«(1) Ὅμοια γὰρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότη, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθωσάσθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ(2).Καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ…(3) πολλοὶ δὲ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοὶ».
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἔλαβε ὁ Κύριος, ἀπὸ μία ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πέτρος (κεφ. ΙΘ’ στὶχ. 27, 28) στὸ προηγούμενο κεφάλαιο στίχοι 27 καὶ 28. Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν κάποια καύχηση καὶ αὐτάρεσκη σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Ἀκόμα ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ὑποβαθμίσουν τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν χριστιανικὴ ὑπακοή, σὲ ἕνα εἶδος ἐμπορικῆς συναλλαγῆς, σὲ ἕνα εἶδος παζαρέματος, π.χ. «τόσους κόπους ἔκαμα καὶ τόσον χρόνον δούλεψα. Πόσα θὰ μοῦ δώσεις;».
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτή, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ διδάξει ὅτι ὁ μισθὸς καὶ ἡ ἀμοιβὴ ποὺ θὰ δώσει ὁ Κύριος στοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν κόπο ποὺ καθένας Χριστιανὸς κατέβαλε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ τὴν πλήρη συμμόρφωσή του πρὸς τὸν νόμο τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Γιὰ νὰ προφυλάξει ὁ Κύριος «τούς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος Του» ἀπὸ τὴν αὐταρέσκεια καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση στὴν ἀξία τους, ἡ ὁποία διεγείρει ἀφενὸς μὲν φθόνο κατὰ τῶν ἄλλων, ἀφετέρου δὲ παράπονα κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον προσπαθοῦμε νὰ παραστήσουμε σὰν χρεώστη μας γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ τοῦ προσφέραμε, διηγήθηκε τὴν παραβολὴ αὐτὴ.
1. Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ (στὶχ. 1).
Μεγάλη ἀμοιβὴ καὶ ἀπερίγραπτη εὐτυχία ὑπόσχεται ὁ Θεός, σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ἐργάζεται μὲ ταπείνωση τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Στὴν παροῦσα παραβολή, ἡ ὑπόσχεση αὐτὴ παρουσιάζεται σὰν συμφωνία ποὺ κάνουν ἐργοδότης καὶ ἐργάτες. Γι᾿ αὐτὸ ἀρχίζει ὡς ἑξῆς ὁ Κύριος τὴν παραβολή:
«Ὅμοια ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότη, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρώτη μισθωσάσθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ».
Ὁ μισθωτὴς οἰκοδεσπότης δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, «οὐ οἶκος ἐσμέν ἡμεῖς», λέει ὁ Παῦλος, (Ἑβρ. γ’ 6). Εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης ποὺ ἔχει ἔργο μεγάλο καὶ σπουδαῖο, (τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου), ἀλλὰ καὶ ἐργάτες ποὺ καλοῦνται νὰ ἐργαστοῦν στὸ ἔργο αὐτό.
Οἱ ἄνθρωποι ἐργοδότες μισθώνουν ἐργάτες γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τὸ ἔργο τους, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ἀνάγκη τῆς ἐργασίας μας καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν μας. Ἐν τούτοις μᾶς καλεῖ στὸ ἔργο Του.
Α. Τὸ Ἔργο Του εἶναι ὁ ἀμπελών Του, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ ὁ ἀμπελώνας Του εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γενικῶς καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας. Ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἀμπέλι, (ἀμπελὼν), ποὺ πρέπει νὰ περιφράσσεται, νὰ σκάπτεται, νὰ κλαδεύεται, νὰ καλλιεργεῖται. Διαφορετικὰ θὰ γίνει τόπος χέρσος, γεμᾶτος ἀγριόχορτα καὶ ἀγκάθια, πολλῷ μᾶλλον ἐὰν εἶναι τόπος πετρώδης καὶ δύσβατος.
Ὅπως ἡ γῆ ἐὰν δὲν καλλιεργηθεῖ ἀγριεύει καὶ γεμίζει ἀγκάθια, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀγαθότερου ἀκόμα, ἔχει ἀνάγκη πνευματικῆς καλλιέργειας γιὰ νὰ προοδεύσει πνευματικά, νὰ χαριτωθεῖ καὶ νὰ σωθεῖ, (ὁλοκληρωθεῖ). Εἶναι ἀνάγκη, ἑπομένως, κάθε Χριστιανὸς νὰ γίνει ἐργάτης καὶ καλλιεργητὴς τῆς ψυχῆς του. Ἐργάτης δραστήριος καὶ ἐπιμελής. «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε», (Φιλιπ. Β’ 12), λέγει ὁ Παῦλος στοὺς Χριστιανούς. Καμμιὰ ἐργασία ὁσονδήποτε εὐγενὴς δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία γιὰ τὴν χριστιανικὴ μόρφωση τῆς ψυχῆς «ἄχρις οὐ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν», (Γαλ. δ’ 19).
