Παρά την κόπωση, με το χαμόγελο όλους τους ανέπαυε, για όλους είχε έναν λόγο παρηγοριάς. Κάτω από την πατρική αγάπη και την παραδεισένια γλυκύτητα της μορφής του και των λόγων του κρυβόταν ο ασκητής, που ήταν εκούσια μονίμως σταυρωμένος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του το άγνωστο μέχρι τότε στον πολύ κόσμο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ πλημμύριζε με προσκυνητές από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο πρόσωπό του έβλεπαν τον άνθρωπο του Θεού, που τους ξεκούραζε, τους ξαλάφρωνε, τους εμψύχωνε, τους χάριζε ελπίδα και χαρά.
[..] Ανήμερα της Παναγίας 21 Νοεμβρίου έψαλλε, όπως πάντα, στο παρεκκλήσι της μονής. Στις 4 το απόγευμα κατά την εξομολόγηση, με το πετραχηλάκι του στο λαιμό, πέταξε σαν αγνό περιστέρι, συνοδευόμενος από τους αγαπημένους του Αγίους, τον Όσιο Δαυίδ και τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο προς τον γλυκύτατο Ιησού, Τον οποίο υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις.
Αφήγηση- επιμέλεια: Αλέξανδρος Φωτόπουλος