Πέρασαν 19 χρόνια από την 18η Απριλίου 1994, που μπήκε στην ιστορία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού ως «η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου». Γύρω στα 300 άτομα –όλοι τους Βορειοηπειρώτες- οδηγήθηκαν στα κρατητήρια σε όλη τη χώρα, πέντε εκ των οποίων στα σκοτεινά κελιά, καταδικάζοντας τους με πολλά χρόνια κάθειρξης (η αρχική ποινή, βάσει του κατηγορητηρίου, ήταν θανατική) και όλα αυτά για να πτοήσουν τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό, την Ομόνοια, να κατηγορήσουν την Ελλάδα. Φανταστικά σενάρια ενός οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Παναγιώτης Μάρτος (ένας εκ των πέντε) περιέγραψε με μελανά χρώματα όλη την πραγματικότητα, όλα τα σενάρια, μα πιο πολύ τα βασανιστήρια και τις κακουχίες που υπέστη ο ίδιος και οι άλλοι κρατούμενοι. Παραθέτουμε ένα μέρος από το «Ημερολόγιο της Κόλασης»:
«…Κάθε ερώτηση του ανακριτή βασίζονταν σε γεγονότα από τις καταθέσεις των μπράβων και χαφιέδων. Έπρεπε να υπερασπιζόμουν και πίσω από την απάντηση μου, αποφασισμένη από την αρχή, ΟΧΙ, θα κατρακυλούσαν τα στοιχεία μου που να υπεράσπιζα αυτό το ΟΧΙ.
»Σε κάθε απρόοπτη και αλλαγή συνθηκών πρέπει να συγκρατήσεις τον εαυτό σου και να καταπνίγεις τις υποψίες, να αμφιβάλεις για όλους και για όλα, αλλά πάντα συγκρατώντας τον εαυτό σου και ελέγχοντας κάθε λόγο, λέξη και κίνησή σου γιατί από παντού σε παρακολουθούσαν στη διάρκεια ανακρίσεων. Κάθε συρτάρι και έπιπλο τριγύρω έχει στόμα, αυτιά και μάτια. Αυτό είναι μια αρχή που τη γνώριζα. Σ’ αυτόν τον λαβύρινθο της απιστίας και ψευτιάς πρέπει να είσαι μετρημένος για να νικήσει ο θρίαμβος του καλού πάνω στο κακό.
»Στη διάρκεια του μεγάλου εφιάλτη στο κελί της κόλασης, το μόνο που με αφορούσε ήταν το πως πρέπει να επιβίωνα, να άντεχα το καθετί και στο σκοτάδι έκανα τον απολογισμό της ζωής μου.
»Πρέπει ν’ αντέξω για να μάθει ο κόσμος την αλήθεια των βασανιστηρίων της “Μεγάλης Δημοκρατίας” και το πραγματικό πρόσωπο Αυτού, που μπροστά στο λαό φαίνονταν ως λυτρωτής της πατρίδας, αλλά από ώρα σε ώρα έπαιρνε τη μορφή αρκούδας Σιβηρίας, τίγρης Ασίας, Ύαινας Αφρικής και λέοντα Ισημερινού.
»Η απόφασή μου ήταν πρέπει να ζήσω για να γράψω την αλήθεια εκείνης της κόλασης που μου προγραμμάτισε ο ίδιος ο Μπερίσα, αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Γκαζιντέντε και Αγκίμ Σέχου με όλη την αχόρταγη λυκόστανη των χαφιέδων του και με έριξε στα σκοτεινά εφιαλτικά κάτεργα.
»Η απόφαση μου ήταν πρέπει να ζήσω και όταν γλυτώσω και ξεφύγω απ’ αυτό το παράλογο ερωτικό αγκάλιασμα με το θάνατο, μέσα στον οποίο προσπαθούσε να μας θάψει ζωντανούς αυτή η κλίκα, κι ας ήμουν αθώος. Αυτά τα γνώριζαν, αλλά διαμέσου εμάς των πέντε αθώων προσπαθούσαν να καταδικάσουν όλη τη μειονότητα και τον ελληνισμό.