Β. Ὁ μισθὸς, δηλαδὴ τὸ ἡμερομίσθιο ποὺ συμφώνησε νὰ δώσει στοὺς ἐργάτες ὁ οἰκοδεσπότης ἦταν ἕνα δηνάριο, (ρωμαϊκὸ νόμισμα). «Συμφωνήσας δὲ μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα Αὐτοῦ», (στίχ. 2). Παρακάτω δὲ λέγει στοὺς ἐργάτες ὅτι «ὁ ἐὰν ἠκούει στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ νὰ ἐργασθεῖ σὲ ὅτι Ἐκεῖνος τοῦ ἤθελε ἀναθέσει, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν λάβη μισθόν». Ὄχι διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὀφειλέτης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διότι αὐτὸς ποὺ ἐργάζεται γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, θὰ δώσει ὁ Θεὸς καὶ ὅσα χρειάζονται στὴν παροῦσα ζωὴ γιὰ τὴ συντήρησή του καὶ στὴν μέλλουσα ἑκατονταπλάσια.
Γ. Ὁ χρόνος τῆς μισθώσεως: Κατὰ τὴν παραβολὴ ὁ χρόνος τῆς ἐργασίας εἶναι μία ἡμέρα, κατὰ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, «ὁ χρόνος τῆς ἐργασίας εἶναι ὁ παρὼν βίος». Καὶ πράγματι, ὅλη μας ἡ ζωὴ περνάει σὰν μία ἡμέρα, ἐὰν ἀναλογιστοῦμε πόσο γρήγορα πέρασαν «τόσα χρόνια, σὰν χθὲς μᾶς φαίνονται». Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴν Καθολική του ἐπιστολὴ λέγει: «ποιὰ ἡ ζωὴ ὑμῶν, ἄτμις γὰρ ἐστιν ἡ πρὸς ὀλίγον φαινόμενη, ἔπειτα δὲ ἀφανιζομένη», (Ἰακ. δ’ 14). Εἶναι πολὺ μικρὸς ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, (συγκρινόμενος μὲ τὴν αἰωνιότητα). Αὐτὸ ὅμως μᾶλλον πρέπει νὰ μᾶς χαροποιεῖ διότι θὰ περάσουν γρήγορα οἱ κόποι, οἱ δυσκολίες καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἔργου. (Ἡ σκέψη ὅτι τὸ ἔργο θὰ διαρκέσει λίγο καὶ ὅτι θὰ νυκτώσει σύντομα). Γρήγορα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο καὶ ὅτι προσωρινὴ εἶναι ἡ θλίψη, «καθ᾿ ὑπερβολὴ εἰς ὑπερβέλην, αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ὑμῖν», (Β. Κορινθ. δ’ 17), θὰ μᾶς δίνει θάρρος, ὑπομονή, εἰρήνη καὶ χαρά.
Ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρξει ἀποθάρρυνση στὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς καὶ στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας, οὔτε ἀνυπομονησία στὶς θλίψεις καὶ στὶς δοκιμασίες, διότι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς εἶναι λίγος καὶ στὸ τέλος τῆς προσωρινῆς δοκιμασίας μᾶς περιμένει χαρά, εὐτυχία, στέφανος καὶ δόξα.
Δ. Ὁ τόπος, ἀπ᾿ ὅπου προσεκλήθησαν οἱ ἐργάτες εἶναι ἡ ἀγορά. «Καὶ ἐξελθών περὶ τὴν Τρίτη ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστώτας ἐν τῇ ἀγορᾴ ἀργοὺς, (στίχ. 3)», καί παρακάτω, «καὶ λέγει αὐτοῖς, τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοὶ;», (στὶχ. 6). Κάλεσε λοιπὸν τοὺς ἐργάτες ἀπὸ τὴν ἀγορά, ὅπου ἔμειναν «ἀργοί».
Ἡ ἀγορὰ θεωρεῖται τόπος ποικίλων διασκεδάσεων, παιχνιδιῶν, ἀγοραπωλησιῶν, θορύβου, κοσμικῶν φροντίδων καὶ μεριμνῶν. Ἡ κλήση αὐτὴ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς παίρνει τοὺς ἐργάτες του, ἀπὸ μάταια, ἁμαρτωλὰ καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις καταστρεπτικὰ ἔργα, γιὰ νὰ ἐργαστοῦν στὸν ἀμπελῶνα Του, δηλαδὴ γιὰ τὴν χριστιανική τους μόρφωση καὶ σωτηρία καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων συνανθρώπων τους.
