τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Μέσα στήν Βίβλο, καί ἐν προκειμένῳ στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐντοπίζουμε τήν παρακμή τῆς κοινωνίας στήν ἐποχή πού ἀναφέρονται ἤ γράφτηκαν τά κείμενα, πού εἶναι ὅμως σχεδόν ὁλόιδια μέ τήν σημερινή ἐποχή. Διαβάζουμε στόν προφήτη Ἡσαΐα γιά τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου: «Στρέφεται πρός τά δεξιά (νά φάγη) γιατί πεινάει∙ τρώγει καί πρός τά ἀριστερά καί δέν χορταίνει. Καθένας θά κατατρώγη τίς σάρκες τοῦ βραχίονά του» (Ἡσ.9,19 βλ. Ἱερ.19,9). Σέ ἄλλο σημεῖο: «…ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου…» (Ἡσ.9,2). Πορεύεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος στό σκοτάδι καί ἡ σκιά πού ἐπιλέγει νά πλαγιάση γιά νά ξεκουραστῆ ἀποδεικνύεται «σκιά θανάτου». Ὁ ἴδιος προφήτης ἀναφέρει: «Ἡ ἁμαρτία σιγοκαίει καί θά ἀνάψη πυρκαγιά καί θά καταφάγη, ὅπως ἡ φωτιά τό δάσος, ὅλη τήν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους» (Ἡσ.9,17). Ἀπό αὐτό ἐξάγεται ἕνα σημαντικό συμπέρασμα, ὅτι τελικά ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτή πού τιμωρεῖ τον ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ γιατί ἄλλωστε «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε» ( Σοφ.Σολ. 1,13). Οἱ βιβλικές εἰκόνες πού περιγράφουν στό ἱερό κείμενο τήν παρακμή τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ζωντανές καί ἰδιαιτέρως ἐκφραστικές. Οἱ ἄνθρωποι τελικά, ὅπως στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔτσι καί τώρα μοιάζουν ὄντως μέ «σπασμένα καλάμια» καί μέ «τρεμοσβήνοντα λυχνάρια». Ἄνθρωποι δηλαδή τραυματισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Μόνοι καί ἀβοήθητοι. Μιά ἀνθρωπότητα πού μοιάζει σάν νά μήν ἄλλαξε καθόλου ὡς πρός τα πάθη καί τίς συμπεριφορές των ἀνθρώπων.
Μέσα σέ αὐτό τό γκρίζο περιβάλλον καί τήν καταχνιά, πρίν ἀκόμα τήν Σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ ἀνθρωπότητα βλέπει ἕνα φῶς. Εἶναι προάγγελος τό φῶς αὐτό τοῦ νέου καί μεγίστου Φωτός τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι το φῶς αὐτό δέσμη φωτός, εἶναι οἱ Προφῆτες, τούς ὁποίους ἀπέστειλε ὁ Θεός γιά νά προετοιμάσουν τόν δρόμο τοῦ Μεσσία.
Τί ἔκαναν αὐτοί; Ποιό ἦταν ἀκριβῶς τό ἔργο τους; Ἔργο τους ἦταν καί εἶναι νά μεταφέρουν τά μηνύματά τοῦ Θεοῦ, καί ἔχοντας ἀυτοσυνειδησία γι’ αὐτό ξεκινοῦσαν τόν λόγο τους μέ τό «τάδε λέγει Κύριος». Μάλιστα, ἔδιναν «σημεῖα» πού δέν ἦταν μόνο λόγος, ἀλλά καί πράξεις (Ἡσ.20,1-6. Ἱερ.18,1-12), ἦταν ὅμως ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τους το σημαντικό καί καθοριστικό σημεῖο, ἀφοῦ μέ τήν ζωή τους ἀποδεικνύονταν φορεῖς τῆς γνήσιας θεϊκῆς παράδοσης. Οἱ Προφῆτες αὐτοί προλέγουν καί, ἀπό κάποια ἄποψη προκαλοῦν, τό ναυάγιο τοῦ καθημερινοῦ μέσα στό αἰώνιο. Ἔργο τους εἶναι νά ἐντοπίζουν την ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς τους καί μέ τήν βοήθεια του νά τήν θεραπεύουν. Το ἄλλο πού κάνουν εἶναι νά ἀναγγέλλουν ἕναν καινούργιο οὐρανό, μιά καινούργια γῆ, ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, μιά καινούργια ἀνθρωπότητα καί αὐτό ὄχι θεωρητικά ἀλλά ὀντολογικά.
Διδάσκουν καί μέ το πρόσωπό τους ἀκόμα, πρόσωπο στό ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένη, ἀποτυπωμένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού βιώνουν ἤδη στήν παροῦσα ζωή. Ἄς θυμηθοῦμε τό περιστατικό τῆς χήρας καί τοῦ προφήτη Ἠλία. Ἔχει μόνο λίγη τροφή γι’ αὐτήν καί το παιδί της καί το προσφέρει στόν προφήτη ἐνῷ ξέρει ὅτι μετά ἀπό αὐτό θά πεθάνη μαζί μέ το παιδί της. Τό πρόσωπο τοῦ Ἠλία δέν τῆς ἄφηνε καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ὄντως «ἄνθρωπος του Θεοῦ».
