Ἀρχιμ. Μαξίμου Κυρίτση
Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσίου Διονυσίου ἐν Ὀλύμπῳ
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, γνήσιος ἀπόγονος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας στηριζόμενος στούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες. Ἡ διδασκαλία του ἀπορρέει ἀπό τόν ἀσκητικό του βίο, ἀπό τήν ἀμεσότητα προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, διά τῶν μυστηρίων καί τῆς προσευχῆς καί ἀπό τήν βαθυτάτην θύραθεν καί θεολογική γνώση πού ἀπέκτησε μέ τόν ἀπέραντο καί σπανίας δεκτικότητος καί συστηματικότητος χαρισματικό νοῦ του· λέγεται ὅτι τό 85% τῶν ἀναγνωσμάτων του τά συγκρατοῦσε μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Ἔχοντας αὐτά τά βασικά στοιχεῖα καί τίς πνευματικές προϋποθέσεις, ὡς φυσικά καί πνευματικά ἀποκτήματα, ἔγραψε συγγράμματα πού ἐμπνέουν στόν ἀναγνώστη πλήρη ἐμπιστοσύνη, περί τῆς βαθειᾶς θεολογικῆς ἐμπειρίας καί τοῦ χαρίζουν τή δυνατότητα νά γνωρίση ὅλο τόν πλοῦτο τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, συστηματοποιημένο καί ἐμπλουτισμένο μέ προσωπικά καί ἐμπειρικά σχόλια, πρωτοφανοῦς εὐστοχίας καί σπανίας διεισδυτικότητος. Οἱ ὀρθόδοξες θέσεις του εἶναι ξεκάθαρες, παρ᾿ ὅλες τίς ἀντίξοες συνθῆκες μέσα στίς ὁποῖες ἔζησε καί παρ΄ ὅλα τά διάφορα ἀντορθόδοξα δυτικά ρεύματα πού κυκλοφοροῦσαν στήν ἐποχή του.
Ἀλλά καί ἡ στάση του ἀπέναντι στούς αἱρετικούς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι χαρακτηριστική καί ἐμφορεῖται ἀπό τό πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τό θέμα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, πού μοῦ ἀνετέθη νά παρουσιάσω στό παρόν συνέδριο, ὁ ἅγιος Νικόδημος κάνει ἐκτενέστατα σχόλια, στηριζόμενος στούς ἑξῆς Κανόνες : 1) στόν μστ΄ (46) τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 2) στόν ζ΄ (7) τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 3) στόν ε΄ (95) τῆς ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
- Ὁ 46ος Ἀποστολικός Κανών λέγει ἐπί λέξει τά ἑξῆς : «Ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἤ θυσίαν, καθερεῖσθαι προστάσσομεν, τίς γάρ συμφώνησις Χριστοῦ πρός βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινόν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν σχολιάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφερόμενος στήν Σύνοδο τῶν ὀγδόντα τεσσάρων ἐπισκόπων της, ὑπό τόν ἐπίσκοπον Καρχηδόνος Κυπριανόν, ἡ ὁποία ἐξέδωσε κανόνες ἀναλόγους πρός τόν παραπάνω ἀποστολικόν, γιατί δέν ὑπάρχουν πολλά βαπτίσματα. Σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό ρητό «Εἷς Κύριος, μία Πίστις ἕν Βάπτισμα», οἱ αἱρετικοί ἐφ᾿ ὅσον δέν εἶναι μέσα στήν ἀληθινή πίστη τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ἔχουν ἀληθινό Βάπτισμα. Ἄν εἶναι ἀληθινό τό Βάπτισμα καί τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ἀληθινό καί τῶν Ὀρθοδόξων, τότε δέν θά ἔχωμε ἕν Βάπτισμα, καθώς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, «ὅπερ ἀτοπώτατον». Αὐτῆς τῆς Συνόδου τόν κανόνα «ἐπεσφράγισε» καί ἡ ἕκτη Οἰκουμενική, μέ τόν β΄ κανόνα της, ὁπότε ὁ περί οὗ ὁ λόγος κανών, ἀπό κανών τοπικῆς γίνεται κανών Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά καί ὁ Φιρμιλιανός πού ἐχρημάτισε ἔξαρχος στήν Σύνοδο τοῦ Ἰκονίου