ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιη΄. Γιαννούλα Θάνου

Στήν Τρί­πο­λη, ὁ­δός Σε­ρα­γί­ου, ἀ­ριθ­μός 13, ἔ­ζη­σε μί­α εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα Θά­νου ἀλ­λά πο­λύ θά ἀ­δι­κη­θῆ ἀ­πό τά λί­γα πού γρά­φονται καί πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­πο­δώ­σουν τήν με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­σή της. Θά μπο­ροῦ­σε νά γρα­φῆ ὁ­λό­κλη­ρο συ­να­ξά­ρι, πο­λυ­σέ­λι­δος τό­μος, μέ τούς ἀ­γῶ­νες της, τά βι­ώ­μα­τά της καί τίς πνευ­μα­τι­κές νου­θε­σί­ες της, ἀλ­λά τό­τε πού ζοῦ­σε δέν σκέ­φθη­κε κα­νείς νά κρα­τή­ση ση­μει­ώ­σεις.

Ἀ­πό τά λί­γα πού ἔ­μει­ναν στήν μνή­μη κά­ποι­ου πού λί­γο τήν γνώ­ρι­σε πρίν τριά­ντα πε­ρί­που χρό­νια, δί­δε­ται μιά ἁ­μυ­δρή εἰ­κό­να αὐ­τῆς τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ψυ­χῆς.

Γεν­νή­θη­κε στίς 22 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κα­τά τίς δι­η­γή­σεις της προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ πι­στοί οἱ γο­νεῖς της. Ἡ μά­ννα της ἰ­δι­αί­τε­ρα ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής. Τήν εἶ­χε ὡς πρό­τυ­πο στήν ζω­ή της καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ δέν φθά­νω στήν μάν­να μου».

Ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρή καί μα­γεί­ρευ­αν στό σπί­τι τους κα­λό φα­γη­τό, ὁ πα­τέ­ρας της τήν ἔ­στελ­νε νύ­χτα, κρυ­φά, κα­τά τό εὐ­αγ­γε­λι­κό «ὅ­ταν ποι­ῇς ἐ­λε­η­μο­σύ­νην μή σαλ­πί­σῃς ἔ­μπρο­σθέν σου»[1], νά πάη φα­γη­τό σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Στόν δρό­μο συ­ναντοῦ­σε σκυ­λιά ἄ­γρια πού γαύ­γι­ζαν. Αἰ­σθα­νό­ταν φό­βο ὡς μι­κρή πού ἦ­ταν, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί παίρ­νοντας δύ­να­μη ἔ­λε­γε στά σκυ­λιά: «Σούτ! Σω­πᾶ­στε. Ἐ­σεῖς στήν δου­λειά σας καί ἐ­γώ στήν δου­λειά μου». Τά σκυ­λιά, ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως, ἡ­σύ­χα­ζαν καί αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε ἥ­συ­χη τόν δρό­μο της.

Τήν πάντρε­ψαν μέ τόν Δη­μή­τριο Θά­νο. Ἀ­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διά. Εἶ­χαν με­γά­λη φτώ­χεια. Ἀ­γό­ρα­σε ρα­πτο­μη­χα­νή καί ἔρ­ρα­βε. Οἰ­κο­νο­μοῦ­σε ἀρ­κε­τά καί σι­γά–σι­γά εἶ­χαν αὐ­τάρ­κεια, ἔ­κτι­σαν καί σπί­τι. Ἦ­ταν πο­λύ ἐρ­γα­τι­κή καί πο­λύ ἐ­λε­ή­μων.

Δέν ἦ­ταν τό­σο ἡ φτώ­χεια πού τήν βά­ραι­νε ἀλ­λά οἱ δυ­σκο­λί­ες πού συ­νάντη­σε στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ πε­θε­ρά της ἦ­ταν κα­κό­τρο­πη καί δέν τήν συμ­πα­θοῦ­σε. Τήν κα­τη­γο­ροῦ­σε στόν ἄν­δρα της καί τοῦ ἔ­βα­ζε λό­για γι­ά νά τήν χτυ­πᾶ καί νά τήν κα­κο­με­τα­χει­ρί­ζε­ται. Πέ­ρα­σε δύ­σκο­λα μα­ζί της ἀλ­λά ἔ­κα­νε με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή καί δέν τήν κα­τέ­κρι­νε.

