Ποιὲς; οἱ γυναῖκες δὲν ἔχουν ἀντοχή; Ἐγὼ τὶς ἔχω φοβηθῆ τὶς γυναῖκες. Ἔχουν πολλή ἀντοχή.
Ἡ γυναίκα μπορεῖ στὸ σῶμα νὰ εἶναι ἀδύναμη, νὰ ἔχη λιγώτερες σωματικὲς δυνάμεις ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ ἔχει, ἄν τὴν δουλεύη, ἔχει τέτοια ἀντοχή, ποὺ ξεπερνάει τὴν ἀνδρικὴ δύναμη.
Ὁ ἄνδρας, ναὶ μὲν ἔχει σωματικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν καρδιὰ ποὺ ἔχει ἡ γυναίκα. Νὰ, πρόσεξα μιὰ γάτα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι μὲ τὰ γατιά της. Ἦταν ἀδύνατη, ἡ κοιλιά της κολλημένη σὰν πλάκα.
Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνα μεγάλο σκυλὶ ποὺ ἦταν καὶ κυνηγητικό. Ὁ Κούρδης, ὁ γάτος, τὸ ἔβαλε στὰ πόδια. Ἐκείνη σηκώθηκε ἐπάνω, καμπούριασε, ἀγρίεψε, ἦταν ἕτοιμη νὰ ὁρμήση ἐπάνω στὸ σκυλί. Ἀπόρησα, ποῦ βρῆκε τέτοιο θάρρος! Βλέπεις, εἶχε τὰ γατάκια της.
Ἡ μάνα πονάει, κουράζεται, ἀλλὰ δὲν αἰσθάνεται οὔτε τὸν πόνο οὔτε τὴν κούραση. Ζορίζει τὸν ἑαυτὸ της, ἀλλὰ, ἐπειδὴ ἀγαπάει τὰ παιδιὰ της, ἀγαπάει τὸ σπίτι της, ὅλα τὰ κάνει μὲ χαρά. Πιὸ πολύ κουράζεται ἕνας ποὺ ξαπλώνει συνέχεια παρὰ αὐτὴ.
Θυμᾶμαι, ἡ μάνα μου, ὅταν ἤμασταν μικρά, ἔπρεπε νὰ κουβαλάη τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν βρύση ποὺ ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι μας· ἔπρεπε νὰ μαγειρεύη, νὰ ζυμώνη, νὰ πλένη τὰ ροῦχα, νὰ πηγαίνη καὶ στὸ χωράφι.
Ἔκανε δηλαδὴ ὅλες τὶς δουλειές, εἶχε κι ἐμᾶς τὰ παιδιὰ νὰ τὴν ζαλίζουμε καὶ νὰ κάνη καὶ τό δικαστήριο, ὅταν μαλώναμε.
Ἔλεγε ὅμως: «Αυτὸ εἶναι τὸ καθῆκον μου·εἶμαι ὑποχρεωμένη νὰ τὰ κάνω ὅλα, χωρὶς νὰ γογγίζω». Τὸ ἔλεγε μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἀγαποῦσε τὸ σπίτι, ἀγαποῦσε τὰ παιδιά της, καὶ δὲν κουραζόταν μὲ τὶς δουλειὲς· ὅλα τὰ ἔκανε μὲ τὴν καρδιά της, μὲ χαρά.
Καὶ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, τόσο πιὸ πολὺ ἡ μητέρα ἀγαπᾶ τὸ σπίτι. Παρόλο ποὺ περνᾶ ἡ ἡλικία, θυσιάζεται πιὸ πολὺ, γιὰ νὰ μεγαλώση καὶ τὰ ἐγγονάκια της. Καὶ ἐνῶ οἱ δυνάμεις της λιγοστεύουν, ἐπειδὴ ὅμως τὸ κάνει μὲ τὴν καρδιὰ της, ἔχει περισσότερο κουράγιο καὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ κουράγιο ποὺ εἶχε στὰ νιάτα της.
-Καὶ στὴν ἀρρώστια, Γέροντα, ἡ γυναίκα ἔχει μεγαλύτερη ψυχραιμία ἀπὸ τὸν ἄνδρα.
-Ξέρεις τί γίνεται; Ἡ μητέρα μὲ τὶς ἀρρώστιες τοῦ παιδιοῦ ἔχει ἀντιμετωπίσει πολλὲς φορὲς τὴν ἀρρώστια καὶ ἔχει πολλὲς ἐμπειρίες.
Θυμᾶται πόσες φορές ἀνέβηκε ὁ πυρετὸς καὶ ξανακατέβηκε. Εἶδε διάφορες σκηνὲς· τὸ παιδὶ νὰ πνίγεται ἤ νὰ λιποθυμάη καὶ μὲ ἕνα –δυὸ χτυπήματα νὰ συνέρχεται κ.λ.π.
Ὁ ἄνδρας δὲν τὰ βλέπει αὐτὰ καὶ δὲν ἔχει τέτοιες ἐμπειρίες. Γι’ αὐτό, ἄν δῆ τὸ παιδὶ καμμιὰ φορὰ μὲ πυρετὸ ἤ λίγο χλωμό, πανικοβάλλεται καὶ ἀρχίζει: «Τὸ παιδὶ χάνεται! Τί θὰ κάνουμε τώρα; Τρέξτε, φωνάξτε τὸν γιατρό!».
Από το βιβλίο Λόγοι Γ. Παϊσίου του Αγιορείτου, – εκδ. Ι. Μ. Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής, τόμος Δ’ Οικογενειακή ζωή