TO ΣΩMA TOY ANΘΡΩΠOY

(Ἀ­πὸ  Ὀρ­θό­δο­ξη καὶ Θε­ο­λο­γι­κὴ ἄ­πο­ψη)

Χ. Χ.

 «Οὒκ οἲ­δα­τε ὃ­τι τό σῶ­μα ὑ­μῶν να­ός τοῦ ἐν ὑ­μῖν Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐ­στίν, οὐ ἒ­χε­τε ἀ­πό Θε­οῦ καί οὐκ ἐ­στέ ἑ­αυ­τῶν;» (Α΄ Κορ. στ&prime ; 19).

Στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ καὶ Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που θε­ω­ρεῖ­ται βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­φυ­ὲς «ὑ­λι­κο­πνευ­μα­τι­κὸ ὂν», δηλ. ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ σῶ­μα καὶ ψυ­χή. Αὐ­τὰ τὰ δύ­ο δὲν χω­ρί­ζον­ται. Τὰ δύ­ο αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α μα­ζὶ συ­νι­στοῦν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὀν­τό­τη­τα. Ἔ­τσι τὸ ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δύ­ο αὐ­τὰ κα­νά­λια.

Ὁ Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει, πώς ὁ σύν­δε­σμος σώ­μα­τος καὶ ψυ­χῆς εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ στε­νός. Ἔ­τσι τὸ θέ­λη­σε ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ἔ­πλα­σε τὸν ἄν­θρω­πο «χοῦν ἀ­πό τῆς γῆς καί ἐ­νε­φύ­ση­σεν ἐν αὐ­τῷ πνο­ήν ζω­ῆς» (Γεν. Β’ 7), γιὰ νὰ μὴν λέ­με ὅ­τι τὸ σῶ­μα μας εἶ­ναι ἐ­χθρι­κὸ πρὸς τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ μι­σοῦ­με, «ἳ­να μή ὡς ἀλ­λό­τριον (ξέ­νο) πεί­θω­σιν τι­νές μι­σεῖν».

Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λοι λα­οὶ (Αἰ­γύ­πτιοι, Ἀσ­σύ­ριοι, Πέρ­σες,  κ.λ.π.) ὅ­πως καὶ οἱ ση­με­ρι­νοὶ φι­λό­σο­φοι κυ­ρί­ως Ἀ­να­το­λι­κῶν καὶ γνω­στι­κῶν θρη­σκει­ῶν, δι­α­κη­ρύτ­τουν, πὼς τὸ σῶ­μα εἶ­ναι φυ­λα­κὴ τῆς ψυ­χῆς, π.χ. Ὁ Πλά­των, στὸν μύ­θο τοῦ Φαὶ­δρου, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, χά­νον­τας τὸ φτέ­ρω­μά της, κα­τα­κρη­μνί­ζε­ται στὸν κό­σμο τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως καὶ τῆς φθο­ρᾶς καὶ φυ­λα­κί­ζε­ται μέ­σα στὸ σῶ­μα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς φυ­λα­κί­ζε­ται κά­ποι­ος μέ­σα σ᾿ ἕ­να μνῆ­μα. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι ἔ­λε­γαν «Τό μέν σῶ­μα ἐ­στίν ὑ­μῖν σῆ­μα (δηλ. μνῆ­μα)», δηλ. τὸ σῶ­μα μας εἶ­ναι μνῆ­μα καὶ φθο­ρά.

Ὑ­πῆρ­ξαν ὅ­μως δι­ά­φο­ροι φι­λό­σο­φοι καὶ αἱ­ρε­τι­κοὶ κα­τὰ και­ροὺς (τοὺς ὁ­ποί­ους βε­βαὶ­ως κα­τε­δί­κα­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α), ποὺ πί­στευ­αν ὅ­τι τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἡ πη­γὴ ὅ­λων τῶν κα­κῶν. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ με­γά­λος νε­ο­πλα­τω­νι­κὸς φι­λό­σο­φος Πλω­τί­νος (3ος μ.Χ. αἰ­ῶνας) «αἰ­σθα­νό­ταν ντρο­πὴ ποὺ εἶ­χε σῶ­μα». Ἀ­πέ­φευ­γε νὰ μι­λά­ει γιὰ τὴν κα­τα­γω­γή του, τοὺς προ­γό­νους του ἢ τὴν πα­τρί­δα του. Δὲν δε­χό­ταν οὔ­τε κἄν νὰ τὸν πλη­σιά­σει γλύ­πτης ἢ ζω­γρά­φος, γιὰ νὰ φτιά­ξουν τὴν προ­το­μὴ ἢ τὸ πορ­τραῖ­το του. Ἔ­λε­γε δὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ: «Δὲν φτά­νει ποὺ ἔ­χου­με φορ­τω­θεῖ αὐ­τὴ τὴ ἐ­φή­με­ρη μορ­φὴ (τὸ σῶ­μα), για­τί νὰ θέ­λει κα­νεὶς νὰ τὴν δι­α­τη­ρή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό, σὰν νὰ εἶ­ναι κά­τι ποὺ ἀ­ξί­ζει» (βλ. Πορ­φυ­ρί­ου: ’’Περί Πλω­τί­νου Βί­ου­’’). Ση­μει­ώ­νου­με ὅ­τι ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ Πλω­τί­νου Πορ­φύ­ριος, ἦ­ταν μα­θη­τὴς καὶ φί­λος του. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τὴ ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α δι­ό­τι εἶ­ναι ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὴ τῶν ἀ­πό­ψε­ων ποὺ δέ­σπο­ζαν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη, ὅ­ταν ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ἦρ­θε σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν Ἀρ­χαῖ­ο κό­σμο.

