ΟΙ ΣΧΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΗΣ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙ­ΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟ­ΤΕ­ΣΤΑΝ­ΤΙ­ΣΜΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕ­ΧΙ­Α

π. Ἰ­ω­άν­νη Ζό­ζου­λακ

Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πρέ­σοβ, Σλο­βα­κί­α

     Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε ἀν­τι­με­τω­πί­σει δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα στήν ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως τούς διω­γμούς τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, τίς ἐ­σω­τε­ρι­κές αἱ­ρέ­σεις, τίς ὀρ­δές τῶν βάρ­βα­ρων λα­ῶν ποῦ πο­λε­μοῦ­σαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, καί τό σχί­σμα πού με­θό­δευ­σαν μέ δό­λο οἱ Φράγ­κοι. Ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γω­νι­οῦ­σε κά­τω ἀ­πό τούς πα­πι­κούς διω­γμούς στή Δύ­ση, καί τόν ἐ­πε­κτα­τι­σμό τῶν Μου­σουλ­μά­νων στήν Ἀ­να­το­λή. Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι λα­οί ἀ­γω­νί­ζον­ταν νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πί­στη στήν ἐ­πι­κρά­τει­α τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

     Στήν ἀρ­χή οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν γνώ­ρι­ζαν ἐ­πα­κρι­βῶς τίς ἰ­δέ­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν γί΄αὐ­τό ὁ πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­ά­σαφ Β΄ ἔ­στει­λε στήν Βιτ­τεμ­βέρ­γη (Wittenberg) τόν δι­ά­κο­νό του Δη­μή­τρι­ο Μυ­σόν γιά νά φέ­ρει ἀ­κρι­βέ­στε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Αὐ­τός ἐ­πέ­στρε­ψε καί ἔ­φε­ρε στόν πα­τρι­άρ­χη ἐ­πι­στο­λή τοῦ Με­λάγ­χθο­νος (1559). Ὅ­τι ἔ­φε­ρε καί ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση τῆς Αὐ­γου­σταί­ας Ὁ­μο­λο­γί­ας εἶ­ναι ἁ­πλή εἰ­κα­σί­α.[1]

     Στήν ἐ­πι­στο­λή τοῦ ὁ Με­λάγ­χθων κα­τε­χό­με­νος ἀ­πό θλί­ψη γιά τή δύ­σκο­λη θέ­ση τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζει τήν χα­ρά ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Θε­ός ἔ­σω­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α του ἀ­πό τούς σκλη­ρούς ἐ­χθρούς του χρι­στι­α­νι­σμοῦ.[2] Με­τά βε­βαι­ώ­νει πώς οἱ Προ­τε­στάν­τες τή­ρη­σαν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τίς συ­νό­δους καί τήν δι­δα­σκα­λί­α τήν Ἑλ­λή­νων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στό τέ­λος πα­ρα­κα­λεῖ τόν πα­τρι­άρ­χη νά μή πι­στεύ­ει τίς συ­κο­φαν­τί­ες ἐ­ναν­τί­ων τῶν Προ­τε­σταν­τῶν. Ὁ πα­τρι­άρ­χης δέν ἀ­πάν­τη­σε στήν ἐ­πι­στο­λή τοῦ Με­λάγ­χθο­νος.[3]

     Κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση τῶν Προ­τε­σταν­τῶν ἔ­λα­βαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι στήν Ἀ­να­το­λή ἐ­πί τοῦ πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τήν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α οἱ θε­ο­λό­γοι ἀ­πό τό Πα­νε­πι­στή­μι­ο στή Τυ­βίγ­γη (Tubingen).[4]

     Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρε­μί­α Β΄ χει­ρί­στη­κε τό θέ­μα ἑ­νός εἴ­δους Δι­α­λό­γου μέ τήν και­νο­φα­νῆ τό­τε Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Λου­θη­ρα­νῶν). Οἱ Λου­θη­ρα­νοί θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης, τοῦ κρα­τι­δί­ου σή­με­ρα τῆς Βά­δης – Βυρ­τεμ­βέρ­γης τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἔ­στει­λαν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν Αὐ­γου­σταί­α Ὁ­μο­λο­γί­α στήν ὁ­ποί­α ἐ­ξέ­θε­ταν σέ 2 Μέ­ρη καί 28 Κε­φά­λαι­α τήν πί­στη τους. Σ’ αὐ­τά ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας Β΄ καί οἱ πε­ρί αὐ­τόν θε­ο­λό­γοι ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­να­λυ­τι­κά στήν Α΄ ἀ­πό­κρι­ση πρός Λου­θη­ρα­νούς θε­ο­λό­γους, σέ τί συμ­φω­νεῖ καί σέ τί ὄ­χι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.[5]

