Γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης*
Διακόσια συν δύο χρόνια μετά την έναρξη της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821 έχει γίνει κατανοητό, ότι ο ένοπλος Αγώνας για την Ελευθερία αποτελεί το πρωταγωνιστικό γεγονός του Νέου Ελληνισμού, όπως περιγράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση».
Η απόφαση να σπάσουν τις αλυσίδες του καταπιεστή και του κατακτητή, να αντισταθούν στην πείνα και τις σφαγές, στο παιδομάζωμα και την εκμετάλλευση, να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αναστολές και τις φοβίες, την πίκρα και το άδικο, την προδοσία, τις κατασκευασμένες κατηγορίες και τις καταδικαστικές αποφάσεις, την αγνωμοσύνη, τις διώξεις, ακόμη και την απειλή θανάτου ή ακόμη και τον ίδιο το θάνατο, είναι συγκλονιστική. Αμέτρητα είναι τα περιστατικά ανδρείας, θάρρους, αποφασιστικότητας των Ελληνίδων και των Ελλήνων που ωθήθηκαν από τις πανανθρώπινες αξίες και αρχές, την ελληνική κληρονομιά, την ιστορία και την παράδοση, την ακλονητη πίστη, για να κατορθώσουν το «ποθούμενο», να αποκτήσουν το αυτεξούσιο, την Ελευθερία. Η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους είναι αναμενόμενη, αντίδραση η οποία αφού δεν μπόρεσε να καταστείλει την αντίσταση των κλεφτών, των αρματολών και των καπεταναίων χρησιμοποίησε τις μαζικές σφαγές, τα Ολοκαυτώματα των αμάχων, των γυναικόπαιδων, των ηλικιωμένων, για να καμφθεί το ηθικό των επαναστατών, να εξαφανιστεί τελείως το όραμα Ελευθερίας.
Οι πρώτες μαζικές δολοφονίες γίνονται με την έναρξη της Επανάστασης στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Κασσάνδρα, στη Λάρισα, στη Σμύρνη και τις Κυδωνίες, στη Λέσβο, στην Κω και τη Ρόδο, στην Κρήτη, στην Κύπρο. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, οι δημογέροντες, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι Φαναριώτες, οι κεφαλές του Ελληνικού λαού είναι οι στόχοι.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ο πρώην Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ΄, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και χιλιάδες άλλοι σφαγιάστηκαν μέσα σε λίγες ημέρες , ως ένα ξεκάθαρο μήνυμα της εξουσίας απέναντι στους εξεγερμένους.
Θα ακολουθήσει η σφαγή στη Σαμοθράκη την 1η Σεπτεμβρίου του 1821. Από τους 15.000 κατοίκους θα σωθούν μόνο 33 οικογένειες, οι υπόλοιποι είτε θα θανατωθούν είτε θα πωληθούν στα σκλαβοπάζαρα.
Στη συνέχεια έχει σειρά η Χίος στο χρονικό διάστημα 30 Μαρτίου-2 Απριλίου 1822, όπου θα δολοφονηθούν πάνω 50.000 Έλληνες, πάνω από 20 χιλιάδες θα πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Σμύρνης και της Αλεξάνδρειας ,ενώ θα σωθούν μερικές χιλιάδες.
Η Κάσος ήταν ο επόμενος στόχος των σφαγέων τον Ιούνιο του 1824, σε μία ακόμη προσπάθεια αιματηρής καταστολής της Επανάστασης. Η αρπαγή, η λεηλασία, οι βιασμοί και κάθε είδους κτηνωδία ήταν το αποτέλεσμα. Δολοφονήθηκαν πάνω από 3.000 Έλληνες σε συνολικό πληθυσμό 7.000 ενώ 2.000 γυναικόπαιδα πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Ακολουθεί η καταστροφή των Ψαρών την 21η Ιουνίου 1824, όταν από τους 30.000 κατοίκους του νησιού και οι 18.000 δολοφονήθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Ακολουθούν οι σφαγές του Ιμπραήμ σε όλη τη Πελοπόννησο που λίγο έλειψαν όχι μόνο να αφανίσουν την Παλιγγενεσία, αλλά και να ερημώσουν τελείως το Μοριά με την εκτεταμένη καταστροφή των φυσικών πόρων, της αγροτικής και της κτηνοτροφικής ζωής.
Ενώ η Έξοδος του Μεσολογγίου (10-11 Απριλίου 1826), αποτελεί μία ακόμη μαρτυρία της πολιτικής των μαζικών σφαγών αφού από τους 12.000 Ελεύθερους Πολιορκημένους θα σωθούν μόνο 1.200, ενώ γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα πωλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.
Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας (Απρίλιος 1822) υπήρξε ένα ακόμη δείγμα της πρωτοφανούς αγριότητας των Τούρκων και των συμμάχων τους να καταστείλουν την Επανάσταση και αποτέλεσε μία ακόμη μαρτυρία αυτοθυσίας των καταπιεσμένων Ελληνίδων και Ελλήνων για την Ελευθερία.
Η Επανάσταση στη Μακεδονία εξαπλώθηκε σαν φωτιά όπως και στον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο. Η δράση του Εμμανουήλ Παππά στην κεντρική Μακεδονία και το Άγιο Όρος, τα ένοπλα σώματα του Καπετάν Χάψα στη Χαλκιδική, η εξέγερση στη Μονή της Παναγίας Δοβρά στη Βέροια και το κίνημα στον Όλυμπο καθώς και το μεγάλο επαναστατικό κίνημα στη Νάουσα, είναι μερικά από τα πολλά δείγματα της συμμετοχής των Μακεδόνων στην παλιγγενεσία .
Η Νάουσα, κατά την περίοδο πριν την Επανάσταση, υπήρξε ένα σημαντικό, οικονομικό, εμπορικό, διαμετακομιστικό και πολιτιστικό κέντρο. Ο Αλή Πασά, είχε επιχειρήσει τρεις φορές (1795, 1798, 1804) να την κατακτήσει χωρίς, να τα καταφέρει, χάρη στην σθεναρή αντίσταση των κατοίκων και τον πολυποίκιλο αγώνα, που κατέβαλε ο Ζαφειράκης (Λογοθέτης) Θεοδοσίου.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1822, οι Έλληνες επαναστάτες θα εισβάλλουν στη Νάουσα, θα καταλάβουν την πόλη, κηρύσσοντας την επανάσταση από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Λίγο αργότερα, θα αποφασίσουν να κινηθούν και κατά της Βέροιας, ωστόσο αυτή τους η προσπάθεια θα αποτύχει, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν ξανά περιμετρικά ή πίσω από τα τείχη της Νάουσας.
Ο Ζαφειράκης και ο Δημήτριος (Τσάμης) Καρατάσος αναδεικνύονται ως ο πολιτικός και ο στρατιωτικός αρχηγός αντίστοιχα. Οι δυο επαναστάτες, σε συνδυασμό με τον οπλαρχηγό της Έδεσσας Αγγελή Γάτσο, αποφασίζουν να κηρύξουν την επανάσταση, δίχως να αναμένουν υποστήριξη από τις υπόλοιπες εξεγερμένες περιοχές της Μακεδονίας, ως ελάχιστη αντίδραση στην απόφαση του Μεχμέτ Εμίν πασά να πάρει ομήρους από επιφανείς οικογένειες. Οι Έλληνες της Νάουσας έχοντας ενισχύσεις και πολεμοφόδια που έφεραν ο Νικόλαος Κασομούλης και ο Γρηγόριος Σάλας, κλείστηκαν στην πόλη, λαμβάνοντας την απόφαση για αντίσταση μέχρις εσχάτων.
Τη νύχτα της 12ης προς την 13η Απριλίου 1822, η πόλη της Νάουσας πέφτει. Οι σφαγές, οι δηώσεις, οι βιασμοί, οι εξανδραποδισμοί όλων ανεξαιρέτως, ανδρών και γυναικόπαιδων, είναι απερίγραπτες, όπως και τα βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν. Μόνο ο Ζαφειράκης μαζί με πεντακόσιους άνδρες του παραμένει ταμπουρωμένος σε έναν πύργο, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για τους υπόλοιπους, ώστε να διαφύγουν. Ο Ζαφειράκης θα αφήσει στον πύργο μόνο μια μικρή φρουρά και θα προσπαθήσει να διαφύγει και αυτός, ωστόσο θα πεθάνει μαχόμενος, κατευθυνόμενος στο ναό του Αγίου Νικολάου.Οι εναπομείναντες μαχητές δολοφονήθηκαν όλοι, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν μαζί τους. Οι βιαιότητες δεν σταμάτησαν όμως εδώ, αφού η πόλη ισοπεδώθηκε. Σχολεία και εκκλησίες καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ δολοφονήθηκαν και όσοι κατέφυγαν για προστασία στο εσωτερικό τους, αναζητώντας άσυλο. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου λεηλατήθηκε και ο πρωτοσύγκελος Γρηγόριος κατακρεουργήθηκε. Η περιγραφή του ιστορικού Διονύσιου Κόκκινου είναι χαρακτηριστική: «Το αίμα εχύνετο άφθονον. Αι θριαμβευτικαί ιαχαί και οι ύβρεις των Τούρκων, τα βογγητά των πληγωμένων και αι σπαρακτικαί κραυγαί των γυναικών αποτελούσαν τον σάλαγον (βουητό, θόρυβος) των τραγικών εκείνων ωρών. Εντός του ναού του Αγίου Γεωργίου εφονεύθη καταληφθείς εις στιγμάς της δεήσεως ο εκ Πέτρας του Ολύμπου Παπαγιάννης, μαζί με άλλους τέσσερας ιερείς».