καί τόν ὁποῖον ὁ Μ. Βασίλειος στόν α΄ κανόνα τόν ὀνομάζει «ἰδικόν του», ὡς Ἐπίσκοπον Καισαρείας ἀκυρώνει καί ἀπορρίπτει τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Δέν εἶναι δυνατόν», λέγει «νά ἰσχυρισθῆ ἤ νά πιστεύση κανείς ὅτι μόνον ἡ ἐπίκλησις τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ἀρκετή πρός ἄφεσιν τῶν πλημμελημάτων καί πρός τόν ἁγιασμόν τοῦ Βαπτίσματος», ἄν πρῶτα καί ἐκεῖνος πού βαπτίζει δέν εἶναι ὀρθόδοξος. Συμφωνεῖ μέ τήν γνώμην αὐτήν καί ὁ Μ. Βασίλειος, τούς κανόνες τοῦ ὁποίου «ἐπεσφράγισεν» ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος. «Ἀπώλεσαν, λέγει, τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ αἱρετικοί καί σχισματικοί καί διεκόπη ἡ μετάδοσις αὐτῆς ἀπό τήν στιγμή πού ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν. Μεταβιβασθέντες δέ στήν τάξη τῶν λαϊκῶν, οὔτε χάρισμα πνευματικόν ἔχουν, οὔτε νά βαπτίζουν ἤ νά χειροτονοῦν ἔχουν ἐξουσίαν, καί οἱ ἐξ αὐτῶν βαπτιζόμενοι, πρέπει νά ξαναβαπτίζονται μέ τό ἀληθινόν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βάπτισμα». Καί ἐνῷ μέ τόν α΄ κανόνα του ἀποδέχεται τήν γνώμην ὡρισμένων πατέρων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού κατ᾿ οἰκονομίαν δέχονται τό βάπτισμα τῶν σχισματικῶν, μέ τόν 47ον Κανόνα του ἀναφέρει ὅτι «ἐκεῖνος σέ ἀντίθεση μέ τούς παραπάνω πατέρας, ὅλους τούς βαπτίζει».
Τήν ἴδια γνώμη ἔχει καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος τοῦ ὁποίου καί αὐτοῦ τούς λόγους «ἐπεσφράγισεν» ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος. Στόν τρίτο λόγο του κατά Ἀρειανῶν λέγει τά ἑξῆς : «Οἱ Ἀρειανοί κινδυνεύουν καί εἰς τό πλήρωμα τοῦ μυστηρίου, δηλαδή τοῦ βαπτίσματος. Διότι, ἄν ἡ τελείωσις τοῦ Βαπτίσματος δίδεται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, οἱ δέ Ἀρειανοί δέν θεωροῦν Πατέρα ἀληθινόν, μέ τό νά ἀρνοῦνται τόν ἐξ αὐτοῦ ὅμοιον τῆς οὐσίας Υἱόν ἀληθινόν καί ἀναπλάττοντες μέ τήν φαντασίαν τους ἄλλον ἐκ μή ὄντων κτιζόμενον, πῶς τό τελούμενον βάπτισμα δέν εἶναι τελείως ἀνωφελές καί μάταιον»; Καί φαίνεται μέν κατά προσποίηση ὅτι εἶναι βάπτισμα, ἀλλά στήν οὐσία δέν παρέχει καμμία βοήθεια στήν πίστη καί τήν εὐσέβεια.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς Ἀρειανούς καί Μακεδονιανούς, τούς θεωρεῖ κατηχουμένους. «Ἐάν ἀκόμη χωλαίνης, λέγει, καί δέν καταδέχεσαι τό τέλειον τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ζήτησε ἄλλον νά σέ βαπτίση ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, νά σέ πνίξη ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐπειδή ἐγώ δέν ἔχω ἄδειαν νά χωρίζω τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος ἀπό τήν Θεότητα τοῦ Πατρός καί νά σέ καταστήσω νεκρόν[…]. Ἐπειδή ὅποια ἀπό τίς τρεῖς Ὑποστάσεις καταβιβάσεις ἀπό τὀ ἀξίωμα τῆς Θεότητος, ὅλην τήν Ἁγία Τριάδα καταβιβάζεις ἀπό αὐτό καί τόν ἑαυτόν σου στερεῖς ἀπό τήν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος». Ἀπαραίτητος λοιπόν ὅρος γιά τήν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος ἡ ὀρθή πίστη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του «εἰς τό ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» ἀναφέρει ὅτι «τῶν αἱρετικῶν τά συστήματα βάπτισμα μέν ἔχουν, δέν ἔχουν ὅμως φώτισμα. Βαπτίζονται κατά τό σῶμα, κατά δέ τήν ψυχή δέν φωτίζονται».
