Σαρηγιαννίδη Βασιλείου
Θεολόγου
Ἀπό τήν Ἀπιστία στήν Πίστη
To σημερινό Ευαγγέλιο έχει πολλά σημεία αξιοσημείωτα που χρήζουν προσεκτικού σχολιασμού:
Α. Η πρώτη σύναξη της Εκκλησίας.
Το βράδυ της «μιᾶς τῶν Σαββάτων», μετά τις πρώτες πληροφορίες από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του διδασκάλου και τους μαθητές (Πέτρο και Ιωάννη) που έσπευσαν να διαπιστώσουν τον κενό τάφο, η σύναξη των μαθητών στο υπερώο της Ιερουσαλήμ-που κατά την παράδοση ήταν το σπίτι της Μαρίας μητέρας του Ευαγγελιστού Μάρκου-αποτέλεσε την πρώτη Εκκλησία. Σ’ αυτή την σύναξη ήρθε ο Χριστός «τῶν θυρών κεκλεισμένων», για να πιστοποιήσει την «έγερσή» Του και να μεταδώσει στους φοβισμένους μαθητές Του την ειρήνη την δική Του, την «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν». Παρακάτω θα κάνουμε ειδική αναφορά για το περιεχόμενο αυτής της ειρήνης.
Στην σύναξη αυτή, ο Χριστός είναι παρών. Όπως είχε πεί «Οὗ γάρ εἰσί δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὂνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτών» (Ματθ. Ιη΄20).
Ο απόστολος Θωμάς όμως απουσίαζε από την σύναξη των μαθητών. Με την σημερινή γλώσσα θα λέγαμε ότι απουσίαζε από τη σύναξη των πιστών, δηλ. απουσίαζε από την Εκκλησία. Και έτσι στερήθηκε την παρουσία του Χριστού και έμεινε πνιγμένος στις αμφιβολίες και στις αγωνίες του.
Το ίδιο συμβαίνει και με όσους είναι μεν βαπτισμένοι, αλλά η ζωή τους δεν έχει οργανική σχέση με την (ευχαριστιακή) σύναξη της Εκκλησίας, την ενορία και την Θεία Ευχαριστία. Η ζωή, οι εμπειρίες και οι λόγοι των Αγίων είναι πολλές φορές γι αυτούς ένα ερωτηματικό. Δεν μπορούν να πιστέψουν πράγματα που είναι έξω από την εμπειρία τους. Οι Άγιοι του Θεού ζώντας μέσα στο Μυστήριο της Εκκλησίας, τη διαρκή παρουσία του Χριστού, ομολογούν με τη διδασκαλία και τη ζωή τους τη βασική τους εμπειρία το: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον». Αυτός ο λόγος, από άλλους είναι απορριπτικός ως εξωπραγματικός (αυτοί είναι οι άπιστοι) και από άλλους χρήζει της πρακτικής επιβεβαιώσεως: «ἐάν μή ἲδω….οὐ μή πιστεύσω» (αυτοί είναι οι δύσπιστοι).
Β. Αναζήτηση και πίστη.
Πολλοί άνθρωπο σήμερα, όπως και τότε ο Θωμάς, θέλουν να ελέγξουν με τις αισθήσεις τους και με τη λογική τους το αντικείμενο της πίστεως. Απορρίπτουν ό,τι δεν βλέπουν και ό,τι δεν καταλαβαίνουν. Αλλά, η πίστη είναι πέρα και πάνω από τη λογική. Είναι: «πραγμάτων ἒλεγχος ού βλεπομένων»(Εβρ ια΄2). Η πίστη αρχίζει εκεί που τελειώνει η εμπειρία.
Ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος, αλλά ούτε και πιστός. Για να πιστέψει, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, ήθελε επιβεβαίωση με τις αισθήσεις του και ο Χριστός δεν του την αρνήθηκε. «Μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», όταν ήσαν συγκεντρωμένοι πάλι οι μαθητές «καί ὁ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν», ήλθε ο Ιησούς και εκπλήρωσε την απαίτηση του «ἀπιστοῦντος μαθητοῦ». Ο Θωμάς εψηλάφησε τον Κύριο και πίστεψε. Η δυσπιστία του μετετράπη σε πίστη.