Ὁ ἄν­δρας της πω­λοῦ­σε λα­χεῖ­α καί ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν στά μα­γα­ζιά στήν πλα­τεί­α. Πολ­λές φο­ρές ἐ­πέ­στρε­φε με­θυ­σμέ­νος. Τήν ἔ­βγα­ζε ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι καί ἔ­παιρ­νε τό του­φέ­κι νά τήν του­φε­κί­ση. Ἐκεῖ­νο ὅμως πού τήν πλή­γω­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἦταν πού βλα­σφη­μοῦ­σε. Δέν τήν ἄ­φη­νε οὔ­τε νά ἀ­νά­βη τό κα­ντή­λι. Μί­α φο­ρά βλα­σφη­μοῦ­σε καί ἡ κ. Γι­αν­νού­λα προ­σευ­χό­ταν, ἔ­κλαι­γε καί ἔ­λε­γε στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή: «Κα­λύ­τε­ρα νά τόν τυ­φλώ­σης πα­ρά νά βλα­σφη­μᾶ τόν Θε­ό». Ὅ­ταν με­τά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τόν ὕ­πνο του ἦ­ταν τρο­μαγ­μέ­νος καί φώ­να­ξε τήν κυ­ρα– Γι­αν­νού­λα νά ἀ­νά­ψη τό καν­τή­λι. Κύ­ριος οἶ­δε τί συ­νέ­βη. Ἔ­κτο­τε στα­μά­τη­σε νά βλα­στη­μᾶ.

Ἀ­νέ­θρε­ψε τά παι­διά της μέ φό­βο Θε­οῦ, τά κρά­τη­σε ἀ­νε­πη­ρέ­α­στα ἀ­πό ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, ἀ­γω­νί­στη­κε καί τά ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε.

Κάποια φο­ρά μέ τίς προ­σευ­χές της σώ­θη­κε ὁ γυιός της, ὅταν ἔπεσε σέ γκρε­μό μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό του. Ἀ­πό δι­αί­σθη­ση, ὡς μη­τέ­ρα, κα­τά­λα­βε τόν κίν­δυ­νο, προ­σευ­χή­θη­κε καί ὁ Θε­ός τόν ἔ­σω­σε.

Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα στήν Κα­το­χή ἔ­σω­σε τόν ἄν­δρα της ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς. Ἤ­θε­λαν νά τόν σκο­τώ­σουν. Αὐ­τή ἔ­πε­σε γο­να­τι­στή στά πό­δια τους καί μέ λό­για καί σχή­μα­τα τα­πει­νά, ἱ­κε­τευ­τι­κά ἡ σκλη­ρό­τη­τα τῶν Γερ­μα­νῶν στρα­τι­ω­τῶν με­τα­βλή­θη­κε σέ συμ­πά­θεια.

Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τό κα­λό σκε­φτό­ταν καί τό κα­λό ἐρ­γα­ζό­ταν. Ἔ­κα­νε ἀρ­κε­τά συ­νοι­κέ­σια καί στε­φά­νω­σε πά­νω ἀ­πό δέ­κα ἀν­δρό­γυ­να. Βά­πτι­σε πολ­λά μι­κρά παι­διά. Τῆς εἶ­χε πεῖ ἡ μά­ννα της: «Ὅ­ποι­ος κά­νει (βα­πτί­σει) σα­ράντα χρι­στια­νούς σώ­ζει τήν ψυ­χή του». Καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρά τήν φτώ­χεια της εὕ­ρι­σκε μι­κρά πού ἦ­ταν ἐγ­κα­τα­­λειμ­μέ­να καί τσιγ­γα­νά­κια πα­ρα­πε­τα­μέ­να, τά βά­πτι­ζε, τά ἔντυ­νε καί με­τά τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες (δῶρα). Ἦταν πραγματική πνευματική μητέρα ἄνευ διακρίσεων. Τά βα­φτι­στι­κά της ξε­περ­νοῦ­σαν τά τριά­ντα μέ­χρι τό ἔ­τος 1980.

Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα ζοῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά. Δέν ἀ­νῆ­κε σέ συλ­λό­γους φι­λαν­θρω­πι­κούς, δέν ἤ­ξε­ρε κα­νείς τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες της. Ἔ­κα­νε φα­γη­τά, γλυ­κά καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες, σέ χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά. Μί­α φο­ρά πῆ­γε ψω­μί σέ μιά χή­ρα γυ­ναῖ­κα καί ἐ­κεί­νη ξέ­σπα­σε σέ κλά­μα­τα καί εὐ­χα­ρι­στί­ες για­τί τά παι­διά της πει­νοῦ­σαν καί δέν εἶ­χε νά τά δώ­ση ψω­μί. Πί­στεψ­ε ὅ­τι ὁ Θε­ός φώ­τι­σε τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα, για­τί πρίν ἀ­πό λί­γο στήν προ­σευ­χή της ἡ χή­ρα ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τόν Θε­ό ψω­μί γι­ά τά παι­διά της.

Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τίς φυ­λα­κές καί βο­η­θοῦ­σε τούς φυ­λα­κι­σμέ­νους στίς ἀ­νάγ­κες τους. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἔ­κα­νε ἕ­να τα­ψί κέ­ϊκ, ἔ­παιρ­νε διά­φο­ρα ἄλ­λα φα­γώ­σι­μα καί πή­γαι­νε στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο γιά νά δώ­ση χα­ρά ἀλλά καί νά κά­νη πα­ρέ­α τούς γέ­ρους. Αὐ­τό γι­νό­ταν ἀ­νελ­λι­πῶς. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί στούς τυ­φλούς. Δέν ξεκουραζόταν καθόλου. Φρόντιζε ἀσθενεῖς νά μήν τούς λείψουν τά φάρμακά τους καί ἡ ἴδια τούς ἔκανε τίς ἐνέσεις. Σπλαχνιζόταν ὅλους καί βοηθοῦσε ἰδιαίτερα τούς φυλακισμένους, τούς τυφλούς καί τούς γέρους. Μαγείρευε γιά τήν οἰκογένειά της καί ἔτρεχε στόν προφήτη Ἠλία νά καθαρίση, νά πλύνη, νά κάνη τίς ἀκολουθίες. Νέες πού εἶχαν δημιουργήσει σχέσεις μέ ἀγόρια καί δέν εἶχε καλή ἐξέλιξη ἡ σχέση τους, κατέφευγαν ἀπελπισμένες στήν κυρα–Γιαννούλα. Καλοῦσε καί τά ἀγόρια,  τούς μιλοῦσε, τούς συμφιλίωνε καί τούς ἔπειθε νά παντρευτοῦν. Πόσες φορές τίς νύχτες χτυποῦσαν τήν πόρτα της στίς 2 ἤ 3 μετά τά μεσάνυχτα καί τήν καλοῦσαν νά τρέξη νά βοηθήση ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ἤ ἑτοιμοθάνατους. Ξεπερνοῦν τούς 40 οἱ κεκοιμημένοι πού προετοίμασε ἡ κυρα–Γιαννούλα. Ποτέ δέν κλείδωνε. Τό κλειδί κρεμόταν μέσα ἀπό τό ἐξώφυλλο τοῦ παραθύρου. Ποτέ της δέν παραπονέθηκε, δέν εἶπε ὅτι κουράστηκε, δέν γόγγυξε γιά τίποτε καί γιά κανέναν. Ἦταν στήριγμα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχε ταπείνωση καί διάκριση. Ἡ εὐσπλαχνία της γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντας τήν ἔκανε νά φθάση καί σέ ἀνώτερους παράγοντες γιά νά ζητήση βοήθεια γιά νέους ἄνεργους καί οἰκογενειάρχες φτωχούς. Τά προλάβαινε ὅλα. Ἦταν πολύ ἄξια. Ἔβαζε κῆπο καί ἔδινε κηπευτικά σέ πολλούς. Τά αὐγά ἀπό τίς κότες πού εἶχε δέν τά πωλοῦσε, τά ἔδινε σέ φτωχούς. Ἔκανε χυλοπίτες τσουβάλια ὁλόκληρα καί μοίραζε σέ οἰκογένειες πού εἶχαν ἀνάγκη.