Ὁμοίως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες κατά τόν ἴδιο τρόπο διδάσκουν ὅτι «οὐδείς αἱρετικός παρέχει ἁγιασμόν διά τῶν μυστηρίων» καί «τό τῶν δυσεβῶν βάπτισμα οὐχ ἁγιάζει».
- Ὁ 7ος ὅμως κανών τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὁ 95ος τῆς ἕκτης δέν ἐπέβαλαν σέ ὅλους τούς αἱρετικούς τό βάπτισμα σύμφωνα μέ τόν παραπάνω Ἀποστολικό κανόνα καί τούς κανόνας τῶν λοιπῶν Πατέρων πού ἀναφέρθηκαν, ἄν καί ἡ ἴδια ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος στόν β΄ κανόνά της, τούς ἐδέχθη. Ἄλλων αἱρετικῶν ἐδέχθησαν τό βάπτισμα καί ἄλλων ὄχι.
Γιά νά γεφυρώσει αὐτή τή διαφορά ὁ ἅγιος καί νά λύση τήν ἀπορία, σέ ὅσους δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν ὀρθόδοξα τήν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει τά ἑξῆς :
Στήν Ἐκκλησία φυλάττονται δύο εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως τῶν σφαλμάτων. Τό ἕνα ὀνομάζεται ἀκρίβεια, τό δέ ἄλλο ὀνομάζεται οἰκονομία καί συγκατάβαση. Μέ αὐτά τά δύο οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι κυβερνοῦν τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν, πότε μέ τό ἕνα πότε μέ τό ἄλλο. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ προμνημονευθέντες ἅγιοι, ἐφήρμοσαν τήν ἀκρίβεια καί ἀπέβαλαν τελείως τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Οἱ δύο δέ Σύνοδοι μετεχερειρίσθησαν τήν οἰκονομία. Καί ἄλλων ἐδέχθησαν τό βάπτισμα (Ἀρειανῶν καί Μακεδονιανῶν) ἄλλων δέ ὄχι (Εὐνομιανῶν κ.λπ.). Καί οἰκονόμησαν ἔτσι τά πράγματα πρῶτον, ἐπειδή κατά τήν ἐποχή τῆς Β᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί καί Μακεδονιανοί οἱ ὁποῖο ὄχι μόνον ἦσαν κατά τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά εἶχαν καί μεγάλες δυνάμεις, κοντά στούς βασιλεῖς καί ἄρχοντας καί τή σύγκλητο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο πίστευαν ὅτι θά τούς ἥλκυαν στήν ὀρθοδοξία καί θά τούς διόρθωναν εὐκολότερα. Καί δεύτερον ἀντελήφθησαν οἱ Πατέρες ὅτι μέ τήν οἰκονομία δέν θά τούς ἐρέθιζαν οὔτε θά τούς ἐξαγρίωναν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά γίνη μεγαλύτερο κακό, καί ὅπως λέγει χαρακτηριστικά, «οἰκονομήσαντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει οἱ Θεῖοι Πατέρες, ἐσυγκατέβησαν νά δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν». Ἐξαἰτίας αὐτῆς τῆς συγκαταβάσεως ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦλθε σέ ἀντίθεση καί μέ τόν ἑαυτό της καί μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική. Μέ τόν ἑαυτό της ἦλθε σέ ἀντίθεση, γιατί μέ τόν β΄ κανόνα της ἐδέχθη τούς Ἀποστολικούς κανόνες, τούς κανόνες τῆς Καρχηδόνος καί τῶν ἄλλων Πατέρων, ἐνῷ μέ τόν 95ο δέν ἀπέβαλε ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα. Μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική δέ, διότι ἐδέχθη τήν ἀκρίβεια τῶν Ἀποστολικῶν κανόνων καί τῶν λοιπῶν Πατέρων, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἐδέχθησαν τό βάπτισμα ὁρισμένων αἱρετικῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἄφησαν νά ἐννοήσουμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ἰσχύουν καί τά δύο καί ἡ ἀκρίβεια καί κατά τάς περιστάσεις ἡ οἰκονομία.