Ἡ ἀργία ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Θεός, δὲν εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀπραξία καὶ οὐδετερότητα, στὴν ὁποία δὲν ἐργαζόμεθα οὔτε καλό, οὔτε κακό. Εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐργασία στὰ ἔργα τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος στέλνει τοὺς δούλους του «βόσκειν χοίρους», (Λουκ. ιε’ 15), δηλαδὴ ἐπιβάλλει σὲ αὐτοὺς ἐργασία βαρειά, ἀτιμωτική, παράνομη. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἐργασίας δὲν φέρνουν κέρδος σύμφωνο μὲ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς «ἀργία», χαρακτηρίζεται κάθε ἐργασία ποὺ δὲν γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ δὲν φέρνει ψυχικὴ ὠφέλεια, ἀλλὰ ἄχρηστο καὶ ἀνωφελὲς ἀποτέλεσμα.
Ε. Οἱ διάφορες ὧρες τῆς προσκλήσεως φανερώνουν τὶς διάφορες ἡλικίες κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία. Καλεῖ τὸν καθένα στὴν κατάλληλη ἡλικία καὶ περίσταση, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐργασθεῖ ἀποτελεσματικὰ γιὰ τὴ σωτηρία του. Μερικοὶ καλοῦνται νὰ ἐργασθοῦν στὸν ἀμπελῶνα ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα, τὸ πρωΐ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν βρεφικὴ καὶ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἐὰν ἔχουν εὐσεβεῖς γονεῖς ζυμώνονται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πολὺ νωρὶς ἔχουν δείγματα σωφροσύνης, ἁγνότητας καὶ ἁγιότητας. Π.χ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου, ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», (Λουκ. α’ 15). Ὁ Τιμόθεος, «ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδε», (Β’ Τιμόθ. γ’ 15), καὶ πολλοὶ ἄλλοι γνωστοὶ Ἅγιοι. Εἶναι πράγματι μεγάλο εὐτύχημα νὰ εἶναι κανεὶς κοντὰ στὸ Θεὸ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία. Τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνατρέφονται ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἀναδόχους, μποροῦν νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀπὸ τὴν χάρη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, (νηπιοβαπτισμός, συχνὴ Θεία κοινωνία).
Ἄλλοι ἄνθρωποι καλοῦνται ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν τρίτη, τὴν ἕκτη, τὴν ἐννάτη ὥρα, δηλαδὴ σὲ διάφορες ἡλικίες, ὅπως ἐφηβική, νεανική, μέση, ὥριμη ἢ καὶ προχωρημένη. Γιὰ τὸ Θεὸ κανένας καιρὸς δὲν εἶναι ἄκαιρος. Ὅλες οἱ ἡλικίες μποροῦν νὰ ἐργαστοῦν στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὸν Τιμόθεο, ὁ ἀπ. Παῦλος, οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἡ Σαμαρείτις ἁγία Φωτεινή, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὁ ἅγιος Κυπριανός, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ τόσοι ἄλλοι δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοὶ ἐκλήθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ὑπηρέτησαν μέχρι τέλους πιστά, ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα ὅτι γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο.
Τέλος, βλέπουμε νὰ καλοῦνται ἄνθρωποι τὴν ἑνδεκάτη ὥρα, (δηλαδὴ τὴν πέμπτη ἀπογευματινὴ), μία ὥρα πρὶν τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν λήξη τῆς ἐργασίας. Ἡ ἑνδεκάτη ὥρα σημαίνει τὴν προχωρημένη γεροντικὴ ἡλικία, λίγο πρὶν ὁ θάνατος κόψει τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως ἡ ἑνδεκάτη ὥρα μπορεῖ γιὰ κάθε ἄνθρωπο νὰ εἶναι διαφορετική, διότι κανεὶς δὲν εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ ζήσει μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Ἡ κλήση τὴν ἑνδεκάτη ὥρα σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μετάνοια, ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή του.
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀναβάλλει τὴ μετάνοιά του γιὰ τὴν ἐσχάτη στιγμή, διότι δὲν εἶναι βέβαιο, οὔτε ὅτι θὰ ἔχει τὸν χρόνο, οὔτε ἂν θὰ ἔχει τὴ διάθεση νὰ μετανοήσει τότε. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν μετανοήσει, δὲν θὰ ἔχει ἀρκετὸ χρόνο νὰ διορθώσει τὰ σφάλματά του καὶ νὰ κάνει μεγάλη πνευματικὴ πρόοδο. Διότι ὁ θάνατος θὰ διακόψει τὴν πρόοδό του.
Ὅταν ὁ οἰκοδεσπότης βγῆκε στὴν ἀγορὰ κατὰ τὴν ἑνδεκάτη ὥρα, βρῆκε καὶ ἄλλους ἐργάτες ἀργοὺς καὶ τοὺς ρώτησε, γιατί ἔμειναν ὅλη τὴν ἡμέρα ἀργοί. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο», (στὶχ. 7), δηλαδὴ ὅτι κανεὶς δὲν τοὺς κάλεσε νὰ ἐργαστοῦν στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Ἴσως ἀγνοοῦσαν μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ὅτι ὑπῆρχε ἀμπελώνας καὶ ἐργασία, γι᾿ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔψεξε. Ἐὰν τοὺς εἶχε καλέσει πρωτύτερα καὶ εἶχαν ἀρνηθεῖ νὰ ἐργασθοῦν δὲν θὰ ἀπαντοῦσαν ἔτσι, οὔτε καὶ ὁ οἰκοδεσπότης θὰ τοὺς ἐμίσθωνε τὴν ἑνδεκάτη ἂν εἶχαν προηγουμένως κληθεῖ καὶ ἀρνηθεῖ.