Στό χωριό πού γεννήθηκε, στό Λάβδα Θησώας μεριμνοῦσε γιά τούς πτωχούς, τούς γέρους καί τακτικά τούς ἔστελνε τρόφιμα καί ροῦχα προσεγμένα. Στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στό πανηγύρι, πήγαινε μέ ἄλλες γυναῖκες ἀπό τήν Τρίπολη νά βοηθήση καί ἔκανε ἀρτοκλασία.  

Μό­νη της ἤ μέ κά­ποι­α φί­λη της κρυ­φά καί ἀ­θό­ρυ­βα πή­γαι­νε σάν νο­σο­κό­μα κά­νοντας ἐ­νέ­σεις σέ φτω­χούς ἀρ­ρώ­στους. Βο­η­θοῦ­σε τίς γει­τό­νισ­σες στίς ἀ­νάγ­κες τους, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν καί ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν τό σπί­τι τους. Συμ­με­τεῖ­χε στά προ­βλή­μα­τά τους, σάν νά ἦ­ταν δι­κά της. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί εὕ­ρι­σκε πάντα λύ­σεις. Ἡ ἀ­γά­πη της οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά δύ­σκο­λα καί ἀ­νέ­παυ­ε τούς ἀν­θρώ­πους.

Προ­σπα­θοῦ­σε νά μήν πε­ρά­ση μέ­ρα πού νά μήν εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό κα­λω­σύ­νες, προ­σφο­ρά, θυ­σί­α καί ἀ­γά­πη. Κά­ποι­α μέ­ρα ἦ­ταν λί­γο στε­νο­χω­ρη­μέ­νη. Συ­νάντη­σε κά­ποιον γνω­στό της. Τοῦ λέ­ει: «Ἔ­λα νά σέ κε­ρά­σω. Σή­με­ρα δέν ἦρ­θε κα­νείς στό σπί­τι, δέν ἔκα­να τί­πο­τε». Ἀ­νέ­παυ­ε τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της, ἡ δέ ἀ­γά­πη της ξε­χυ­νό­ταν καί ἀγ­κά­λια­ζε τούς φτω­χούς, τούς ἀρ­ρώ­στους, τούς δυ­στυ­χι­σμέ­νους. Εἶ­χε ἔν­νοια γιά τήν οἰ­κο­γέ­νειά της ἀλ­λά καί γιά ὅλους ἐ­κεί­νους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη.

Ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἡ ζω­ή της. Κα­θη­με­ρι­νῶς πή­γαι­νε σέ να­ούς γιά νά προ­σευ­χη­θῆ καί νά ἀντλή­ση δύ­να­μη ἀ­πό τήν χά­ρη τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁγί­ων. Ἡ ἀρ­ρώ­στια τοῦ γυι­οῦ της Κωνσταντίνου τήν ἔ­κα­νε δυ­να­τή καί μέ τήν προ­σευ­χή πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν. Κά­θε μέ­ρα δι­ά­βα­ζε τήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας. Ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­το, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε τα­κτι­κά. Ἡ εὐ­λά­βειά της φαί­νε­ται καί ἀ­πό τό ἑ­ξῆς: Εἶ­χε βγά­λει ἀντι­κλεί­δια ἀ­πό ὅ­λα τά ἐ­ξωκ­κλή­σια τῆς Τρι­πό­λε­ως. Σχε­δόν κά­θε μέ­ρα ἔ­παιρ­νε τό μπου­κα­λά­κι μέ τό λά­δι στό ἕ­να χέ­ρι καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι καί πή­γαι­νε, ἄ­να­βε τά καντή­λια καί μό­νη της στήν ἐ­ρη­μιά προ­σευ­χό­ταν γι­ά πο­λ­λή ὥ­ρα.

Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα.