»Πρέπει να ζήσω για να γράψω την αθωότητά μου, την αθωότητά μας, τα μαρτύριά μου, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της Δημοκρατίας- λεγόμενης Δημοκρατίας- που όλοι περιμέναμε με πόθο και ελπίδα ως δώρο του Χριστού και της Παναγιάς μας αλλά γελαστήκαμε όλοι μας.
»Πρέπει να ζήσω για να πω σε τούτον κόσμο γεμάτος απάτη και κινδύνους, την αγνή αλήθεια για την ασχημία και την αρρώστια, τη γρήγορη καταστροφή και το πραγματικό πρόσωπο, την άλλη όψη του νομίσματος, της σάπιας δημοκρατίας, του σάπιου κόσμου, που οδηγούν τούτο το μυριοπληγωμένον τόπο και μέρος στην καταστροφή, κλεψιά, δωροδοκία, απιστία και εγκλήματα από “χειρούργους” εγκληματίες που με απιστία κάθισαν στις πολυθρόνες των υπουργών, πρωθυπουργών και προέδρων.
»Μπροστά μου, στο βαθύ σκοτάδι αυτού του κελιού της κόλασης, που έτσι την ονόμασα και βάπτισα, είναι πιο χειρότερο κι από τα κατώγια που κλείναμε τα γιδοπρόβατα-λέγω πιο χειρότερα γιατί κι αυτά είχαν ένα παραθυράκι ή μια τρύπα στην πόρτα ή στο τοίχο που έμπαιναν δυο ψευτο-ηλιαχτίδες- περνούσε η σιλουέτα πότε του Μπλερίμ, πότε του Ρολάντ, και που τα βλέμματά τους πολλές φορές διασταυρώνονταν. Στ’ αφτιά μου αχούσε η έκφραση του προσώπου τους και ο βαρύς τόνος της φωνής τους όταν επαναλάμβαναν συλλαβιστά και μ’ έναν εσωτερικό ψυχικό θρίαμβο τη λέξη “κατηγορούμενε”.
»Αύτη η λέξη αιωρούνταν στο αέρα, όπου έπαιρνε μια διάσταση πραγματική, με συγκεκριμένες δυνατότητες, αποτελεσματική για το “έργο” που είχαν αναλάβει, με πολλές πιθανότητες θριάμβου, επιτυχίας και εξασφάλισης μιας ανώτερης θέσης στην δικαστική ιεραρχία. Συνάμα στα μάτια τους διάβαζα τώρα πιο καθαρά, στο μαύρο σκοτάδι, το μίσος τους που έπαιρνε από μέρα σε μέρα μια διάσταση εχθρική, επηρεασμένη αλλά και απεριόριστη, όχι μόνον για μένα κι εμάς τους πέντε, αλλά για όλη την ελληνική μειονότητα, για κάθε ελληνικό και την Ελλάδα.
»Κατάλαβα ότι εδώ τώρα αυτοί έχουν περιπλέξει ένα περίπλοκο παιχνίδι που εμάς μας έπεσε η τύχη να ήμασταν τα θύματά τους. Αυτοί θα κέρδιζαν το παιχνίδι για το οποίο ήταν πολύ σίγουροι και προχωρούσαν βέβαιοι με παλιά κόλπα και τεχνάσματα, με συμβούλους άριστους και πεπειραμένους, πρώην ασφαλίτες και στελέχη της σιγκουρίμη σ’ ένα σατανικό σχέδιο, πολύ επικίνδυνο, μπλεγμένο και βυθισμένο σ’ ένα περίτεχνο κατασκεύασμα από ψέματα και συκοφαντίες.
»Αλήθεια δεν υπήρχε. Την αλήθεια την κάλυπτε η ψευτιά και η απάτη σαν εκείνον τον κερωμένο σπάγκο που τέντωναν οι τσαρουχάδες. Η αλήθεια γι’ αυτούς ήταν μια μικρή κλωστή που κρυβότανε ή την έχουν ρίξει και συμμαζέψει βαθιά, πολύ βαθιά μέσα σε έναν πυκνοπλεγμένο μανδύα της απάτης και του έργου τους, που αυτοί την έκαναν και προετοίμασαν στο μεγάλο εργαστήριο της μαγειρικής με αρχιμάγειρα τον καθηγητή μαθηματικών στρατηγό Γκαζιντέντε. Ο στρατηγός θα είχε πολύ πείρα και από πριν από τα αδέρφια των μυστικών υπηρεσιών που η “μυστικότητα” ήταν και μένει τρόπος ζωής και οι πωλητές, με τα ψευδώνυμά τους, που με τριγύριζαν ιδιαίτερα τα δυο τελευταία χρόνια.