Οι αναζητήσεις των ανθρώπων, όταν έχουν ειλικρίνεια και τόλμη, ευλογούνται. Η τόλμη δεν εννοείται ως θρασύτητα, αλλά ως ανδρεία και αποφασιστικότητα, στην ανάληψη του ελαφρού ζυγού των εντολών του Χριστού. Η τόλμη αυτή είναι αποτέλεσμα της δυσπιστίας, που μετά από κάποιον έλεγχο, γίνεται πίστη. Τότε δημιουργεί μια αυταπάρνηση, που θεραπεύει τη νόσο της φιλαυτίας. Γίνεται πνευματική δύναμη που νικά τη σαρκική λογική.
Γ. Ο απόστολος Θωμάς, παγκόσμιος μάρτυρας της Αναστάσεως.
Για ποιούς λόγους όμως, ο απόστολος Θωμάς «κατ’ οἰκονομία Θεοῦ» απουσίαζε από τον κύκλο των μαθητών, όταν για πρώτη φορά τους επισκέφτηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του; Πάντοτε υπάρχει η Πρόνοια του Θεού, η οποία χρησιμοποιεί κατάλληλα την προσωπική ιστορία του καθενός μας, για να επιτύχει το σχέδιο του Θεού. Στην περίπτωση αυτή ο Θεός, χρησιμοποιεί τη δυσπιστία του Θωμά για να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η Ανάσταση του Χριστού από κανένα. Η ψηλάφησή του Θωμά και η μαρτυρία του αποκτούν παγκόσμιες διαστάσεις. Ο Θωμάς γίνεται ο παγκόσμιος μάρτυρας της Αναστάσεως. Παίρνει τη θέση κάθε μελλοντικού αμφισβητία. Έτσι στο μέλλον οι «πιστεύσαντες» δεν χρειάζεται να είναι και «ἰδόντες». Ο Θωμάς είδε και εψηλάφησε γι αυτούς.
Ένας άλλος λόγος που αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως «ερμηνεία» για την απουσία του Θωμά από τη σύναξη των μαθητών, που δέχτηκαν την πρώτη εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού, είναι ότι ο Θωμάς ήταν ανέτοιμος ψυχικά να δεχτεί την παρουσία του Αναστημένου Χριστού. Είχε ανάγκη ψυχικής προπαρασκευής, η οποία συντελέστηκε την εβδομάδα που μεσολάβησε. Το «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», που άκουσε από τους άλλους μαθητές και οι συζητήσεις που είχε μαζί τους, προετοίμασαν το έδαφος της ψυχής του και τον κατέστησαν ικανό να γίνει μάρτυρας της Αναστάσεως.
Το ίδιο έγινε και με τη Μαρία την Μαγδαληνή, όταν ο Κύριος την εμπόδισε να Τον ακουμπήσει λέγοντάς της: «Μή μου ἃπτου». Οι σχολιαστές των Ευαγγελίων, ερμηνεύοντας αυτή την συμπεριφορά του Κυρίου λένε, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε ακόμα «γήϊνο φρόνημα»-χαρακτηριστικά χρησιμοποιούν την φράση «εἰσέτι πρόσγεια φρονεῖν»- και δεν μπορούσε να καταλάβει το Μυστήριο της Αναστάσεως. Όχι βεβαίως ότι ο Χριστός ήταν ακόμα άσαρκος και δεν επέτρεψε να Τον ακουμπήσει η Μαρία η Μαγδαληνή.
Δ. Γιατί ο Αναστημένος Χριστός δεν εμφανίστηκε στους αρνητές Του.
Στην κοινή λογική γεννιέται ένα εύλογο ερώτημα: γιατί ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του εμφανίστηκε μόνο στους μαθητές Του, στις μυροφόρες και τέλος σε 500 από αυτούς που τον αποδέχονταν ; Δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί στους «σταυρωτές» Του, στους Αρχιερείς, Γραμματείς και σε όσους είχαν συμβάλλει στη Σταύρωσή Του; Δεν θα αποδεικνυόταν έτσι περίτρανα η θεότητά Του; Η απάντηση είναι ότι : ακριβώς αυτό ήθελε να αποφύγει ο Χριστός, δηλαδή τον «εντυπωσιασμό» των ακροατών, λόγω κάποιου θαύματος και ως εκ τούτου τον «πειθαναγκασμό» τους να πιστέψουν στην Θεότητά Του. Δεν εμφανίστηκε σ’ αυτούς που δεν ήταν διατεθειμένοι να τον πιστέψουν. Δεν θέλησε να τους αναγκάσει να τον πιστέψουν. Δεν θέλησε να κάνει μπροστά τους ένα φοβερό θαύμα (όπως αυτό της Αναστάσεώς Του), ώστε να παραβιάσει την ελευθερία τους.
