Ἡ ἁγία Λαβὶς στὴν Θεία Μετάληψη

Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης – Δάσκαλος
 
Ἡ ἀπαξίωση τῶν ἱερῶν, ἡ ἀσέβεια πρὸς τὰ παρακατατεθέντα ὑπὸ τῶν ἁγίων καὶ εὐσεβῶς φυλασσόμενα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὰ ὁποία ἄρχισαν ἤδη νὰ ἐπιβάλλονται ἐδῶ καὶ καιρὸ στὸν πιστὸ λαὸ ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένες καὶ λειτουργούς τοῦ Ὑψίστου, εἴτε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Καίσαρος εἴτε ἐξαιτίας τῆς οἰστρηλάτου ὁρμῆς τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ρεύματος, τὸ ὁποῖο τοὺς κατέλαβε, ἀποτελοῦν προδοσία τῆς πίστεως. Τὸ παρακάτω κείμενο προσπαθεῖ νὰ κάνει γνωστὴ ἁγιογραφικῶς καὶ ἁγιοπατερικῶς, κυρίως τὴν σημασία τῆς… χρήσεως τῆς ἁγίας λαβίδος στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. 
 
Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας στὸ πέμπτο κεφάλαιο, προφητεύει, συνταυτίζοντας τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ψάλλει τὸ ᾆσμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἀγαπημένο λαό του, τὸν Ἰσραήλ. Ἡ Ἰουδαία καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ παρομοιάζονται ἐδῶ μὲ ἀμπελῶνα ἐκλεκτό, ποὺ τὸν φύτεψε ὁ Θεὸς καὶ ὁ ὁποῖος ὅμως τιμωρήθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ τὴν διαγωγὴ ποὺ ἔδειξε διὰ τῆς ἀνυπακοῆς καὶ τὴν καταφυγὴ σὲ εἰδωλολατρικὲς θεότητες καὶ τέλος ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἐχθρούς του, τοὺς Ἀσσυρίους. Τελειώνει χωρὶς καμία παρηγορητικὴ ἐλπίδα. «Ἔρημοι καὶ τῆς ἄνω συμμαχίας καὶ τῆς κατωθεν βοηθείας ἐκδοθήσονται τοῖς πολεμίοις» (Αγ. Ι. Χρυσόστομος). 
 
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γιὰ νὰ κρίνει ἀρχικὰ τὸν βασιλιὰ τὸν πρῶτο ὑπαίτιο γι΄ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ νὰ κηρύξει πρὸς τὸ λαὸ μετάνοια καὶ σωτηρία ποὺ θὰ παρασχεθεῖ μόνο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ κλήση του ἔλαβε χώρα μέσῳ οὐράνιας ὀπτασίας, ὅπως ὁ ἴδιος ἀφηγεῖται στὸ ἕκτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του: 
 
«Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, κατὰ τὸ ὁποῖο πέθανε ὁ βασιλεὺς Ὀζίας, εἶδα σὲ ὅραμα τὸν Κύριο νὰ κάθεται ἐπάνω σὲ ἕναν θρόνο ὑψηλὸ καὶ μετέωρο· καὶ εἶδα ἀκόμη νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀπερίγραπτη δόξα ὁ ναὸς αὐτός. Γύρω ἀπὸ τὸν ἔνδοξο αὐτὸν θρόνο στέκονταν τὰ Σεραφίμ, ἔξι φτεροῦγες εἶχε τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά· μὲ τὶς δύο φτεροῦγες σκέπαζαν τελείως τὸ πρόσωπό τους, μὲ τὶς δύο ἄλλες σκέπαζαν τὰ πόδια τους καὶ μὲ τὶς δύο ἄλλες πετοῦσαν. Καὶ φώναζε δυνατὰ ὁ ἕνας ἄγγελος πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἔλεγαν· “ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ, γεμάτη εἶναι ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ὑπέρλαμπρη δόξα του”! Ἀπὸ δὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν βοὴ τῶν φωνῶν, μὲ τὶς ὁποῖες κραύγαζαν, σηκώθηκε ψηλότερα ὁ γεῖσος τοῦ ναοῦ καὶ ὅλος ὁ ναὸς γέμισε ἀπὸ καπνὸ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ εἶπα ἐγὼ τότε· “ω, ταλαίπωρος ἐγώ! Ἔχω συγκλονιστεῖ ὁλόκληρος, διότι, ἐνῷ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ ἀνάμεσα σὲ λαό, ποὺ ἔχει ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, ἰδοὺ ὅτι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸν βασιλέα καὶ Κύριο τῶν δυνάμεων”! Τότε στάλθηκε πρὸς ἐμένα ἀπὸ τὸν Κύριο ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ· καὶ εἶχε στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ὁποῖο εἶχε πάρει μὲ τὴν λαβίδα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Ἄγγιξε τὸ στόμα μου καὶ εἶπε· “ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου”. Καὶ τότε ἄκουσα τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, πού ἔλεγε· “Ποῖον νὰ ἀποστείλω; Ποιὸς θὰ πορευτεῖ πρὸς τὸν λαὸν αὐτόν; Καὶ ἐγὼ εἶπα· “ἰδού, ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ πορευθῶ· στεῖλε με, Κύριε». (Ἠσαΐας 6,1-8). 
 
Ὅταν μιλάει ὁ προφήτης γιὰ τὸν ναό, ἐννοεῖ τὸν ἐπουράνιο βεβαίως ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὰ Σεραφὶμ περικύκλωναν τὸν θρόνο. Ἐπειδὴ ὅμως μιλάει καὶ γιὰ τὸ ὑπέρθυρο (τοῦ ναοῦ), τὸ γεῖσο, περὶ καπνοῦ καὶ θυσιαστηρίου, βοὴ φωνῶν μετὰ ἀντιφωνήσεων, συνεπῶς τύπος τοῦ Οὐράνιου ναοῦ εἶναι ὁ ἐπίγειος ναός. Ὁ καπνὸς εἶναι τὸ ὁρατὸ δεῖγμα τῆς παρουσίας τοῦ ἀοράτου, φωτεινοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπροσίτου Θεοῦ, διότι ὁ καπνὸς εἶναι σκοτεινός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ φῶς. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ἡ νεφέλη (Ἐξ. 19,18 Ἰεζ. 1,13 Ἀποκάλ. 5,8). 
 
Στὸν πρῶτο στίχο λέει: «εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου». Ἐπίσης καὶ στὸν πέμπτο: «τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοίς μου». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὑπαινίσσεται πὼς εἶδε τὸν Χριστό, ὡς τὸν Κύριο «καθήμενο», στὸ χωρίο αὐτό. «ταῦτα εἶπεν Ἠσαΐας ὄτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ». (Ἰω. 21,41). Ἄρα εἶδε τὸν Θεὸ ὑπὸ μορφὴ ἀνθρώπου καὶ αὐτὸ ἐνισχύει τὴν γνώμη ὅτι ὁ «Κύριος» ἦταν ὁ Χριστός
 
Ὅμως, ὁ Ἠσαΐας, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὡς ἔχων πλήρη αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ, ἀνάμεσα στὸν ὁποῖο ζεῖ, ταλανίζει τὸν ἑαυτό του, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅποιος ἔβλεπε τὸν Κύριο, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ζήσει. «Κατανένυγμαι», λέει, δηλαδὴ μὲ ἁπλὰ λόγια: «Συμφορά μου, τί κακὸ ποὺ ἔπαθα! Χάθηκα!» καὶ κυρίως, ἐπειδὴ «ἀκάθαρτα χείλη ἔχων», δὲν μπορεῖ νὰ ἑνώσει τὴν φωνή του μὲ αὐτὴν τῶν ἀγγέλων. Παρίσταται ἀνάγκη καθάρσεώς του, τὴν ὁποία ἀναλαμβάνει ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ: «Οἱ ἅγιοι, ὅταν συμβεῖ νὰ ἀπολαύσουν κάποια μεγάλη τιμή, τότε ταπεινώνονται ἀκόμη περισσότερο», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος
 