Ἄλ­λη φο­ρά πού πῆ­γε στόν ἅγιο Δη­μή­τριο μέ τήν Μα­ρί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη ἄ­κου­σαν ψαλ­μω­δί­ες. Νόμισαν ὅ­τι γί­νε­ται Ἑ­σπε­ρι­νός. Ἀλ­λά δέν ἦ­ταν κα­νε­ίς μέ­σα. Ἡ Μα­ρί­α ἄ­κου­σε μό­νο βή­μα­τα, ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νο­ύ­λα εἶ­δε τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο.

Πῆ­γε νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια στήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα καί προ­σευ­χό­με­νη νύ­χτω­σε. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἔ­βλε­πε τρί­α παιδάκια νά προπορεύωνται.

Κατηφορίζοντας τά βουναλάκια μέσα στίς ἐρημιές ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τά ἐξωκκλήσια ἔνιωθε τήν παρουσία Ἀγγέλων καί Ἁγίων ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὥστε νά μή φοβᾶται στό σκοτάδι. Ἔλεγε: «Σήμερα μέ ἔφερε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί ἤμουν πολύ κουρασμένη καί ἀδύναμη».

Κά­πο­τε σ᾽ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι ἄ­νοι­ξε τήν καρ­διά της καί ἐ­ξέ­χε­ε ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου τήν δέ­η­σή της, ἀ­παγ­γέλ­λο­ντας τίς θλί­ψεις της καί τά βά­σα­να τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ προ­σευ­χή της πα­ρα­τά­θη­κε μέ­χρι πού νύ­χτω­σε. Τό­τε εἶ­δε τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα τήν συ­νώ­δευ­σε στήν ἐ­ρη­μιά.

Τέ­τοι­ες ἁ­γι­ο­φά­νει­ες εἶ­χε πολ­λές στήν ζω­ή της, ἀλ­λά ποι­ός εἶ­χε τήν πρό­νοι­α τό­τε νά τίς ση­μει­ώ­ση; Αὐ­τά πα­ρα­μέ­νουν ἄ­γνω­στα κα­θώς καί οἱ προσω­πι­κοί της ἀ­γῶ­νες καί τά πολ­λά θαύ­μα­τα τῆς πρό­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ στίς δυ­σκο­λί­ες της. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς εὐ­λά­βειάς της καί τῆς ἀ­γά­πης της γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό ἀ­κό­λου­θο. Κά­πο­τε ἑ­ώρ­τα­ζε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου στό Μαν­τζα­γρᾶ. Εἶ­δε ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νού­λα ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου δέν ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νη. Μέ μιά φί­λη της ἀ­πό σπί­τι σέ σπί­τι μά­ζε­ψαν λου­λού­δια καί ἔ­κα­ναν στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν ὅ­μως γύ­ρι­σε σπί­τι της ὁ ἄν­δρας της ἦ­ταν ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος καί τήν κλεί­δω­σε ἔ­ξω. Δέν τά ἔ­χα­σε. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί κλαί­γοντας πῆ­ρε μί­α σκά­λα, ἀ­νέ­βη­κε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί πῆ­γε γιά ὕ­πνο.

Χαι­ρό­ταν νά βο­η­θᾶ ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μά της Ἐκ­κλη­σί­ες καί Μο­να­στή­ρια. Ἔ­κα­νε τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου τοῦ Καπ­πα­δό­κου στόν προ­φή­τη Ἠ­λία­ Τρι­πό­λε­ως καί τήν εἰ­κό­να τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων στό Ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πού βρί­σκε­ται στό στρα­τό­πε­δο τῆς Ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας, κα­θώς ἐ­πί­σης τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας. Βο­η­θοῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ροντας χρή­μα­τα καί προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σί­α. Ἔ­κα­νε ἐ­ρά­νους γιά τήν ἀ­νέ­γερ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ρα­φα­ήλ. Ἦ­ταν τό­τε μι­κρό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τώ­ρα ἔ­γι­νε ἐ­νο­ρί­α πού λει­τουρ­γεῖ­ται τα­κτι­κά. Ἔρ­ρα­βε κα­λύμ­μα­τα γιά τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί πε­τρα­χή­λια, καί τά ἔ­στελ­νε σέ Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἔ­στελ­νε σέ Μο­να­στή­ρια τρό­φι­μα, χρή­μα­τα ἀλ­λά καί ὀ­νό­μα­τα πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη γιά νά μνη­μο­νεύ­ωνται. Ἔκανε πολλές δωρεές σέ φτωχά προσκυνήματα, σέ ἐκ­κλη­σο­ύ­λες μι­κρῶν χω­ρι­ῶν, ὅ­που μά­θαι­νε ὅ­τι ἔ­χουν ἀ­νάγ­κες. Ἔ­στελ­νε ἱ­ε­ρά σκε­ύ­η, καμ­πά­νες, σταυ­ρο­ύς καί μό­νη της ἔρ­ρα­βε σέ μιά ρα­πτο­μη­χα­νή πα­λαι­ᾶς τε­χνο­λο­γί­ας ἀ­κό­μη καί τίς νύ­χτες κα­λύμ­μα­τα καί ἄμ­φια. Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν φτω­χά μο­να­στή­ρια, ὅ­που ἦ­ταν δυό–τρεῖς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες κα­λο­γρι­ές, τίς ὁ­ποῖ­ες βο­η­θοῦ­σε. Τό σπί­τι της ἦ­ταν κο­νά­κι τῶν μο­να­χῶν ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅ­ταν ἔρχονταν στήν πόλη γιά ἰατρικούς λόγους ἤ γιά ὑποθέσεις τους.

Ἡ κα­λή καί προ­σε­κτι­κή ζω­ή της, ἡ πί­στη, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ εὐ­λά­βεια καί ἡ προ­σευ­χή της τήν ἔ­κα­ναν χα­ρι­τω­μέ­νη. Τό πρό­σω­πό της ἦ­ταν γε­μᾶ­το χά­ρη καί φω­τει­νό. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρη ἀ­πό τήν θεί­α Χά­ρι, ὅμως ἡ με­γά­λη της τα­πεί­νω­ση σκέ­πα­ζε καί ἔ­κρυ­βε τίς ἀ­ρε­τές της.

Οἱ χρι­στια­νοί τῆς Τρι­πό­λε­ως τήν ἤ­ξε­ραν καί μέ σε­βα­σμό μι­λοῦ­σαν γι­ά τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα. Ἔ­λε­γε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Ἀντι­γό­νη Δη­μη­τρί­ου Κα­κα­βού­λη: «Ἐ­μεῖς τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα ἔ­χο­με», δη­λα­δή ὡς ὑ­πό­δειγ­μα τε­λεί­ου χρι­στια­νοῦ.

 Εἶ­χε πνευ­μα­τι­κές σχέ­σεις μέ ἱ­ε­ρεῖς καί μο­να­χές, κυ­ρί­ως τίς ἀ­δελ­φές τῆς Ἱ. Μο­νῆς πά­νω Χρέ­πας.

Τό ἔ­τος 1993 ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά προ­σκυ­νή­ση τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή καί τό ἀ­πε­φά­σι­σε με­τά ἀ­πό ἕ­να ζωντα­νό ὄ­νει­ρο–πρό­σκλη­ση. Ἔ­γρα­φε σέ γράμ­μα της: «Φέ­τος πῆ­γα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα μέ ἕ­να γκρούπ ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να. Ἦ­ταν ἕ­να με­γά­λο δῶ­ρο. Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Κλαί­ω καί εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Κύ­ριο πού μέ ἀ­ξί­ω­σε νά προ­σκυ­νή­σω τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Μέ τό μπα­στού­νι πῆ­γα καί προ­σκύ­νη­σα σέ ὅ­λα τά προ­σκυ­νή­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου».