Ομοίως, θα μπορούσε να το κάνει πάνω στο Σταυρό (δηλ. να κατέβει θαυματουργικά από τον Σταυρό), όπως του ζητούσαν οι σταυρωτές του και ο ένας από τους ληστές. Ένα εντυπωσιακό θαύμα επίσης αρνήθηκε να κάνει, όπως του ζητούσε ο διάβολος στο δεύτερο πειρασμό του, όταν τον ανέβασε επάνω στο «πτερύγιο» (δηλαδή στο πιο υψηλό μέρος του Ναού των Ιεροσολύμων). Του ζήτησε να πέσει κάτω από εκεί ψηλά, για να Τον αρπάξουν οι άγγελοι, «ἳνα μη προσκρούσῃ προς λίθον τον πόδα του»
[Σημείωση: Ακριβώς τον πειθαναγκασμό των ανθρώπων και την παραβίαση της ελεύθερης θέλησής τους προσπάθησε να αποφύγει ο Χριστός όταν γεννήθηκε τόσο ταπεινά και αθόρυβα στην ασήμαντη πολίχνη της Βηθλεέμ. Αν κατέβαινε με θεϊκή δόξα και δύναμη, με αγγέλους να τον υπηρετούν, δεν θα εξανάγκαζε τους ανθρώπους να τον πιστέψουν; Τι αξία τότε θα είχε η πίστη τους; Θα ήταν σχεδόν υποχρεωτική. Αντίθετα έγινε άνθρωπος όμοιος με τους άλλους, μίλησε την γλώσσα τους, έζησε τη ζωή τους, τους έδωσε αγάπη και παράδειγμα και τους ζήτησε να Τον μιμηθούν μόνο από αγάπη και φιλότιμό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλησε να κάνει φανατικούς οπαδούς. Όσοι τον ακολουθούν, θέλει να τον ακολουθούν από αγάπη και ελεύθερα.]
Ε. Η παρουσία του Χριστού κρίνει τον κόσμο.
Όπως είχε προφητεύσει ο Θεοδόχος Συμεών, ότι: «ἰδοῦ, οὗτος κείται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β΄ 34) δηλ.ότι η παρουσία του Χριστού έμελλε να διχάσει τον κόσμο. μΓιά άλλους θα ήταν σωτηρία (όσοι Τον πίστευαν ως Σωτήρα και Λυτρωτή) και για άλλους θα ήταν κατάπτωση (όσοι δεν μπόρεσαν να τον δεχθούν έτσι και Τον απέρριωαν) όπως οι άρχοντες του Ισραήλ. για τους Χριστιανούς ο Χριστός είναι , όπως Τον περιγράφουν οι υμνογράφοι, το «ἂκρον ἐφετόν» δηλ. το πιο ποθητό, το πιο αγαπημένο πρόσωπο γι’ όσους, είναι καθαροί στη καρδιά, Τον πιστεύουν και Τον ακολουθούν. Αντίθετα, για τους μη καθαρούς, τους εμπαθείς, τους δολίους και τους κάθε είδους ειδωλολάτρες, η παρουσία του είναι έλεγχος και κόλαση.
Η φιλανθρωπία του Χριστού απέκρυψε το πραγματικό θεανθρώπινο πρόσωπό Του από τους διώκτες και σταυρωτές Του, γιατί το φως Του θα τους κατέκαιε. Αυτή η κρίση και η κόλαση θα είναι αποτέλεσμα της ένδοξης Δευτέρας Παρουσίας του.
ΣΤ. Εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον.