Οἱ Ἰουδαῖοι κλήθηκαν πολὺ νωρὶς νὰ δεχθοῦν τὴν διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Ἐπειδὴ δὲν δέχτηκαν τὴν πρόσκληση, (ἡ πλειονότητά τους, ὅσοι δὲν πίστεψαν στὸν Χριστὸ), ἔμειναν ἐκτὸς σωτηρίας. Κλήθηκαν οἱ ἐθνικοὶ, (δηλαδὴ τὰ Ἔθνη, οἱ εἰδωλολάτρες), τὴν ἑνδεκάτη ὥρα καὶ ἐπειδὴ δέχτηκαν τὴν πρόσκληση, ἀπετέλεσαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐσώθηκαν.
Ἕνα ἄλλο σοβαρὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα εἶναι, γιατί ὁ Θεὸς καλεῖ ἄλλους τὴν πρώτη, ἄλλους τὴν τρίτη κ.λπ. καὶ ἄλλους τὴν ἑνδεκάτη ὥρα; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς κάνει τὰ πάντα μὲ σοφία, ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν καθένα τὴν πιὸ κατάλληλη ὥρα, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν πρόσκληση, νὰ ἐργασθεῖ στὸν ἀμπελῶνα Του καὶ νὰ φέρει καρπούς.
2. Μισθοδοσία
«Ὀψίας δὲ γενομένης, λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ. Κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀποδὸς αὐτοῖς τὸν μισθόν, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἔσχατων ἕως τῶν πρώτων», (στὶχ. 8).
Τὴν ἑσπέρα μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ὁ οἰκοδεσπότης ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἐπιστάτη τοῦ ἀμπελῶνος νὰ πληρώσει τοὺς ἐργάτες, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς τελευταίους μέχρι τοὺς πρώτους, γιὰ νὰ δοῦν οἱ πρῶτοι, τί θὰ πάρουν οἱ τελευταῖοι.
Ἡ παραβολὴ ἐδῶ ἔχει τὴν ἑξῆς σημασία: ὅταν δύσει ἡ ζωή μας, ὅταν ἡ ἐργασία στὴν ψυχὴ μας τελειώσει καὶ οἱ εὐκαιρίες γιὰ ἐργασία περάσουν, διότι ὁ θάνατος θὰ θέσει τέρμα στὴ ζωή μας, τότε θὰ κληθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πάρουμε τὸν μισθὸ ποὺ μᾶς ἀνήκει. Εὐτυχεῖς θὰ εἶναι ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καὶ ἐργάστηκαν φιλότιμα. Αὐτοὶ θὰ πάρουν μεγάλο μισθὸ στὴν αἰωνιότητα.
Ὅσοι ἔχουν ἐργασθεῖ στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, (δηλαδὴ ἔχουν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων), δὲν φοβοῦνται τὸ θάνατο, μᾶλλον τὸν λαχταροῦν, διότι περιμένουν τὴ δίκαιη ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Κύριο. Ὁ Παῦλος στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐπεθύμει «ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι», (Φιλιπ. α’ 23), διότι ἦταν βέβαιος ὅτι ἀπέκειτο εἰς αὐτὸν «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει Κύριος» τὴν ἔσχατη ἡμέρα.
Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐργαστεῖ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους καὶ ἀποθνήσκουν «ἐν Χριστῷ», μακαρίζει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη ὡς ἑξῆς: «μακάριοι οἱ νεκροί, οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. Ναὶ λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν, τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν». (Ἀποκ. ιδ΄ 13).
Τὸν πλήρη ὅμως καὶ τέλειο μισθὸ θὰ πάρουν οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ παρόντος κόσμου, τὴν δωδεκάτη τοῦ παρόντος κόσμου, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ξαναέλθει ὁ Χριστὸς μὲ ὅλη του τὴ Δόξα, ὄχι σὰν Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλὰ σὰν δίκαιος Κριτής. Τότε οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ ὅσοι ζοῦν, «οἱ περιλειπόμενοι», θὰ ἁρπαγοῦν στὰ σύννεφα, γιὰ νὰ ὑπαντήσουν τὸν Κύριο στὸν ἀέρα, (Α΄ Θεσ. α΄ 16-17), καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ὑποστεῖ τὴν τελικὴ Κρίση.