Δεκατρείς γυναίκες με τα παιδιά τους θα παγιδευτούν στην περιοχή Στουμπάνοι και θα πέσουν στα παγωμένα νερά του ποταμού Αραπίτσα, προτιμώντας το θάνατο από το να ατιμαστούν. Οι κωμοπόλεις και χωριά πέριξ της Νάουσας θα καταστραφούν ολοσχερώς. Ο Αλβανός μισθοφόρος που αρνήθηκε να επιτεθεί στον Ζαφειράκη κατόπιν διαταγής θα αποκεφαλιστεί. Φρικτά βασανιστήρια περίμεναν τους επιζώντες της σφαγής: τους έδερναν με ρόπαλα και έπειτα τους έκοβαν το λαρύγγι, έβαζαν φωτιά στα παιδιά μπροστά στα μάτια των μητέρων τους, ενώ τα κομμένα κεφάλια των Ζαφειράκη και Καρατάσου θα προσφερθούν επί πινακίω στο Μεχμέτ Εμίν. Οι σύζυγοί τους θα εκτελεστούν απάνθρωπα: η πρώτη θα κλειστεί σε τσουβάλι με γάτες και ποντίκια, ενώ η δεύτερη σε τσουβάλι με φίδια.
Ελάχιστοι ήταν αυτοί που επιβίωσαν, καταφεύγοντας στη νότια Ελλάδα, με σκοπό να συνεχίσουν τον αγώνα Ελευθερίας , αγώνα τον οποίον οι πρωτοφανές αγριότητες και η ανηλεείς σφαγές πίστευαν οι θύτες ότι θα τον κάμψουν, εντούτοις με το αδικοχαμένο αίμα των Ελλήνων θα τον θεμελίωναν ακόμη πιο βαθιά !
Έσχατο, αλλά όχι τελευταίο, για τη θυσία των προγόνων μας και για την Ελευθερία (μας): Ο Νικόλαος Κοκοβίτης μετά τον αποκεφαλισμό του πήρε την κεφαλή του ανά χείρας και άρχισε να περπατάει για πολλά μέτρα, με τον σοκαρισμένο αρχηγό των σφαγέων να διατάσσει αμέσως την παύση του μαζικού εγκλήματος…
Η Ελευθερία (μας) είναι «θεμελιωμένη εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα», γράφει ο έντιμος δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, ο οποίος αρνήθηκε να καταδικάσει τον πρωταγωνιστή της Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η Ελευθερία μας βασίζεται στην αντίσταση των ενόπλων και τη θυσία των αμάχων στα Ολοκαυτώματα, στις Σφαγές, στο “Χαλασμό”, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη, στο Αίγιο, στην Πάτρα, στο Άργος, στο Γαλαξείδι, στη Σμύρνη, στη Λέσβο, στις Κυδωνιές, στην Κω, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στη Θεσσαλονίκη, στην Κασσάνδρα, στη Σαμοθράκη, στη Χίο, στη Νάουσα, στην Κάσο, στα Ψαρά, στην Ανδρίτσαινα, στο Μεσολόγγι.
Μαρτυρικός και μακρύς κατάλογος ο οποίος δεν εξαντλείται εδώ, αλλά είναι η ενδεικτική καταγραφή των μαζικών εγκλημάτων των Τούρκων και των συμμάχων τους, που αποκαλύπτουν και φανερώνουν το φόρο αίματος των προγόνων μας, το μέγεθος του τιμήματος της Ελευθερίας μας.
* Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου και το κείμενο είναι μέρος της ομιλίας του στην παρουσίαση του βιβλίου του «Ολοκαυτώματα και Σφαγές στην Επανάσταση του 1821», παρουσίαση η οποία έγινε στις εκδηλώσεις για την 201η επέτειο από το Ολοκαύτωμα της Νάουσας.