Οι μαθητές ήταν κλεισμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» στο υπερώον της Ιερουσαλήμ. Η αναπάντεχη εμφάνιση του Χριστού «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» είναι φυσικό να αλλάζει τελείως τα δεδομένα. Η ελπίδα της αναστάσεως, που έφεραν οι μυροφόρες το πρωί και ο άδειος τάφος που αντίκρυσαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης που έσπευσαν στο μνημείο, γίνεται τώρα βεβαιότητα. Ναι ο Κύριος αναστήθηκε και είναι ολοζώντανος εμπρός τους. Αυτή η ανεκλάλητη χαρά διαποτίζει στο εξής τους μαθητές, που σπεύδουν να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεως στα πέρατα του κόσμου. Οι πρώην φοβισμένοι, ως λαγοί, που κρύβονται από φόβο μην τους ανακαλύψουν και τους σκοτώσουν οι Ιουδαίοι, γίνονται τώρα ατρόμητοι ως λέοντες. Αψηφούν κάθε δυσκολία που οφείλεται, αφ’ ενός στην φτώχεια τους, στην αγραμματοσύνη τους, στην αδυναμία τους, στην έλλειψη μέσων κ.λπ. Αφ’ ετέρου ότι, πρέπει να τα βάλουν με τους ισχυρούς της γης αλλά και με τις δυνάμεις του κακού. Η βεβαιότητα της Αναστάσεως, τους στέλνει πιά στα πέρατα της Οικουμένης να φέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα της νίκης κατά του θανάτου. Να «μαθητεύσουν πάντα τά ἒθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὂνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» διδάσκοντες αυτούς να τηρούν τις εντολές του Χριστού («όσα ενετειλάμην»). Αρχίζει τώρα μια νέα εποχή. Εποχή χάριτος, εποχή «καταλαγῆς» της ανθρωπότητος με τον Θεό, εποχή αγάπης και συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εποχή εξαπλώσεως και επικρατήσεως της Βασιλείας του Θεού.
Ζ. «Εἰρήνη ὑμῖν»
Δεν είναι συμπτωματικό ότι οι πρώτες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του Κυρίου στην πρώτη εμφάνιση τους μαθητές μετά την Ανάστασή Του είναι τα λόγια «εἰρήνη ὑμῖν». Δεν πρόκειται μόνον για τον τυπικό χαιρετισμό των Εβραίων «Shalom». Στο στόμα του Χριστού ο χαιρετισμός αυτός παίρνει άλλες διαστάσεις καί άλλο περιεχόμενο. Παίρνει νέο χριστιανικό νόημα.
Άλλωστε πριν το Πάθος Του ο Κύριος είχε μιλήσει σχετικά στο ίδιο θέμα: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν. Οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ΄ 27).
Άλλη η ειρήνη του κόσμου και άλλη η ειρήνη του Χριστού. Για τον κόσμο ειρήνη σημαίνει «μη πόλεμος», δηλ. την προσωρινή διακοπή του πολέμου. Μια προσωρινή διακοπή, γιατί ο πόλεμος, ακόμα και αν δεν γίνονται αιματηρές συγκρούσεις, εκφράζει την συνηθισμένη κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας. Καθολική ειρήνη, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Υφηλίου, δεν γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα στην Ιστορία. Για πολλούς ειρήνη σημαίνει απλώς προετοιμασία για πόλεμο. Κανείς δεν πιστεύει σε μόνιμη και διαρκή ειρήνη.
Όταν ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος έλεγε το «πόλεμος πάντων πατήρ», δεν εννοούσε μόνο τις μεταξύ κρατών συγκρούσεις, αλλά μια μόνιμη κατάσταση πολέμου και έχθρας, που καταδυναστεύει , διαρκώς και ασταμάτητα μέσα στους αιώνες, όλη την ανθρωπότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ ατόμων, κοινωνιών και κρατών, εκφράζει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την «πεπτωκυία» κατάσταση της ανθρωπότητας, μετά το «προπατορικό αμάρτημα».