Τώρα, μετὰ τὴν ταπεινὴ ἐξομολόγηση, ἀκολουθεῖ καὶ ἡ πλήρης συγχώρηση. Ὁ ἄγγελος πῆρε ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο κάρβουνο ἀναμμένο, «ἐν τὴ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα», ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπιασε μὲ τὸ χέρι του, «ὂν τὴ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου», «δείχνοντας τὸ σεβασμό, τὸν ὁποῖο εἶχε πρὸς τὸ θυσιαστήριο, δὲν τόλμησε νὰ τὸ ἀκουμπήσει μὲ τὸ χέρι», λέει ὁ ἅγιος Προκόπιος
 
«ἰδοὺ ἤψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ». Ὁ ἄνθρακας αὐτὸς τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ συμβολίζει τὴν θεία Κοινωνία, βρίσκεται καὶ στὴν λειτουργικὴ χρήση. 
 
Ποιὸς ὅμως ὁ συμβολισμὸς τῆς «λαβίδος»; Πῶς καὶ γιατί μεσολαβεῖ μεταξύ τοῦ ἀγγέλου καὶ τοῦ «πεπυρωμένου ἄνθρακος», ἀφοῦ τὸ ἄυλο χέρι δὲν καίγεται; Ἡ λαβίδα, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ εἶναι ἡ Παναγία, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Στὴν ὁμιλία του γιὰ τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, κατὰ παράφραση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, γράφει: «Λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πὼς οὔτε ἡ Παρθένος θὰ σταματήσει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων νὰ εὐεργετεῖ ὅλη τὴν κτίση, ὄχι μόνο τὴν δική μας, τὴν ἀνθρώπινη, ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς τάξεις τῶν ἀγγέλων. Τὸ ὅ,τι δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ ἀσώματοι μαζί μας, διὰ μέσου της Παρθένου πλησιάζουν καὶ προσεγγίζουν στὴν ἀπλησίαστη φύση τοῦ Θεοῦ, πάλι μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Ἠσαΐας. Ἐπειδὴ εἶδε ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ, ποὺ πῆρε τὸ πυρωμένο τὸ κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ὄχι μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι ἀλλὰ χρησιμοποιώντας τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία καθάρισε τὰ προφητικά του χείλη. Ἡ ἐμφάνιση δὲ αὐτὴ τῆς λαβίδας ἦταν ὅμοια μὲ τὴν καιόμενη καὶ μὴ φλεγόμενη βάτο, τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωυσῆς. Ποιὸς δὲ δὲν γνωρίζει πὼς ἡ Παρθένος εἶναι καὶ ἡ βάτος ἐκείνη καὶ ἡ λαβίδα αὐτή, ἡ ὁποία συνέλαβε τὸ «θεῖον πῦρ», δίχως νὰ καεῖ; … Λοιπὸν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ συμπεραίνουμε πὼς μόνη ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὴν κτιστὴ καὶ στὴν ἄκτιστη φύση καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει πρὸς τὸν Θεό, παρὰ διὰ μέσου αὐτῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος μεσίτη Χριστοῦ καὶ κανένα χάρισμα δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ οὔτε στοὺς ἀγγέλους οὔτε στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ διὰ μέσου αὐτῆς…». 
 
Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου! Ἡ «ἁγία Λαβὶς» συμβολίζει τὴν Παναγία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαθίσταται κατὰ περίσταση καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀπὸ «πολλὰ καὶ διάφορα κουταλάκια»! 
 
Πηγές: 1. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη Κατὰ τοὺς Ὁ΄ Ἐκδόσεις: «ΛΥΔΙΑ» 
 
2. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ, «ΜΑΡΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», Ἐκδόσεις «ΑΘΩΝΑΣ» 
 
3. Ἰωάννη Κολιτσάρα, Παλαιὰ Διαθήκη, Μετάφραση 
 
Σάββας Ἠλιάδης 
Δάσκαλος 
Κιλκίς, 18-11-2020
 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα