Τοῦ Βασιλείου Χ. Στεργιούλη
Ἡ ἐσπερινὴ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Τρίτης εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλὴς στὸν λαό. Γιατὶ παρουσιάζει ζωηρὰ καὶ παραστατικὰ τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς, τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀνείκαστη ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν λυτρωτικὴ δύναμη τῆς μετανοίας, ποὺ ἀπαλλάσσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐνοχῆς.
Κεντρικὴ θέση στὴν ἀκολουθία κατέχει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ « τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύρον μύρῳ » ἁμαρτωλῆς γυναίκας στὴν οἰκία Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 7, 36-50). Περιγράφει αὐτὴ τὸν βαθύτατο ψυχικὸ συγκλονισμὸ τῆς ἁμαρτωλῆς, ποὺ τὴν ὁδήγησε νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, μόλις ἔμαθε ὅτι εἶναι σ’ αυτὸ ὁ Χριστός, νὰ σταθεῖ πίσω ἀπὸ τὰ πανάχραντα πόδια τοῦ Θεανθρώπου, νὰ τὰ καταφιλεῖ καὶ νὰ τὰ βρέχει ἀσταμάτητα μὲ τὰ δάκρυά της καὶ τὸ πολύτιμο μύρο.
Ὅλα αὐτὰ ἐξυμνεῖ περίτεχνα ἡ βυζαντινὴ ὑμνωδία. Κυρίαρχο ἆσμα της, ἐκφραστικὸ τοῦ ρεαλισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς μετανοίας εἶναι τὸ περίφημο Δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων « Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίες περιπεσοῦσα γυνὴ…». Ἀποτελεῖ αὐτὸ τὸ ἀποκαρύφωμα ὅλης τῆς ὑμνωδίας τῆς Μεγάλης Τρίτης καὶ τὸ ἐπισφράγισμά της καθὼς ψάλλεται τελευταῖο.
Οἱ δυνατὲς ἐκφράσεις τοῦ Δοξαστικοῦ ἐμφανίζουν τὴν μετανοιωμένη ἁμαρτωλὴ νὰ ὁμολογεῖ συγκλονισμένη πὼς μέσα της φωλιάζει « οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Ὁ συγκλονισμός της φθάνει σὲ δυσθέωρητα ὕψη καθὼς σκύβει νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά, ποὺ τὸν κρότο τῶν βημάτων τους ἄκουσε ἡ Εὔα τὸ δειλινὸ τῆς παρακοῆς στὸν Παράδεισο καὶ ἔντρομη ἔτρεξε νὰ κρυφτεῖ. Ἐλπίζουσα ὅμως στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κραυγάζει δεητικά: « Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου»;
Εἶναι ἀτυχὲς τὸ ὅτι ἡ δημιουργὸς αὐτοῦ τοῦ ποιητικοῦ ἀριστουργήματος, ἡ κορυφαία βυζαντινὴ ὑμνωδὸς τοῦ 9ου μ. Χ. αἰῶνος Κασσιανὴ μοναχή, ταυτίσθηκε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες της. Ὅπως ὀρθῶς παρατηρήθηκε, πρέπει νὰ μὴν ἔχει κανεὶς τὴν παραμικρὴ ἰδέα καὶ γνώση ἀπὸ Λογοτεχνία γενικά, καὶ ἀπὸ ποίηση εἰδικότερα, γιὰ νὰ ἀποδώσει τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας τοῦ ποιήματος στὴν ποιήτρια καὶ νὰ ταυτίσει ἔτσι τὴν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴν ὁσία μοναχὴ Κασσιανή, ποὺ ἔγραψε τὸ περίφημο αὐτὸ ποίημα. Πολὺ δὲ πετυχημένα ἐπισημάνθηκε πώς, ἄν δὲν δοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴν ζωὴ τῆς Κασσιανῆς ὡς ὁσίας, « πάντα θὰ πλέκουν ἀνόητα ρομάντζα, γύρω ἀπὸ τὶς λειψὲς σημειώσεις μεταγενεστέρων βυζαντινῶν χρονογράφων».
Ἡ εἰκόνα τῆς μετανοιωμένης ἁμαρτωλῆς, ποὺ προσπίπτει καὶ καταφιλεῖ δακρυρροοῦσα τὰ πανάχραντα πόδια τοῦ Θεανθρώπου, ἐμφανίζει μὲ ἐνάργεια καὶ παραστατικότητα τὸν ἠθικὸ ρεαλισμὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Φέρνει στὸν νοῦ τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς κατηγόρους μιᾶς ἄλλης ἁμαρτωλῆς γυναίκας: « Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος λίθον ἐπ’ αὐτὴν βαλέτω»( Ἰω. 8, 1-11). Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη μας τὴν ἐνθαρυντικὴ πατερικὴ ἔκφραση: « οὐ φοβερὸν τὸ πεσεῖ, ἀλλὰ τὸ κεῖσθαι τῆ πτώσει». Καθὼς καὶ τὴν εὐθαρσῆ ὁμολογία ἀρχαίου ἐκκλησιαστικοῦ ρήτορα: « κάθε φορὰ ποὺ θυμᾶμαι τὴν διήγηση αὐτή, ἔχω περισσότερη διάθεση νὰ κλάψω, παρὰ νὰ κηρύξω ἐπ’ αὐτῆς».
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς μετανοιωμένης ἁμαρτωλῆς προβάλλεται θαυμάσια μὲ τὴν δύναμη τῆς ποίησης καὶ στὴν προευχαριστιακὴ ( πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία) ζ’ εὐχὴ τῆς θείας Μεταλήψεως : « Ἥμαρτον ὑπὲρ τὴν πόρνην,/ἡ μαθοῦσα ποῦ κατάγεις, /μύρον ἐξωνησαιμένη,/ ἦλθε τολμηρῶς ἀλεῖψαι / Σου τὰς πόδας τοῦ Χριστοῦ μου,/ τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου/ Ὡς ἐκείνην οὐκ ἀπώσω,/ πρασελθοῦσαν ἐκ καρδίας,/ μηδ’ ἐμὲ βδελύξη Λόγε…»
Αὐτὴ τέλος ἡ εἰκόνα ὑπῆρξε καὶ ἀποτελεῖ πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ ποιητές, ζωγράφους καὶ ἄλλους καλλιτέχνες. Καὶ θὰ παραμείνει στοὺς αἰῶνες ἀνεξάντλητη πηγὴ ἠθικῆς ἐμπνεύσεως, παρηγοριᾶς καὶ ἐνίσχυσης γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐνοχῆς. Γιὰ καθένα ἕναν ποὺ ζητεῖ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ κάθε «μολυσμὸ σαρκὸς καὶ αἵματος».