3. Ὁ τρόπος τῆς μισθοδοσίας
«Καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτη ὥραν, ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον, ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον», (στὶχ. 9 καὶ 10).
Στοὺς στίχους αὐτοὺς τῆς παραβολῆς βλέπουμε, ὅτι ὅλοι λαμβάνουν πλήρη μισθό. Κανεὶς δὲ χάνει τὸ ἡμερομίσθιό του. Ὁ οἰκοδεσπότης ἀνταμείβει ὅλους τούς ἐργάτες, (ἀνεξάρτητα χρόνου ἐργασίας), ἐξίσου. Μολονότι στὸν οὐρανὸ θὰ ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοὶ Δόξας, (Πρβλ. «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει εἰς λάμψιν» καὶ «ἐν τῶν οἴκῳ τοῦ Πατρός μου, πολλαὶ μοναὶ εἰσίν»), ὅλοι θὰ ἔχουν πλήρη εὐτυχία. Ὅλοι θὰ αἰσθάνονται πληρότητα χαρᾶς καὶ μακαριότητας.
Ἐπειδὴ οἱ ἐργάτες δὲν μισθώθηκαν ὅλοι τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἄλλοι ἐργάστηκαν περισσότερο καὶ ἄλλοι λιγότερο, ἡ ἴση ἀνταμοιβὴ δὲν φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως δίκαιη. Πράγματι, ἡ ἔλλειψη δικαιοσύνης, (μὲ ἀνθρώπινα μέτρα), εἶναι ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν γνωρίζουν ἀκριβῶς, πῶς σώζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ πῶς ἀξιώνεται νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀδύνατον στὸν ἄνθρωπο νὰ σωθεῖ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ὅσους κόπους καὶ θυσίες ἂν καταβάλλει, (ἀθωώνεται καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτιῶν του χάρη στὴ θυσία ποὺ προσέφερε διὰ τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός, ἅπαξ). Ἡ σωτηρία εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι, διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», (Ρωμ. γ΄ 23-24 καὶ Τίτου γ΄ 4-5). Ὅλοι οἱ κόποι τῆς παρούσης ζωῆς δὲν ἀξίζουν νὰ ἀγοράσουν οὔτε μία ὥρα στὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ, πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς», (Ρωμ. η΄ 18), λέει πάλι ὁ Παῦλος. Ὅλοι οἱ κόποι καὶ τὰ παθήματα ποὺ ὑποφέρουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅσα καὶ ἂν φαίνονται δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴ δόξα καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ θὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς στὴ μέλλουσα ζωή. Ἔτσι λοιπὸν δὲν συμφέρει καὶ τὸν μεγαλύτερο Ἅγιο νὰ πληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς κόπους του στὴν ἐδῶ ζωή.
Ἐν τούτοις, ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ ἀνταμείψει πλουσίως ὅσους ἐργάσθηκαν ἐδῶ μὲ ζῆλο καὶ προθυμία καὶ ἐξεπλήρωσαν τὸν προορισμό τους μὲ πλήρη πίστη, ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη στὸν Χριστό, ὅσους «νομίμως ἤθλησαν». Διότι μπορεῖ κάποιος πονηρὸς νὰ σκεφθεῖ ὅτι, δὲν χρειάζεται νὰ ἐργαστεῖ κανεὶς τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δωρεὰν καὶ κατὰ χάρη σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς θὰ ἀνταμείψει μόνο αὐτοὺς ποὺ ἐργάστηκαν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκλήθησαν, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Ἐὰν δὲν ἀνταποκριθοῦν στὴν πρόσκλησή Του δὲν θὰ λάβουν μισθό.
Καθενὸς τὰ ἔργα θὰ δοκιμασθοῦν ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς Θείας Δικαιοσύνης: (Πρβλ. Α΄ Κορινθ. γ΄ 12-15: «εἰ δὲ τις ἐποκοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον, ὃς ἐστίν Ἰησοῦς Χριστός, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἕκαστου τὸ ἔργον τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μένει ὅ ἐπωκοδόμησε, μισθὸν λήψεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διὰ πυρὸς», ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου θὰ λάβουν μισθὸν καὶ κάποιοι ὄχι, γιὰ λόγους ποὺ ξέρει ὁ Θεός. Αὐτοὶ ποὺ δὲ θὰ κριθοῦν ἄξιοι νὰ πάρουν μισθὸ θὰ σωθοῦν, «ὡς διὰ πυρὸς», δηλαδὴ μὲ μεγάλη δυσκολία.
4. Οἱ παραπονούμενοι
Ἐκεῖνοι ποὺ ἐργάστηκαν ἀπὸ τὸ πρωΐ, ξέχασαν ὅτι ἂν δὲν τοὺς καλοῦσε ὁ οἰκοδεσπότης στὸν ἀμπελῶνα Του θὰ ἔμεναν ἀργοὶ καὶ ἄμισθοι. Ξέχασαν τὴν συμφωνία ποὺ ἔκαναν μαζί Του καὶ κινούμενοι ἀπὸ ἐγωϊσμὸ καὶ φθόνο ἄρχισαν νὰ παραπονοῦνται: «Λαβόντες ἐγέγγυζον κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας, τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα», (στὶχ. 11, 12).