Στὸν ἀρ­χαῖ­ο κό­σμο δι­α­τυ­πώ­θη­καν ποι­κί­λες ἀ­πό­ψεις γιὰ τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἀνθρω­πί­νου σώ­μα­τος. Ἀ­πὸ τὴν «εἰ­δω­λο­ποί­η­ση» τῆς ὀ­μορ­φιᾶς του μέ­χρι τὴν «ἄ­κρα πε­ρι­φρό­νη πε­ρι­φρό­νη­σή του», λό­γω τῆς φθαρ­τό­τη­τάς του. Κα­τὰ τοὺς Ἑλ­λη­νι­στι­κοὺς χρό­νους, με­γά­λη ἀ­πή­χη­ση εἶ­χε ἡ ἄ­πο­ψη τοῦ Πλα­τω­νι­σμοῦ ὅ­τι με­γα­λύ­τε­ρη προ­τε­ραι­ό­τη­τα καὶ ἀ­ξί­α ἔ­χει ἡ ψυ­χή, ἐ­νῶ τὸ σῶ­μα εἶ­ναι «σῆ­μα» δηλ. ὁ τά­φος της. Τὸ σῶ­μα δηλ. ἐ­θε­ω­ρεῖ­το τά­φος ἢ πε­ρί­βλη­μα καὶ φυ­λα­κὴ τῆς ψυ­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α καὶ ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀπ᾿ αὐ­τό. Ὁ στω­ϊ­κὸς φι­λό­σο­φος καὶ Αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώμης Μάρ­κος Αὐ­ρή­λιος ἔ­γρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ «Εἶ­σαι μί­α φτω­χὴ ψυ­χὴ ποὺ κου­βα­λά­ει ἕ­να πτῶ­μα». Μό­νο ἡ ψυ­χὴ ὡς πνευ­μα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα προ­σέ­δι­δε στὸ ἀν­θρώ­πι­νο ὂν τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀ­ξί­α.

Στὶς Ἀ­να­το­λι­κὲς θρη­σκεῖ­ες (Ἰν­δου­ϊ­σμό, Βου­δι­σμό, Νέ­α Ἐ­πο­χὴ κ.λ.π.), ποὺ πι­στεύ­ουν στὴ δο­ξα­σί­α τῆς Με­τεν­σάρ­κω­σης ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ζω­ῆς τοῦ ἴ­διου ἀν­θρώ­που, πολ­λὲς φο­ρὲς μὲ νέ­ο σῶ­μα κά­θε φο­ρά, ὑ­πο­βαθ­μί­ζει ἐκ τῶν πραγ­μά­των τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Δι­ό­τι αὐ­τὸ θὰ θε­ω­ρεῖ­ται πλέ­ον ἀ­να­λώ­σι­μο, ἕ­να εἶ­δος «ὑ­πο­κά­μι­σου», ποὺ ὅ­ταν πα­λη­ώ­σει καὶ φθα­ρεῖ, τὸ ἀλ­λά­ζου­με. Γιὰ τὶς συ­νέ­πει­ες ποὺ ἔ­χει μί­α τέ­τοι­α δο­ξα­σί­α θὰ ὁ­μι­λή­σου­με σὲ εἰ­δι­κὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα γιὰ τὴν Με­τεν­σάρ­κω­ση.

Ἀν­τί­θε­τα πρὸς τὶς ἀ­πό­ψεις αὐ­τὲς, ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α θε­ώ­ρη­σε πάν­το­τε τὸν ἄν­θρω­πο ὡς ἑ­νια­ία ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα. Τὸ σῶ­μα ἔ­χει καθ᾿ ἑ­αυ­τὸ με­γά­λη ἀ­ξί­α καὶ δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να «πε­ρι­τύ­λιγ­μα», ἀλ­λὰ βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας καὶ τῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νες λει­τουρ­γί­ες εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς  ψυ­χο-σω­μα­τι­κῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που.

Σὲ ὡ­ρι­σμέ­νους κύ­κλους (ἀ­κό­μα καὶ θρη­σκευ­τι­κούς), εἶ­ναι δι­α­δε­δο­μέ­νη ἡ ἄ­πο­ψη, ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς θε­ω­ρεῖ τὸ σῶ­μα ὡς κά­τι κα­τώ­τε­ρο, ἢ ὡς ἕ­δρα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Αὐ­τὸ βε­βαί­ως δὲν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­στρέ­βλω­ση τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ στά­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐξ ἀρ­χῆς πο­λὺ θε­τι­κὴ ἀ­πέ­ναν­τι στὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, τό­σο ὥ­στε ὁ Ἐ­θνι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας Κέλ­σος (2ος μ.Χ. αἰ­ῶ­νας, βλ. ‘’Ὠ­ρι­γέ­νους Κα­τὰ Κέλ­σου Ζ’ 39’’) ἀ­πο­κα­λοῦ­σε χλευ­α­στι­κά το­ύς Χρι­στια­νοὺς «γέ­νος φι­λο­σώ­μα­τον».