Τό ἔργο τῶν Προφητῶν εἶναι κοπιαστικό καί πολύμοχθο. Πρέπει νά σκύψουν, νά κουραστοῦν, νά λερωθοῦν καί μέ φροντίδα περισσή νά ἐπιδέσουν τά «σπασμένα καλάμια», ὅπως ἐπίσης νά προσθέσουν λάδι, ἔλεος, ἀγάπη στά λυχνάρια πού ἀπόκαμαν καί τρεμοσβήνουν. Αὐτή εἶναι ἡ ὑψίστη ἀποστολή τους.
Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τοῦ χαρίσματος πού ἔχουν, ἀκόμη δέ καί αὐτοῦ τοῦ προορατικοῦ. Πονοῦν ὅταν βλέπουν τό μελλοντικό φοβερό ἀποτέλεσμα ἐξαιτίας τῆς κοινωνικῆς σήψης. Δέν εἶναι γιά ὅλους ἄλλωστε αὐτή ἡ ἀποστολή. Τοῦς ἔπεσε ὁ «κλῆρος» γιά νά τους καταστήση ὁ Θεός Προφῆτες.
Ὅμως τώρα πρέπει νά ἀπαντηθῆ το ἑξῆς ἐρώτημα: Ὑπάρχουν σήμερα Προφῆτες; Ἀφοῦ πάντα ὑπάρχει τό ἅγιο Πνεῦμα μέσα στήν Ἐκκλησία, πάντοτε θά ἀναδεικνύωνται Προφῆτες καί Ἅγιοι. Ποῦ ζοῦν; Ζοῦν στήν ἔρημο, στά ὄρη, ἀλλά ζοῦν καί στήν ἐρημιά τῶν πόλεων. Οἱ πρῶτοι ὡς ἀναγκαῖοι φάροι στά ξερονήσια, ἀποτρέποντας ναυάγια, οἱ δεύτεροι ὡς φωτεινοί σηματοδότες πού ρυθμίζουν την κυκλοφορία, πού ξεκαθαρίζουν την πλεονάζουσα σύγχυση. Κάθε κοινωνία, καί φυσικά ἡ δική μας κοινωνία, χρειάζεται γνήσιους Προφῆτες ἀπό τούς ὁποίους δέν θά μας ἀφήση ποτέ «ὀρφανούς» ὁ Θεός.
Ὁ προφήτης ζεῖ πιθανόν δίπλα μας. Δέν διατυμπανίζει φυσικά το ἔργο καί την παρουσία του γιατί κινεῖται «ἱεροκρυφίως». Δέν ψάχνει ἀνθρώπινη ἀναγνώριση. Δέν συγκρίνεται μέ τους ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τους ἁγίους. Δέν θεωρεῖ ὅτι κάπου ὑψηλά ἔφθασε γιατί ὅσο πιό κοντά στό Θεό φθάνει τόσο ἀναγνωρίζει τήν πνευματική του πενία καί τότε ἀκριβῶς ὑψώνεται κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου ((Λκ. 18, 10-14).
Ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τόν λόγο τῶν Προφητῶν; Ὅταν ἀκούσει καί ὑιοθετήσει ὁ ἄνθρωπος τόν προφητικό λόγο, ὁδεύει πρός τήν σωστή κατεύθυνση, ὁδηγεῖται στήν πραγματική καί ὄχι στήν ἀναλώσιμη χαρά πού ἀναζητᾶ. Χαίρεται λέγει ὁ Ψαλμός, ὅπως χαίρεται ὁ ἄνθρωπος κατά τον θερισμό (Ψλ.125,6). Γεμίζει ἡ ψυχή του, εὐφραίνεται καί σκιρτᾶ ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά. Βλέπει το «φῶς το ἀληθινό» πού δέν μπορεῖ μέ τίποτα νά σκεπαστῆ καί νά κρυφτῆ.
Ὁ γνήσιος προφήτης ἔχει τέλος ἕνα χαρακτηριστικό. Γίνεται «σημεῖο ἀντιλεγόμενο». Θά ὑψωθῆ ἤ θά καταβυθιστῆ στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτόν «μέση κρίση». Μακάριος ὅποιος γνώρισε ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἀφουγκράστηκε καί ὑιοθέτησε τόν λόγο του, ὅποιος μπόρεσε νά τοῦ προσφέρη ἔστω καί ἕνα ποτήρι «ψυχροῦ ὕδατος». Οἱ προφῆτες αὐτοί εἶναι ἀναγνωρίσιμοι ἀπό ὅσους βιώνουν τήν Ἀλήθεια καί ἀπό το ὅτι δέν καλλιεργοῦν προσωπολατρία, ἀλλά ὁδηγοῦν τούς ἀνθώπους στήν ἀρχή, στήν «πανταιτία». Ὁ γνήσιος προφήτης εἶναι ἀναγνωρίσιμος γιατί σέ ξεδιψάει, σέ ξεκουράζει, σέ ἐνισχύει, σέ φωτίζει καί εἶναι αὐτό πασιφανές. Ὁ προφήτης εἶναι ἕνα συνεχές δόσιμο, μιά ἑκούσια θυσία, μιά ἀναμμένη λαμπάδα πού καίγεται κάθε μέρα καί κάθε στιγμή γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως. Ἄς ἔχουμε τά μάτια ἀνοιχτά καί τίς ψυχές μας καθαρές γιά νά τους ἀνακαλύψουμε, εἶναι σπάνιοι, ἀλλά ὑπάρχουν