Τέτοιος γογγυσμὸς ὅπως τὸν παρουσιάζει ἡ παραβολή, ἔγινε ὅταν ἐξανέστησαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, διότι γίνονταν δειλοὶ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀπαιτοῦσαν τήρηση ὅλων τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου (περιτομή, καθαρισμὸς κ.λπ.). Τὸ ζήτημα διευθετήθηκε μὲ τὴν Ἀποστολικὴ σύνοδο, ἡ ὁποία ἀπάλλαξε τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐργάστηκαν ἀπὸ νωρὶς στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου καὶ ἀπέχουν ἀπὸ βαρειά ἁμαρτήματα, πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ πίστη τους στὸ Θεὸ καὶ ἡ προφύλαξή τους ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες καὶ ἐγκλήματα εἶναι ἔργο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοὺς ἐγκατέλειπε ἔστω καὶ γιὰ λίγο, εἶναι δυνατὸν νὰ διαπράξουν κάθε ἁμαρτία. Αὐτοὶ ποὺ ἐργάστηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα καὶ ἀπαιτοῦν μεγαλύτερο μισθὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους προβάλλουν δικαιολογία ὅτι αὐτοὶ ἐβάστασαν τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα. Ἐξυψώνουν τὴν ἀξία τους καὶ ὑποτιμοῦν τὴν ἀξία τῶν ἄλλων.
Πέραν ὅμως ἀπὸ τὶς δικαιολογίες ποὺ προβάλλουν, (μερικὲς μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα μπορεῖ νὰ εὐσταθοῦν), ἡ συμπεριφορὰ τους προδίδει ἐγωϊσμὸ καὶ φθόνο. Δύο πάθη ποὺ ἂν δὲν προσεχθοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχή, μποροῦν νὰ ἀκυρώσουν κάθε καλὸ ποὺ οἱ ἐργάτες ἔπραξαν καὶ νὰ τοὺς στερήσει τὸν μισθό.
Μία παρόμοια συμπεριφορὰ στηλιτεύει ὁ Χριστὸς στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, ὁ ὁποῖος φαινομενικὰ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Πατέρα. Ὁ φθόνος ὅμως καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς δὲν τὸν ἄφησαν νὰ χαρεῖ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀλλὰ μετανοημένου ἀδελφοῦ του. Καὶ πάλι ἐδῶ μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀσώτου, μὲ ἐκείνη τὴν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν, ποὺ μετανοοῦντες βαπτίζονται καὶ γίνονται Χριστιανοὶ καὶ Ἅγιοι, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι, (ἀντιστοιχοῦν στὸν πρεσβύτερο υἱὸ), ἀπὸ φθόνο καὶ ἐγωϊσμὸ μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸν οἶκο τοῦ Πατρός.
Συμπέρασμα: Ἀκόμα καὶ ἂν ἀπὸ νωρὶς στὴ ζωὴ μας ἔχουμε ἔργα εὐσεβείας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ δὲν καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ φθόνο καὶ ἐγωϊσμό, κινδυνεύουμε νὰ τὰ χάσουμε ὅλα. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καὶ ἡ ἀγάπη τὸ ἐπιστέγασμά της.
5. Ἡ ἀναίρεση τῶν παραπόνων
Στὰ παράπονα τῶν ἐργατῶν, «τῶν ἐργασαμένων ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας», ὁ οἰκοδεσπότης δίνει τρεῖς λογικὲς ἀπαντήσεις:
Πρῶτον, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν τοὺς ἀδικεῖ, «ὁ δὲ ἀποκριθείς εἶπεν ἐπ᾿ αὐτῶν. Ἕταιρε οὐκ ἀδικῶ σε οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι, ἄρον τὸν σὸν καὶ ὕπαγε. Θέλω δὲ τούτω τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ σοὶ», (στὶχ. 15, 14), δηλαδὴ «φίλε δὲν σὲ ἀδικῶ. Ἕνα δηνάριο δὲν συμφωνήσαμε ὡς ἡμερομίσθιο; Πάρτο καὶ πήγαινε. Ἐὰν ἐγὼ θέλω νὰ δώσω στὸν τελευταῖο ὅσο καὶ σὲ σένα, εἶναι δική μου δουλειά».