     Ὁ πα­τρι­άρ­χης Ἱ­ε­ρε­μί­ας ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐν ἐ­κτά­σει μέ ἔ­ξι θέ­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α οἱ Λου­θη­ρα­νοί θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης ἐ­ξέ­φρα­σαν δι­α­φω­νί­α. Πρό­κει­ται γιά τήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐκ τοῦ Θε­οῦ καί ὄ­χι καί ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ – Filioque, γιά τό αὐ­τε­ξού­σι­ό του ἀν­θρώ­που, τή δι­καί­ω­ση (ἐκ πί­στε­ως καί ἔρ­γων), τά Μυ­στή­ρι­α, τήν ἐ­πί­κλη­ση καί προ­σκύ­νη­ση τῶν ἁ­γί­ων καί, τέ­λος τό μο­να­χι­κό βί­ο. Ἡ τρί­τη Ἀ­πό­κρι­ση τοῦ Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄ κα­τά βά­ση πε­ρι­έ­χει δι­α­σα­φή­σεις σέ αὐ­τά τά θέ­μα­τα.[6]

     Στίς στε­νό­τε­ρες σχέ­σεις μέ τούς Προ­τε­στάν­τες ἦρ­θαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι θε­ο­λό­γοι ἐ­πί τοῦ πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Κυ­ρίλ­λου Λού­κα­ρη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­εξῆ­γε σφο­δρό ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ων τῶν πα­πι­κῶν.

     Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι καί στήν Τσε­χί­α ὑ­πῆρ­χαν προ­σπά­θει­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Οὐ­σι­τῶν) νά βροῦν κα­λές σχέ­σεις μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῶν Τσέ­χων χρι­στια­νῶν στίς και­νο­το­μί­ες τῆς Ρώ­μης στό τέ­λος τοῦ 14. καί στήν ἀρ­χή τοῦ 15. αἰ­ώ­να ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Ἰ­ω­άν­νη Χου­ς[7] (Jan Hus) καί τόν ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο (Jeronym Prazsky). Κα­τά τούς χρό­νους τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν ὁ τσε­χι­κός λα­ός εἶ­χε στε­ρε­ά τήν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ ἀρ­χές τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου χρι­στι­α­νι­σμοῦ στή χώ­ρα τοῦ εἶ­χαν ἀ­να­το­λι­κή, ἑλ­λη­νι­κή προ­έ­λευ­ση.Στό Πα­νε­πι­στή­μι­ο τῆς Πρά­γας, ὅ­που ἐρ­γα­ζό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χούς, δέ­χον­ταν τίς ἀ­πό­ψεις τοῦ Ἄγ­γλου J. Wiklef, τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ Ρώ­μη κα­τε­δί­κα­σε ὡς αἱ­ρε­τι­κό, μέ κρι­τι­κή. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χούς καί οἱ πι­ό κον­τι­νοί μα­θη­τές του συμ­φω­νοῦ­σαν μέ τόν Wiklef μό­νο στήν κρι­τι­κή τῆς ἠ­θι­κῆς της ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά ἀ­πέ­ρι­ψαν τίς δογ­μα­τι­κές του θέ­σεις. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά γιά τόν πνευ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χούς στά συγ­γρά­μα­τά του γρά­φει γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, δέν βρῆ­κε τί­πο­τα πού θά ἦ­ταν ἄ­ξι­ό της κρι­τι­κῆς.[8]

     Οἱ ὁ­μι­λί­ες τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Χούς στό Πα­νε­πι­στή­μι­ο τῆς Πρά­γας, κα­θώς καί στό με­γά­λο πα­ρε­κλή­σι, λε­γό­με­νο τῆς Βη­θλε­έμ εἰ­πώ­θη­καν ὑ­πό τό φῶς τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τήν κα­θα­ρή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ, γι’αὐ­τό ἀν­τι­δροῦ­σε στήν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α στά συγ­χω­ρο­χάρ­τια ὡς σι­μω­νί­α καί ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν πώς κά­θε χρι­στια­νός εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος γιά τά ἔρ­γα του. Ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε τήν κριτι­κή τῆς κο­σμι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ κλή­ρου καί εἰ­δι­κά τοῦ πά­πα τῆς Ρώ­μης. Τό αἴ­τη­μά του νά ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ τό ὅ­τι ἡ Ρώ­μη ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Χρι­στοῦ δέν μπο­ροῦ­σαν νά τό δε­χθοῦν οἱ πα­πι­κοί γι΄αὐ­τό ἔ­πρε­πε νά στα­μα­τή­σει ἡ φω­νή του μέ τόν βί­αι­ο τρό­πο στίς 6 Ἰ­ου­λί­ου 1415 ὅ­ταν πέ­θα­νε στίς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς στήν Κων­σταν­τί­α τῆς Ἐλ­βε­τί­ας.

     Ἕ­νας ἀ­πό τούς πλέ­ον ἐ­ξέ­χον­τες στο­χα­στές καί λο­γί­ους του πρώ­του κύ­μα­τος τῆς τσέ­χι­κης με­ταρ­ρύθ­μι­σης καί ὁ πι­ό πι­στός φί­λος του Ἰ­ω­άν­νη Χούς ἦ­ταν ὁ ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πέ­κτη­σε δι­πλώ­μα­τα μα­γί­στρου στά Πα­νε­πι­στή­μι­α Πα­ρι­σί­ων, Κο­λω­νί­ας, Ὀξ­φόρ­δης καί Πρά­γας. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἀ­σπά­στη­κε τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τή Λι­θου­α­νί­α καί τή Ρω­σί­α τό 1412, ὅ­που τόν κά­λε­σε ὁ ἡ­γε­μό­νας τῆς Λι­θου­α­νί­ας Βι­τολντ. Τό­τε γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­δε τήν γνή­σι­α Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἦ­ταν πα­ρών στίς ὀρ­θό­δο­ξες ἀ­κο­λου­θί­ες, λι­τα­νί­ες, δη­μό­σι­α προ­σκύ­νη­σε τίς ἁ­γί­ες εἰ­κό­νες καί τά λεί­ψα­να τῶν ἁ­γί­ων. Με­τα­ξύ ἄλ­λων κα­τη­γο­ρι­ῶν καί αὐ­τή ἡ πρά­ξη τοῦ χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στό νά κα­τα­δι­κα­σθεῖ σέ θά­να­τον δι­ά πυ­ρός στίς 30 Μα­ΐ­ου τό 1416. Πέ­θα­νε δη­λα­δή μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ὅ­πως καί ὁ Ἰ­ω­ά­νης Χούς. Με­ρι­κοί ἱ­στο­ρι­κοί ἔ­χουν τήν γνώ­μη ὅ­τι ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ὄ­χι μό­νο ἀ­σπά­σθη­κε τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χός.

     Τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καί οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ Ἰ­ω­ά­νη Χούς ὁ­δή­γη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα τούς Οὐ­σί­τες στήν ἀ­πό­πει­ρα νά φύ­γουν ἀ­πό τήν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α καί νά ἑ­νω­θοῦν μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­πει­δή ἀ­πό ἐ­κεῖ στήν Τσε­χί­α ἦρ­θε τό φῶς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ στήν κα­τα­νο­η­τή σλα­βο­νι­κή γλώσ­σα μέ­σω τῶν ἰ­σα­πο­στό­λων τῶν Σλά­βων τῶν Κύ­ριλ­λο καί Με­θό­δι­ο καί τῶν μα­θη­τῶν τους. Τό βα­σι­κό ντο­κου­μέν­το τῶν δι­α­πραγ­μα­τεύ­σε­ων τῶν Οὐ­σι­τῶν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στο­λή πού στάλ­θη­κε στήν Τσε­χί­α στίς 18 Ἰ­ου­λί­ου 1452. Τό Οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­αρ­χεῖ­ο μέ αὐ­τή τήν ἐ­πι­στο­λή ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τήν σω­στή οὐ­σι­τι­κή ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καί κα­λεῖ τούς Οὐ­σί­τες στήν ἕ­νω­ση ἐ­λεύ­θε­ρα μέ τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς γνή­σι­ας χρι­στια­νι­κῆς πί­στης. Ἀ­πό τό 1451 ἕ­ως τό 1453, πρίν ἀ­κό­μη οἱ Οὐ­σί­τες δι­α­πραγ­μα­τευ­τοῦν μέ ἐ­πι­τυ­χί­α τήν ἕ­νω­σή τους μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, εἶ­χαν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ στή χώ­ρα τους. Οἱ Οὐ­σί­τες στίς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου 1452 ἔ­στει­λαν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν ἐ­πι­στο­λή μέ τήν ὁ­ποί­α εὐ­χα­ρί­στη­σαν γιά τήν ἀ­γά­πη, δι­ευ­κρί­νη­σαν τήν ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καί ἐ­ξή­γη­σαν τήν ἀρ­νη­τι­κή τους στά­ση πρός τήν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α καί εἰ­δι­κά στόν πά­πα. Οἱ Οὐ­σί­τες δέν ἔ­λα­βαν τήν ἀ­πάν­τη­ση καί τά σχέ­δι­α αὐ­τά δι­α­κό­πη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τό 1453.