Ο Χριστός όμως, δίνει με τον αναστάσιμο χαιρετισμό του, μια άλλη διάσταση στην έννοια της ειρήνης. Στέκεται ανάμεσα στους μαθητές του και δίνει την δική Του ειρήνη. Γίνεται το κέντρο τους, το κοινό σημείο επαφής τους. Γίνεται ο ίδιος ειρήνη, που τους ενώνει σε μια νέα κοινωνία ειρήνης. Γίνεται ο «Ἂρχων τῆς εἰρήνης» (Ησ. Θ΄6). Πώς συμβαίνει αυτό; Διότι με την σάρκωσή Του ο Χριστός συνέδεσε και συμφιλίωσε την ανθρωπότητα με το Θεό. Ο Χριστός προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, συνδέεται μέσω αυτής με όλους τους ανθρώπους και συγχρόνως συνδέει και ενώνει όλους τους ανθρώπους μεταξύ τους. Γιατί όλοι οι άνθρωποι συναντώμεθα στην δική του «αναμάρτητη» ανθρώπινη φύση. Είναι όμως συγχρόνως και Θεός. Έτσι συνδέει και το Θεό με την ανθρωπότητα.
Η ειρήνη που έφερε στον κόσμο ο Χριστός δεν είναι απλώς μια «συμφιλίωση λαών και ανθρώπων», αλλά κάτι αφάνταστα μεγαλύτερο από αυτό. Είναι πρώτα ειρήνη της ανθρωπότητας με το Θεό, η κατακόρυφη διάσταση. Εκφράζει αυτό που λέει ο ιερός ψαλμωδός «ἣπλωσε τάς παλάμας καί ἣνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», δηλ. επανασυνέδεσε τον Θεό με τον Άνθρωπο. Η οριζόντια διάσταση είναι η ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Έτσι στο πρόσωπο του Χριστού, ενώνονται οι άνθρωπο μεταξύ τους και ενώνονται και με το Θεό.
Όπως τότε συνέβη με τους μαθητές Του, μετά την Ανάσταση, έτσι και πάντοτε μέσα στο σώμα Του, στην Εκκλησία Του, ο Χριστός στέκεται στο μέσον, ανάμεσά μας. Είναι το σταθερό αμετακίνητο σημείο της πανανθρώπινης ενότητας, αλλά συγχρόνως, εγγύηση της αναστάσεώς μας και της θεώσεώς μας. Ο αναστάς Χριστός είναι το κέντρο της ζωής και της Εκκλησίας. Συγχρόνως όμως είναι και ο χορηγός του Αγίου Πνεύματος, που διακρατεί όλους τους πιστούς, τα μέλη της Εκκλησίας ενωμένους και αδελφωμένους «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης».
Σημείωση: Παρενθετικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, χωρίς Άγιο Πνεύμα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε διαρκή και μόνιμη ειρήνη, πραγματική συμφιλίωση των λαών και αληθινή Παγκοσμιοποίηση. Μόνο «εν Αγίω Πνεύματι» θα μπορέσει να γίνει αληθινή παγκοσμιοποίση, που θα είναι ουσιαστικά «εκκλησιοποίηση» της ανθρωπότητας, δηλ. ένωση όλου του κόσμου στο σώμα του Χριστού. Μια ποίμνη και εις πομήν: Ο Χριστός. Οποιαδήποτε άλλη παγκοσμιοποίηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, διότι θα περιέχει ανθρώπους με πάθη και επομένως με το μικρόβιο της διαιρέσεως.
Η. Άφεση αμαρτιών.
«Λάβετε Πνεῦμα Ἃγιον. Ἂν τινων αφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς∙ ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. κ′ 22,23). Με τα λόγια αυτά ο Κύριος δίνει το χάρισμα και το προνόμιον στούς μαθητές του και δι’ αυτών σέ όλους τους διαδόχους των όλων των εποχών «τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας» δηλ. να συγχωρούν ή να μήν συγχωρούν αμαρτίες. ¨Οσες συγχωρούν αυτοί, είναι συγχωρεμένες και για τον Θεό. ¨Οσες δεν συγχωρέσουν, θα παραμείνουν ασυγχώρητες εις τον αιώνα.