»Αυτούς τους ανθρώπους, που τους γνώρισα στην παρωδία της δίκης και διάβασα τα ονόματά τους στις πολυσέλιδες της κατηγορίας, ήταν σαν να θύμιζαν σ’ έναν λεπρό την αρρώστια του ή σ’ έναν άγιο τη σωτηρία του, αλλά παρ’ όλα αυτά τα μάγουλά τους ούτε κοκκίνιζαν, ούτε κοκκινίζουν. Το πρόσωπό τους έχει γίνει σαν η σόλα των παπουτσιών και φωνάζουν περισσότερο και πιο δυνατά στο εξωτερικό για ελληνισμό και Ομόνοια, κάνουν τον υπερπατριώτη.
»Φαίνεται τούτο ήταν το πρώτο σκαλοπάτι εκείνων των τρομερών βασανιστηρίων μετά τον ξυλοδαρμό και τα συνηθισμένα μαρτύρια και βασανιστήρια που ξεφωνούσαν και ούρλιαζαν, βασανιστήρια του μεσαίωνα. Τώρα αρχίζουν τα σοφιστικά μαρτύρια του εικοστού πρώτου αιώνα των σύγχρονων μεθόδων της δημοκρατίας.
»Η αποκάλυψη ήταν σφοδρή, αγνή, ολοφάνερη μπροστά στην άθλια αγνή οδύνη της, “μεγαλοπρεπής”, με πελώριες διαστάσεις, που κρύβονταν μέσα στο θανατηφόρο σκοτάδι της, σ’ αυτή την ψυχρή υπόγεια μάχη που δίνονταν ύπουλα με τις οδηγίες ανωτέρων που προσπαθούσαν να εξαντλήσουν τα σωθικά μας, το πιστεύω μας, την επιμονή και υπομονή μας, να κλέψουν την αισιοδοξία και να σπείρουν την δυσπιστία αναμεταξύ μας, με τελικό σκοπό να μας τσακίσουν. Εκεί τώρα βρισκόμουν ολομόναχος και κάπου κάπου έβλεπα ένα μάτι στο μάτι της τρίδιπλης πόρτας και στο “τετράγωνο” των δυο σιδερόπορτων. Αυτό έδειχνε ότι έξω υπήρχαν ανθρωπόμορφα κτήνη.
»Μέσα μου γιγάντωνε το μίσος και μια υπεράνθρωπη θέληση για να κρατηθώ και να είμαι προετοιμασμένος για τ’ άλλα που αυτοί σχεδίαζαν και με περίμεναν. Ήταν μια θέληση που την γεννούσε η ανάγκη. Η ανάγκη για να ζήσω και να υπερασπιστώ, να υπερασπίσω εκείνη τη βαριά κατηγορία που μου φόρτωσαν στους πλάτες μου την εσχάτη προδοσία. Ήταν η ανάγκη για να ζήσω και που μέχρι τότε κοιμόνταν μέσα μου άχρηστη, απρόσκλητη, μέχρι κείνη τη στιγμή που προσπάθησα να αυτοκτονήσω, (έκανε απεργία πείνας σ.σ.) γιατί αισθανόμουν το ένστικτο ενός κυνηγημένου ζώου που αυτοί με διάφορους τρόπους προετοίμαζαν το θάνατό μου.
»Τα μάτια και αφτιά μου τώρα ήταν στην μεγαλύτερη ένταση της ζωής μου, έτοιμα να εντοπίσουν τον πιο μικρό θόρυβο και να μετρούσα με τον τρόπο μου κάθε λέξη, κίνηση και πράξη τους, μετρώντας με τα μέτρα της γνώμης μου τις πιθανότητες κάθε πράξης και κίνησης που στηρίζονταν στα νύχια, στην πονηριά και στους μαστορικούς σατανικούς τρόπους μαρτυριών στα πλοκάμια αυτών των ανθρωποφάγων…»
Από το ημερολόγιο του Παναγιώτη Μάρτου
http://sfeva.gr/DDCC3413.el.aspx