Δεύτερος λόγος πού ἐσυγκατέβησαν οἱ Πατέρες τούς μέν Ἀρειανούς καί Μακεδονιανούς νά τούς δεχθοῦν χωρίς ἀναβαπτισμό, τούς δέ Εὐνομιανούς καί Σαβελιανούς πού εἶναι ἰσοδύναμοι στίς αἱρετικές δοξασίες νά τούς ἀναβαπτίσουν, εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι «ἐφύλαττον ἀπαράλακτον καί τό εἶδος καί τήν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων» καί ἐβαπτίζοντο κατά τόν τύπο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐνῷ οἱ δεύτεροι, τῶν ὁποίων τό βάπτισμα δέν ἐδέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τήν τελετή τοῦ βαπτίσματος καί διέφθειραν εἴτε τόν τρόπο τοῦ εἴδους, δηλαδή τῶν ἐπικλήσεων, εἴτε τήν χρήση τῆς ὕλης, δηλαδή τῶν καταδύσεων καί ἀναδύσεων, βαπτιζόμενοι μέ μία μόνο κατάδυση. Γεγονός εἶναι ὅτι ὁ δεύτερος τοῦτος λόγος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας δέν εἶναι ἰσχυρός. Ἰσχυρότερος εἶναι ὁ πρῶτος λόγος πού ἀναφέρθηκε.
- Κάνοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅλη αὐτή τήν ἱστορικοεκκλησιαστική ἀναφορά, χωρίς νά τήν θεωρῆ περιττή, τήν προβάλλει ὡς ἀναγκαιότατη γιά ὅλους τούς καιρούς κυρίως ὅμως στήν σύγχρονη ἐποχή ὅπου γίνεται μεγάλη λογοτριβή καί προκαλεῖ μεγάλη ἀμφισβήτηση τό τῶν Λατίνων βάπτισμα. Ἡ τριβή δέ, δέν γίνεται μόνο μεταξύ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν Λατίνων, ἀλλά καί μεταξύ ἡμῶν καί τῶν Λατινοφρόνων.
Δέν διστάζει δέ νά τοποθετηθῆ ἐξ ἀρχῆς εὐθέως, ὅτι σύμφωνα μέ αὐτά πού εἰπώθηκαν, τό βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι ψευδώνυμο Βάπτισμα. Γι᾿ αὐτό οὔτε μέ τό λόγο τῆς ἀκριβείας γίνεται δεκτό, οὔτε μέ τόν λόγο τῆς οἰκονομίας. Μέ τό λόγο τῆς ἀκριβείας δέν γίνεται δεκτό, πρῶτον γιατί εἶναι αἱρετικοί. Τό ὅτι εἶναι αἱρετικοί δέν χωράει καμμιά ἀμφισβήτηση. Παραπέμπει στόν ἁγιότατο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, τόν ὀνομαζόμενον Παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος ἀποδεικνύει τίς αἱρετικές κακοδοξίες τῶν Λατίνων. Ὡς ἐπίσης καί στόν ἅγιο Μάρκο, τόν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος παρρησία λέγει τά ἑξῆς : «Ἡμεῖς δι᾿ οὐδέν ἄλλον ἀπεσχίσθημεν τῶν Λατίνων ἀλλ᾿ ἤ ὅτι εἰσιν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετκοί». Ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι τόσους αἰῶνες ἀποστρεφόμαστε τούς Λατίνους, ὡς αἱρετικούς, τούς βδελυττόμεθα, καθώς καί τούς Ἀρειανούς καί Σαβελλιανούς καί τούς πνευματομάχους Μακεδονιανούς. Ἐφ΄ ὅσον λοιπόν εἶναι αἱρετικοί, ὄχι μόνον δέν μποροῦμε, ἐπ΄ οὐδενί λόγῳ νά ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἀλλά καί ὡς ἀπωλέσαντες τήν ἐνεργό Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς θεωροῦμε οὐσιαστικά ἀβάπτιστους. Δεύτερον δέν γίνεται δεκτό οὔτε μέ τόν λόγο τῆς Οἰκονομίας, ἐπειδή δέν φυλάττουν τίς τρεῖς καταδύσεις στόν βαπτιζόμενο, ὅπως ὡς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέλαβε ἀπό τούς Ἀποστόλους καί Πατέρας. Καινοτομήσαντες πρῶτοι τό Ἀποστολικόν Βάπτισμα ρίχνουν μέ μία δέσμη τριχῶν στό μέτωπο τοῦ βρέφους λίγες ρανίδες ὕδατος. «Ἐν τρισί γάρ καταδύσεσι καί ἰσαρίθμοις τοῖς ἐπικλήσεσι τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος τελειοῦται, ἵνα καί ὁ τοῦ θανάτου τύπος ἐξεικονισθῆ καί τῇ παραδόσει τῆς θεογνωσίας τάς ψυχάς φωτισθῶμεν οἱ βαπτιζόμενοι», μαρτυρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος.
