμα, το τόξευσαν. Όταν όμως πλησίασαν είδαν πως επρόκειτο για άνθρωπο. Ήταν ο όσιος Βάρβαρος, ο οποίος αξιώθηκε να τελειώσει τη ζωή του με τον τρόπο που κάποτε τέλειωνε τα θύματά του! Οι κυνηγοί πήραν το σώμα και πήγαν στο χωριό Τρύφος, να το παραδώσουν στους κατοίκους. Εκείνοι είδαν με έκπληξη ότι ήταν ο άγιος ερημίτης της περιοχής τους. Ήταν 23 Ιουνίου. Παρέλαβαν το άγιο σκήνωμα και το έθαψαν με τιμές.
Από την ίδια στιγμή άρχισαν τα θαύματα. Μια τυφλή γυναίκα, η οποία βασανίζονταν επτά χρόνια θεραπεύτηκε. Πλήθος σωματικών και ψυχικών ασθενών έτρεχαν στον τάφο του αγίου και λάμβαναν τη θεραπεία τους. Ο τάφος του αγίου έρεε για χρόνια αγιασμένο μύρο, με το οποίο χρίονταν οι πιστοί και θεραπεύονταν από αρρώστιες. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (14ος αιώνας) και ο Ιωσήφ Βρυένιος (15ος αιώνας) μας πληροφορούν πως με το μύρο αυτό έχριαν οι Βούλγαροι τους βαπτιζομένους. Ο Κων/νος Ακροπολίτης αναφέρει τη θεραπεία της κόρης του από λέπρα. Γι’ αυτό ο άγιος πήρε το όνομα μυροβλύτης.
Το λείψανο του αγίου το άρπαξε ο Βενετός αξιωματούχος Σκλαβούνος το 1571 και το μετέφερε στην Ιταλία, όπου εξαφανίστηκε. Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει στο μικρό ιταλικό χωριό San Barbaro (Άγιος Βάρβαρος). Το ιερό λείψανο είχε την τύχη πλήθους ιερών λειψάνων, τα οποία άρπαζαν οι αιρετικοί παπικοί και τα μετέφεραν στη Δύση, κάνοντας απίστευτες αγοραπωλησίες με αυτά, στους δεισιδαίμονες πιστούς τους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας χάθηκε και η αλυσίδα του αγίου, όταν οι τούρκοι κατέλαβαν το Ξηρόμερο.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Ιουνίου, με επίκεντρο το χωριό Τρύφος Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, τον ομώνυμο ναό του αγίου, όπου υπάρχει ο τάφος του.