Μέχρι τώρα είχαμε δεί, ότι μόνο ο Χριστός συγχωρούσε αμαρτίες, πράγμα που σκανδάλιζε αφάνταστα τους Ιουδαίους, αυτούς βεβαίως που αμφισβητούσαν την Θεότητά Του. Τώρα ο Κύριος δίνει και στους μαθητές Του αυτό το χάρισμα. Τα λόγια Του αυτά «Ἂν τινων αφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς∙ ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται», αποτελούν την σύσταση του Μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως. Μας εισάγουν σε μια νέα εποχή σχέσεων Θεού και Ανθρώπου, σε εποχή χάριτος. Η αμαρτία πλέον δεν έχει μόνιμα διαχρονικά αρνητικά αποτελέσματα. Είναι διορθώσιμη. Την διορθώνει η συνεργασία Θεού και ανθρώπου. Η χάρη του Θεού από την μια πλευρά και η μετάνοια του ανθρώπου από την άλλη. Έτσι το αποτέλεσμα της αμαρτίας, το κακό, δεν διαιωνίζεται, σταματάει. Και ο πεσμένος, λόγω της αμαρτίας άνθρωπος, δεν παραμένει στην πτώση του. Μετανοεί, σηκώνεται, συγχωρείται, ανακαινίζεται με την χάρη του Θεού και «καινούργιος» πια συνεχίζει τη ζωή του μέσα στη Βασιλεία του Θεού.
Η συγγνώμη αυτή που παρέχει ο Θεός, ιδίως για μεγάλες αμαρτίες και εγκλήματα, είναι ένα μυστήριο που δεν μπορεί εύκολα ο εμπαθής και χωρίς «Θείο φωτισμό» άνθρωπος να καταλάβει. Καμμιά αμαρτία δεν μπορεί να σταθεί μέσα στο πέλαγος της Αγάπης του Θεού. Χρειάζεται όμως, πολύ ταπείνωση και υπακοή στο Θεό, για να δεχθεί ο εμπαθής άνθρωπος ότι η απέραντη αγάπη του Θεού μπορεί να εξαλείψει οποιαδήποτε αμαρτία.
Σε ποιές περιπτώσεις όμως οι αμαρτίες «κρατούνται» και δεν συγχωρούνται; Όταν ο πνευματικός διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει διάθεση μετανοίας. Στην περίπτωση που ο εξομολογούμενος δεν έχει την ωριμότητα να καταλάβει το βάθος της αμαρτίας του και την άσχημη-λόγω της αμαρτίας- πνευματική του κατάσταση, τότε ο πνευματικός «οικονομεί» την περίπτωσή του και του δίνει χρόνο να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της αμαρτίας του. Γι αυτό συνήθως αναβάλλει την παροχή αφέσεως για ευθετότερο χρόνο.
Και ενώ όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων εξαφανίζονται μέσα στο πέλαγος του θείου ελέους, υπάρχει μια αμαρτία, που κατά την μαρτυρία του ίδιου του Κυρίου, δεν θα συγχωρεθεί ποτέ: «δια τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία, οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. ιβ′ 31 και Πρβλ. Πραξ.ζ′ 51). Η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, η οποία θα παραμείνει ασυγχώρητη, είναι το να αποδίδει κανείς από εσωτερική πόρωση, τις πασιφανείς ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, εις «το πονηρό πνεύμα». Η δυσφήμιση του Αγίου Πνεύματος (αυτό σημαίνει βλασφημία) προκαλείται από τέτοια κακία και πόρωση, ώστε να δημιουργεί αμετανοησία. Ενώ η δυσφήμηση του Χριστού, που υπήρξε και άνθρωπος, μπορεί να προέλθει από κακή κατανόηση του έργου του Χριστού, η οποία κάτω από ορισμένες ιδιαίτερες συγκυρίες, μπορεί να ανατραπεί. Τότε είναι δυνατόν, ο συγκεκριμένος άνθρωπος να μετανοήσει και να σωθεί. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Απόστολος Παύλος.
Κάτι άλλο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι ο Προτεσταντικός κόσμος, επειδή απορρίπτει συλλήβδην την Ιερά Παράδοση, έχει απορρίψει και το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Και ενώ ισχυρίζονται ότι πιστεύουν μόνον ότι είναι γραμμένο (sola scripta), παρερμηνεύουν το σαφέστατο αυτό χωρίο (Ιωαν. κ’ 22,23) και στερούν από τους πιστούς τους μια εκπληκτική δυνατότητα ψυχικής ιάσεως και πνευματικής προόδου. Ο βαθύτερος λόγος είναι ότι ίσως επεδίωξαν πνευματική απεξάρτηση από το ιερατείο της Καθολικής Εκκλησίας, με το οποίο τους συνέδεε η ιερά εξομολόγηση. Έτσι, παρέβλεψαν το προφανές γεγονός ότι και η Αγία Γραφή (δηλαδή τα γραπτά κείμενα της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης) είναι ένα μικρό μέρος της συνολικής Ιεράς Παραδόσεως.