Ἐφ᾿ ὅσον λοιπόν σύμφωνα μέ τά παραπάνω οἱ Λατῖνοι δέν μποροῦν νά τελειώσουν ὡς αἱρετικοί καί παραχαράκτες τό ἕν Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἀπώλεσαν τήν τελεταρχική Χάρη, ἔστω κι ἄν προφέρουν τίς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ἅγιος ἐφιστᾶ τήν προσοχή σ᾿ ἐκείνους πού δέχονται τό ράντισμα τῶν Λατίνων. Ἔχουν καθῆκον νά στοχασθοῦν τί θά ἀποκριθοῦν στήν αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ κανόνος καί τῶν λοιπῶν Πατέρων πού διδάσκουν τά ἀντίθετα. Προβάλλουν λέγει οί δεφένσορες αὐτοί τοῦ λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας συνήθισε νά τούς δέχεται, κατά τήν ἐπιστροφή τους μέ ἅγιο Μύρο. Καί αὐτό, ἀκόμη ἄν γίνεται, φανερώνει καθαρά ὅτι συμβαίνει ἐπειδή εἶναι αἱρετικοί.
Οὔτε μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα νά μεταχειρισθῆ τήν Οἰκονομία τῆς Β΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διότι οἱ θεῖοι Πατέρες πού ἐφήρμοσαν τήν οἰκονομία, παραμερίζοντας προσωρινά τούς Ἀποστολικούς κανόνας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς των ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ τούτου. Καί μέ τήν οἰκονομία αὐτή οἱ αἱρετικοί ἔγιναν ἡμερότεροι καί ἐπέστρεψαν στήν εὐσέβεια καί σέ λίγους χρόνους ἤ τελείως ἐξέλιπον ἤ ἔμειναν πολύ λίγοι.
Δέχεται ὁ ἅγιος ὅτι καλῶς οἱ πρό ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καί ἀποδέχθηκαν μέ Θεῖο Μύρο τούς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ Παπισμός τότε ἤκμαζε καί κατεῖχε ὅλες τίς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τό δέ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τά λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νά γίνη αὐτή ἡ οἰκονομία, γιά νά μή ἐξεγείρη ὁ πάπας τά λατινικά γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νά αἰχμαλωτίζουν καί νά φονεύουν καί μύρια ἄλλα κακά καί δεινά νά πράττουν. Τώρα ὅμως πού ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δέν ἰσχύει καί ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τήν ἐπηρμένην ὀφρύ τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλεόν ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καί ὅρια, καί δέν εἶναι παντοτινή καί ἀόριστη. Τή στιγμή μάλιστα πού στόν παπισμό συνεχίζει νά ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καί σατανική ἐπιμονή στήν αἵρεση. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τά ἑξῆς : «Ὁ κατ᾿ οἰκονομίαν λοιπόν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλόν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ὡς πρός καιρόν χρειῶδες». Εἶναι κακή οἰκονομία λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος αὐτή πού οὔτε τούς Λατίνους μποροῦμε νά ἐπιστρέψωμε, ἀλλά καί ἡμεῖς γινόμεθα παραβάται τῶν ἱερῶν κανόνων, δεχόμενοι τό ψευδοβάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Οἰκονομητέον γάρ ἔνθα μή παρανομητέον» λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ἕως ὅτου ἐφαρμοσθῆ ἡ οἰκονομία, πάντως οἱ Ἀνατολικοί ἐβάπτιζον τούς Δυτικούς καθώς μαρτυρεῖ ἡ ἐν Λατερανῷ τῆς Ρώμης τοπική Σύνοδος τοῦ 1215. Καί ὅτι δέν λειτουργοῦσαν σέ ναούς πού πρότερον ἐλειτούργησαν οἱ Λατῖνοι, ἄν πρῶτα δέν ἔκαναν ἁγιασμό.
Τῆς οἰκονομίας λοιπόν παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ τήρηση τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας παίρνουν τήν φυσική τους θέση.