     Ἄλ­λες δι­α­πραγ­μα­τεύ­εις γιά τήν ἕ­νω­ση τῶν Οὐ­σι­τῶν μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δέν ἦ­ταν δυ­να­τές. Οἱ Τσέ­χοι στή συ­νέ­χει­α δέν μπο­ροῦ­σαν νά ἔ­χουν τήν ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί τό κί­νη­μα τῶν Οὐ­σι­τῶν ἐ­πι­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πό τήν γερ­μα­νι­κή με­τα­ρύθ­μη­ση, μέ τήν ὁ­ποί­α στό τέ­λος ἑ­νώ­θη­καν. Οἱ Οὐ­σί­τες, δη­λα­δή ὁ­λό­κλη­ρος ὁ τσε­χι­κός λα­ός, ἀ­πε­χω­ρί­σθη­καν τοῦ πά­πα Ρώ­μης. Κα­τό­πιν τῆς ἥτ­τας τῶν τσε­χι­κῶν στρα­τευ­μά­των στό Λευ­κό Ὅ­ρος τό 1620 ἄρ­χι­σε ὁ βί­αι­ος καί συ­στη­μα­τι­κός ἐ­κλα­τι­νι­σμός τῆς χώ­ρας πού δι­αρ­κοῦ­σε μέ σφο­δρά ὀ­ξύ­τη­τα μέ­χρι τέ­λος τοῦ ΙΗ΄ αἰ­ώ­να. Ὁ βα­σι­λει­ᾶς τῆς Τσε­χί­ας ἀ­πα­γό­ρε­υσε ὅ­λες τίς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κτός ἀ­πό τή ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή, καί ὅ­λους τούς πλου­σί­ους μή ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πό τή χώ­ρα του. Τίς πε­ρι­ου­σί­ες τους τις ἔ­δω­σε στούς κα­θο­λι­κούς ὑ­πο­στη­ρι­κτές του. Ἡ Ρώ­μη κα­τώρ­θω­σε νά ἐ­πα­να­κτή­σει τήν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση της καί νά τήν δι­α­τη­ρή­σει μέ­χρι τό 1918.


[1] Βλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Β.: Εκκλησιαστική ιστορία απ΄ αρχής μέχρι σήμε­ρον. Αθήναι 1959, σελ. 703.

2 Βλ. Belejkanič, Ι.: Lutherova reformácia a Konštantinopolský patriarchát. In: Zborník príspevkov z vedeckej konferencie s medzinárodnou účasťou: Byzantská kultúra v kontexte európskej civilizácie. Prešov 2003, s. 132.

3Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μαΐος, σελ. 39 – 40.

4Βλ. Basile (Krivochéine): Symbolické texty v pravoslavné církvi. In: Orthodox revue, αριθ. 4-5, Praha 2001, σελ. 164.

[5] Βλ. Ιερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Α΄ απόκρισις προς Λουθηρανούς θεολόγους. Εκδ. Λύχνος, μεταφραστής Λέκκος Ευάγγελος Π. Η Απόκριση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού εκθέτει τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί: Θεού, προπατορικής αμαρτίας, Υιού του Θεού, δικαιώσεως, κηρύγματος, πίστεως και έργων, Εκκλησίας, μυστηρίων, βαπτίσματος, θείας Ευχαριστίας, εξομολογήσεως, μετανοίας, εκκλησιαστικών θεσμών, πολιτικών εξουσιών, εσχάτης κρίσεως, αυτεξουσίου, αιτίας των αμαρτιών, τιμής των αγίων, θείας Κοινωνίας, γάμου ιερέων, παραδόσεως, μοναχικού βίου και εκκλησιαστικής εξουσίας.

6 Βλ. Ιερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Β΄ και Γ΄ απόκρισις προς Λουθηρανούς θεολόγους. Εκδ. Λύχνος, μεταφραστής Λέκκος Ευάγγελος Π.

7 Ο Ιωάννης Χους γεννήθηκε περί το 1370 στο Husinec της Ν. Τσεχίας και ήταν προικισμένος με έξοχες ικανότητες. Έγινε ένα από τα πλέον επιβλητικά πρόσωπα του τσεχικού έθνους.

8Βλ. KRYŠTOF, arcibiskup: Vím, komu jsem uvěřil. Εκδ. Pravoslavná akademie 2003, σελ. 162 – 163.