Θ. Δυσπιστία και έρευνα
Ο απόστολος Θωμάς, όπως είπαμε προηγουμένως ήταν ένας άνθρωπος προσγειωμένος. Δεν ήταν άπιστος αλλά καλοπροαίρετα δύσπιστος. Οι πατέρες μιλούν για την «καλή απιστία» του Θωμά. Έκανε ό,τι θα έκανε ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος. Ζήτησε να ερευνήσει την Ανάσταση και να βεβαιωθεί με απτές αποδείξεις. Άλλωστε, η Ανάσταση ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός στην Ιστορία και εκ των πραγμάτων ένα μεγάλο μυστήριο, που δεν μπορεί να το προσεγγίσει κανείς εύκολα χωρίς προϋποθέσεις.
Ο απόστολος Θωμάς ζήτησε και προσπάθησε να ερευνήσει την Ανάσταση, στο μέτρο του δυνατού. Ο Κύριος συγκατατέθηκε σε αυτή την έρευνα και του προσφέρθηκε να Τον ψηλαφήσει λέγοντας: «Φέρε τον δάκτυλόν σου ὦδε καί ἲδε τάς χείρας μου καί φέρε τήν χεῖραν σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἂπιστος ἀλλά πιστός». Από αυτό το γεγονός εξάγουμε δύο συμπεράσματα:
1. Η έρευνα επιτρέπεται στους καλοπροαίρετους και στο μέτρο του εφικτού. Διότι υπάρχουν θέματα (π.χ το τριαδικό δόγμα) που δεν επιδέχονται έρευνα. Πάντοντε, η Ανατολική Εκκλησία προέτρεπε σε έρευνα τους πιστούς με το «’Ερευνᾶτε τάς γραφάς» (Ιωαν ε’ 39). Το αντίθετο «Πίστευε και μή ερεύνα» (*) είναι δυτικό κατασκεύασμα και δεν γνωρίζουμε υπό ποιές συνθήκες ελέχθη.
2. Η όλη συμπεριφορά του Κυρίου προς τον Θωμά (παραχώρηση ψηλαφήσεως) αλλά και προς τους άλλους μαθητές σε άλλες περιπτώσεις (π.χ «μη και υμείς θέλετε υπάγειν; όταν τους μίλαγε ότι πρέπει να τρώγουν το σώμα Του και να πίνουν το αίμα Του») δείχνει ότι ο Χριστός δεν έχει κάνει πλύση εγκεφάλου στους μαθητές του. Δεν θέλει τυφλούς και φανατικούς οπαδούς αλλά ελεύθερους και σκεπτόμενους ανθρώπους. Δεν θέλει ευσεβείς σκλάβους, αλλά ελεύθερους, λεβέντες και φιλότιμους μαθητές. Ζητάει να τον πιστεύουν και να τον ακολουθούν ελεύθερα, από αγάπη και από φιλότιμο.
(*) Το «Πίστευε και μή ερεύνα» διατυπώθηκε στην λεγομένη «Αφρικανική Σχολή περί τα τέλη του 2ου μ.Χ αιώνος, πιθανότατα υπό του Τερτυλιανού. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της ήσαν ο Τερτυλιανός, ο Κυπριανός και ο Λακτάντιος. Αυτοί δίδασκαν ότι ο Χριστιανισμός ως θρησκεία θείας αποκαλύψεως δεν έχει ανάγκη έρευνας, γι’ αυτό και συνιστούσαν το «Πίστευε και μή ερεύνα». Ο Τερτυλιανός έλεγε χαρακτηριστικά: «Credo, quia adsurdum est» δηλ. «Πιστεύω, επειδή είναι παράλογο». Εδώ βεβαίως ως «παράλογο» εννοεί το «υπέρλογο» δηλ. πιστεύουμε κάτι που δεν μπορούμε να αποδείξουμε και μας ξεπερνάει.