Ἐδῶ κάνει μεγάλη ἐντύπωση ὁ τρόπος ποὺ ὁ οἰκοδεσπότης φέρεται στοὺς ἐργάτες του. Ἀπαντᾶ στὸν προκλητικὸ ἐργάτη χωρὶς ὀργὴ καὶ θυμὸ, ἀλλὰ μὲ τρόπο μαλακὸ καὶ φιλικὸ καὶ μὲ ἀποδείξεις λογικὲς καὶ ἀδιαμφισβήτητες. Μὲ πραότητα καὶ μὲ εὐγένεια καὶ μὲ ἀπάντηση προσωπικὴ, «ἕταιρε οὐκ ἀδικῶ σοι».
Ὁ Θεός, μολονότι δὲν ἔχει καμμιὰ ἀνάγκη νὰ κάνει συμφωνίες μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐν τούτοις ἕνεκα τῆς ἀπείρου ἀγαθότητας καὶ εὐσπλαχνίας Του, καταδέχεται νὰ γίνει ὀφειλέτης μὲ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δίνει σὲ ὅσους ἀναλαμβάνουν νὰ ἐργασθοῦν τὰ ἔργα Του. Καὶ μένει πάντα πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του.
Μὲ τὸ «θέλω δοῦναι τῷ ἐσχάτῳ ὡς καὶ σοὶ» προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν παραπονούμενο, ὅτι εἶναι παράλογο νὰ ἀπαιτεῖ ὁ ἐργάτης, (δηλαδὴ ὁ κάθε ἄνθρωπος), ἀπὸ τὸν οἰκοδεσπότη, (δηλαδὴ τὸ Θεὸ), νὰ κανονίζει τὴ συμπεριφορὰ του ἀνάλογα μὲ τὴ θέληση τοῦ ἐργάτη. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δική του ἐλευθερία καὶ θέληση.
Δεύτερον ἀποδυκνύει ὅτι, διαθέτει ὅπως θέλει τὰ δικά του ἀγαθά. «Ἡ οὐκ ἔξεστὶ μοι ποιῆσαι ὅ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς;», δηλαδὴ μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ διαθέσω ὅπως θέλω τὰ δικά μου ἀγαθά;
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτος Κύριος ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Τὰ κυβερνᾶ ὅλα κατὰ τὴ θέλησή Του, ἀντίθετα μὲ μᾶς ποὺ δὲν ἔχουμε τίποτα δικό μας, οὔτε δικαιούμεθα νὰ διαθέτουμε ὅτι κατέχουμε ὅπως θέλουμε. Δὲν ἔχουμε τίποτα δικό μας, χρήματα, κτήματα, ἱκανότητες, ἀξιώματα. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἔχει διορίσει διαχειριστὲς καὶ οἰκονόμους. Καὶ θὰ μᾶς ζητήσει λόγο γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειριστήκαμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἐμπιστεύτηκε.
Τρίτον ἀποδεικνύει ὅτι, αἰτία τῶν παραπόνων εἶναι ὁ φθόνος, (ὁ φθόνος στὴ Ἁγία Γραφὴ παριστάνεται ὅτι ἐμφανίζεται στὸ μάτι τῶν ἀνθρώπων, βλ. Δεύτερον ιε΄ 9 καὶ Μὰρκ. ζ΄ 22), καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγει πρὸς τὸν ἐργάτη, (δοῦλο): «Ἤ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἐστίν, ὅτι ἐγὼ ἀγαθὸς εἰμί», (στὶχ. 15). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν φθόνο, «πονηρὸ ὀφθαλμό». Διότι τὸ μάτι κυρίως εἶναι ἡ θύρα ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται τὸ πάθος αὐτό, ὅπως καὶ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἀνηθικότητας.
Εἶναι ὁ φθόνος, ἡ πονηριὰ καὶ κακία, ἕνεκα τῆς ὁποίας δυσαρεστεῖται καὶ λυπεῖται ὁ φθονερός, ὅταν βλέπει στὸν ἄλλο νὰ κατέχει κάτι καλό, ὡραῖο καὶ ζηλευτό. Ὁ φθόνος καὶ ἡ κακία δὲν φέρνει ποτὲ κάποια εὐχαρίστηση, ὅπως ἄλλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ πάντοτε μίσος, παράπονα, δυστροπία, ἀπέχθεια καὶ κακοὺς λογισμούς. Ὁ φθονερὸς ξερριζώνει ἀπὸ τὴν ψυχὴ του κάθε αἴσθημα ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον του, ἀλλὰ καὶ κάθε αἴσθημα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό.
Εἶναι πράγματι ἀπαίσιο πάθος ὁ φθόνος καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ στρέφουμε ἄγρυπνη τὸν προσοχὴ στὴν ψυχή μας. Ἀκόμα καὶ ἂν ἐργαζόμαστε «στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου», ἐὰν γεννηθεῖ μέσα μας φθόνος καὶ δὲν ξερριζωθεῖ ἔγκαιρα, θὰ γίνει ἐπικίνδυνο καρκίνωμα ποὺ καὶ τὴν ἐδῶ ζωή μας θὰ δηλητηριάζει καὶ θὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὴν σωτηρία μας. Διότι κάποτε θὰ ἔλθει ἡ ἑσπέρα τοῦ κόσμου, θὰ ἔλθει ὁ Κριτὴς καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε ἐνώπιόν Του γιὰ τὴν μισθοδοσία. Ἐκεῖ γιὰ τοὺς φθονεροὺς ἐπιφυλάσσει μία δυσάρεστη ἔκπληξη, τὴν ὁποία προλέγει στὸν τελευταῖο στίχο τῆς παρούσας παραβολῆς.
6. Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς παραβολῆς
«Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι. Πολλοὶ γὰρ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοὶ», (στὶχ. 16).
Στὸν στίχο 14 μὲ τὶς λέξεις «ἄρον τὸν σὸν καὶ ὕπαγε», δείχνει ὁ Κύριος ὅτι στοὺς γογγυστὲς καὶ φθονεροὺς δούλους ἔδωσε μισθό, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ νόημα τῆς παραβολῆς ἀπαιτεῖ νὰ μὴν πάρουν μισθό, διότι οἱ φθονεροὶ καὶ ἐγωϊστές, ἂν μέχρι τέλους δὲν διορθωθοῦν, θὰ τιμωρηθοῦν, ἀσχέτως ἂν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ φαίνονται ζηλωτὲς καὶ θρῆσκοι. Ὁ μισθὸς ὅμως ποὺ δόθηκε στοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος, δόθηκε σύμφωνα μὲ τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο, ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ μὴν στερηθοῦν τὴν ἀμοιβὴ γιὰ τοὺς κόπους τῆς ἐργασίας τους.
Στὸ τέλος τῆς παραβολῆς ἡ κρίση τοῦ δικαίου Κριτὴ μᾶς προκαλεῖ ἔκπληξη, ὅταν ἀναδεικνύει τοὺς ἔσχατους πρώτους καὶ τοὺς πρώτους ἔσχατους. Οἱ λόγοι Του αὐτοὶ ἔχουν ἐφαρμογὴ γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ συγκεφαλαιώνει τὴν ὅλη διδασκαλία τῆς παραβολῆς ὅταν, εἰς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐμεῖς νομίζαμε μικροὺς καὶ ἄσημους, θὰ ἀποδειχθοῦν μεγάλοι. Ἀντίθετα πολλοὶ μεγαλόσχημοι στὴ ζωὴ ἐδῶ, ποὺ νομίζαμε ὅτι θὰ κατέχουν μεγάλη θέση, θὰ ἀποδειχθοῦν ἐλάχιστοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Χριστοῦ βρῆκαν ἐφαρμογὴ, (στοὺς σύγχρονους τοῦ Χριστοῦ), Ἰουδαίους. Ἐθεωροῦντο ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς λαός, ποὺ ἐκάλεσε ὁ Θεὸς στὴν ἀληθινὴ λατρεία καὶ ἀποδείχθηκαν τελευταῖοι. Ἀντίθετα οἱ εἰδωλολάτρες ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν τελευταῖοι στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἀποδείχθηκαν πρῶτοι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Τέλος, πολλοί τούς ὁποίους κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ γίνουν Χριστιανοὶ καὶ ἀπεδέχθησαν τὴν κλήση, βαπτίσθηκαν καὶ ἔτρεξαν γιὰ κάποιο χρόνο τὸν δρόμο τῆς χριστανικῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἔπειτα γύρισαν πίσω στὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου ἢ ἔθρεψαν μέσα στὴν ψυχὴ τους ἐγωϊσμὸ καὶ φθόνο, θὰ κινδυνεύσουν νὰ χάσουν τὸ μισθό τους. Γι᾿ αὐτὸ προλέγει ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι, θὰ κληθοῦν πολλοὶ γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λίγοι θὰ ἀποδειχθοῦν ἐκλεκτοί.
Ἔχοντας ὑπόψη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τοὺς τελευταίους λόγους τοῦ Κυρίου, λέγει: «Διά τοῦτο παρακαλῶ νὰ καταβάλωμεν κάθε σπουδὴν καὶ προσπάθειαν διὰ νὰ σταθῶμεν εἰς τὴν ὀρθὴν πίστην καὶ νὰ δείξωμεν βίον ἄριστον. Διότι ἂν δὲν κατορθώσωμεν βίον ἄξιον τῆς πίστεως, θὰ λάβωμεν τὴν ἔσχατην τιμωρίαν».
Δὲ θὰ μᾶς ὠφελήσει, ἡ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας διατήρηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε στὴ ζωή μας καὶ δὲν διατηρήσουμε μέχρι τέλους ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τέλος, ἂν δὲν ἀπορρίψουμε κάθε ἀξίωση πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ μελλοντικὴ ἀμοιβή, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος δίκαιος Κριτής, ποὺ θὰ ἀμείψει τὸ ἔργο τοῦ καθενὸς μὲ ἀπόλυτη Δικαιοσύνη.