Κά­πο­τε μί­α Σα­ρα­κο­στή τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὁ πα­πα–Δη­μή­τρης Κα­κα­βού­λης, ἀ­πό τήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταντί­νου καί Ἑ­λέ­νης (Μαντζα­γρᾶ), ἔ­κα­νε Σα­ραντα­λεί­τουρ­γο. Ἡ θεία Λει­τουρ­γί­α τε­λεί­ω­νε μέ τό φώ­τι­σμα. Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα πή­γαι­νε μέ τά πό­δια νύ­χτα ἀ­πό τήν Τρί­πο­λη στό χω­ριό. Κρα­τοῦ­σε στό ἕ­να χέ­ρι τό πρό­σφο­ρο καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι, λέ­γοντας τήν εὐ­χή. Στόν δρό­μο τήν συ­ναντοῦ­σαν σκυ­λιά, ξε­νύ­χτη­δες, με­θυ­σμέ­νοι. Ἔ­βρε­χε, χι­ό­νι­ζε, ἔ­κα­νε κρύ­ο ἀλ­λά αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη τά ἀψη­φοῦ­σε ὅ­λα καί πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ. Βο­η­θοῦ­σε στήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ά­βα­ζε καί ἔ­ψαλ­λε ὅ­σα ἤ­ξε­ρε, καί μέ τό ξη­μέ­ρω­μα, ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, γύ­ρι­ζε στό σπί­τι της γι­ά νά προ­λά­βη νά ἑ­τοι­μά­ση τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της.

Μί­α τέ­τοι­α νύ­χτα πή­γαι­νε γι­ά Λει­τουρ­γί­α. Βά­δι­ζε μό­νη της μέ­σα στήν ἐ­ρη­μιά καί ξαφ­νι­κά βλέ­πει μπρο­στά της μί­α σκι­ά ἀ­πό μί­α μαυ­ρο­φό­ρα γυ­ναῖ­κα νά προ­πο­ρεύ­ε­ται. Πί­στε­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­νι­σχύ­θη­κε καί χά­ρη­κε.

Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή πολ­λή γι­ά ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νά­γκη. Συμ­με­τεῖ­χε στόν πό­νο καί στά προ­βλή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων. Σκορ­ποῦ­σε γύ­ρω της τήν θεί­α Χά­ρι καί ἔ­δι­νε πα­ρη­γο­ριά καί ἐλ­πί­δα. Ἡ πί­στη της ἦ­ταν με­γά­λη. Ἔ­λε­γε τό «Πά­τερ ἡ­μῶν…», σταύ­ρω­νε ἀσθε­νεῖς καί γί­νονταν κα­λά. Ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας τῆς τό ἀ­πα­γό­ρευ­σε λέ­γοντας: «Κυρα–Γι­αν­νού­λα, τί εἶ­σαι ἐ­σύ; Ἱε­ρέ­ας εἶ­σαι; Αὐ­τά εἶ­ναι τῶν ἱ­ε­ρέ­ων˙ ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­σταυ­ρώ­σης!», καί στα­μά­τη­σε. Ἀλ­λά κά­πο­τε ἀρ­ρώ­στη­σε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του. Τήν δι­ά­βα­σε ὁ πα­πᾶς ἀλ­λά δέν ἔ­παυ­σαν οἱ πό­νοι, σφά­δα­ζε ἀ­πό τούς πό­νους. Ἡ κυρα–Γιαν­νού­λα βλέ­ποντάς την σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, αὐ­θόρ­μη­τα τήν σταύ­ρω­σε, προ­σευ­χή­θη­κε ἀ­πό τήν καρ­διά της καί ἀ­μέ­σως ἔγι­νε κα­λά ἡ παπαδιά. Τό­τε τῆς λέ­γει ὁ ἱε­ρέ­ας: «Κυρα– Γιαν­νού­λα, ἐσύ εἶ­σαι ἀνώ­τε­ρη ἀ­πό μέ­να˙ νά σταυ­ρώ­νης τώ­ρα ὅποι­ον θέ­λεις».

Κάποτε ἡ ἀνεψιά της Γεωργία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη γιατί ἡ μητέρα της ἦταν ἄρρωστη στήν Ἀμερική καί κινδύνευε νά πεθάνη. Τήν ἄλλη μέρα ἡ κυρα–Γιαννούλα τῆς εἶπε χαρούμενη νά μή στενοχωριέται γιατί εἶδε στόν ὕπνο της τήν Γερόντισσα Φιλοθέη τῆς πάνω Χρέπας καί τῆς εἶπε ἡ Παναγία νά πῆ στήν κυρα– Γιαννούλα ὅτι ἡ νύφη της δέν ἔχει τίποτα, θά γίνη καλά, ὅπως καί ἔγινε.

Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ὅ­λες οἱ συ­ζη­τή­σεις της πε­ρι­στρέ­φονταν γύ­ρω ἀ­πό τόν Θε­ό καί κα­τέ­λη­γαν στόν Θε­ό. Χαι­ρό­σουν νά τήν ἀκοῦς νά δι­η­γῆ­ται καί νά συμ­βου­λεύ­η. Σέ ἀνθρώπους μέ προβλήματα καί ἀδιέξοδα συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή. Σοῦ με­τέ­δι­δε μία χα­ρά καί μία ἐλ­πί­δα μέ δύ­να­μη. Ἀπέ­φευ­γε νά ἀνα­φέ­ρη τίς δυ­στυ­χί­ες πού πέ­ρα­σε γιά νά μή στε­νο­χω­ρη­θοῦν οἱ ἄλ­λοι. Ἡ θεί­α Χά­ρι ἔ­χει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα σάν τόν μα­γνή­τη νά τρα­βᾶ κοντά της ἀν­θρώ­πους. Τήν κυρα–Γιαν­νού­λα τήν ἐ­πε­σκέ­πτονταν πολ­λοί λα­ϊ­κοί καί κλη­ρι­κοί, ἀ­κό­μη καί ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες μο­να­χοί. Ἔ­φευ­γαν ὠ­φε­λη­μένοι καί ἐ­ντυ­πω­σι­α­σμέ­νοι, τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες καί τούς ἔ­βα­ζε στήν προ­σευ­χή της.

Ἐ­νῶ ζοῦ­σε καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν σάν μο­να­χή, πο­τέ της δέν σκέ­φθη­κε νά γί­νη μο­να­χή. Με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ συ­ζύ­γου της, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἀ­γόγ­γυ­στα, τοῦ ἔ­κα­νε σα­ραντα­λεί­τουρ­γο καί τά μνη­μό­συ­να. Ὅταν κά­ποι­ος τήν πα­ρώ­τρυ­νε νά πά­ρη τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα, ἀρ­νή­θη­κε ἀ­πό τα­πεί­νω­ση λέ­γοντας ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἄ­ξια.

Στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς της ἔ­με­νε μέ τήν κό­ρη της Ἑ­λέ­νη στήν Βέ­ροι­α. Ἔ­σπα­σε τό πό­δι της, ἀ­νάρ­ρω­σε καί με­τά ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κό. Στίς 16 Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 2002 ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά καί ἐ­πο­ρεύ­θη ἡ μακαρία ψυ­χή της στόν Κύ­ριο πού ἀ­γά­πη­σε ἐξ ὅ­λης καρ­δί­ας καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος της.

Φεύ­γοντας ἀ­πό τήν πρό­σκαι­ρη αὐτή ζω­ή δέν πα­ρέ­λει­ψε νά πε­ρά­ση νά χαι­ρε­τή­ση γνω­στό της ἀ­γα­πη­τό πρό­σω­πο. Εἶ­δε στόν ὕ­πνο του τήν ψυ­χή της νά ἀ­νε­βαί­νη βι­α­στι­κή καί χα­ρού­με­νη χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη τήν κοί­μη­σή της.

Αἰ­ω­νί­α της ἡ μνή­μη. Ἀ­μήν.

 

[1]. Ματθ. Ϛ΄, 2.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.

Ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿ οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δη­λα­δὴ τὸ νὰ ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θε­όν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.

 Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄  Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:

Α΄. Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέ­δρα τῆς Κυβερνήσεώς της κατασταθῶσιν ὁρι­στι­κῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ ἐπιτρέ­ψω­σιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν κα­θέ­δραν εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.

(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,

-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)

Ὅταν οἱ ὑπεύ­θυ­νοι ἐνθυ­μη­θοῦν νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τό λη­σμο­νη­μένο καί ἀνεκ­πλή­­ρω­το τάμα τοῦ Ἔθ­νους καί ἀρχίση ἡ ἀνοικο­δό­μη­ση τοῦ Ναοῦ, τά ἔσοδα ἀπό τήν διάθεση τοῦ παρόντος βι­­βλί­­ου θά διατεθοῦν γιά ἕνα λιθαράκι στό Ναό τοῦ Σω­τῆ­ρος μας Χριστοῦ.