
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Άγιος Μάμας, ο μέγας του Χριστού και περιβόητος μάρτυρας έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε το 260 μ.Χ. στη Γάγγρα, πόλη της Παφλαγονίας. Γονείς του ήταν οι Θεόδοτος και Ρουφίνα, ευσεβείς Χριστιανοί και με αρκετά καλή κοινωνική θέση, γιατί είχαν καταγωγή από πατρικίους. Ο Θεόδοτος, λόγω, της έντονης χριστιανικής δράσης του, είχε ξεσηκώσει εναντίον του έναν από τους τοπικούς άρχοντες, που τον έλεγαν Αλέξανδρο. Αυτός είχε διοριστεί από τον ηγεμόνα, με σκοπό να πείθει τους Χριστιανούς να ασπάζονται την ειδωλολατρία. Ο πατέρας του Αγίου πρόβαλε σθεναρή αντίσταση και αρκετές φορές, μάλιστα, χλεύαζε τη λατρεία των ειδώλων. Ο άρχοντας είχε εξοργιστεί τόσο πολύ με αυτή την συμπεριφορά, που τελικά αποφάσισε να συλλάβει το αντρόγυνο. Άρχισε, λοιπόν, να τους ανακρίνει και να τους απειλεί πως θα τους στείλει στον βασιλιά Φαύστο στην Καισάρεια για να τους βασανίσει. Αφού, είδε πως τα λόγια του δεν είχαν καμία ανταπόκριση, τους έστειλε πράγματι στη φυλακή της Καισαρείας. Η Ρουφίνα, παρά το γεγονός ότι ήταν έγκυος, ακολούθησε τον άντρα της στη φυλακή και υπέμεινε μαζί του όλες τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Μέσα στη φυλακή έμειναν για πολλές μέρες νηστικοί, με αποτέλεσμα μια μέρα ο Θεόδοτος να πεθάνει. Η γυναίκα του ταραγμένη από τον θάνατο του συζύγου της γέννησε μέσα στη φυλακή τον Άγιο Μάμα. Εξαιτίας, όμως, της αδυναμίας της και της ταλαιπωρίας δεν άντεξε και πέθανε και αυτή.
Το βρέφος γλίτωσε και υιοθετήθηκε από μία πολύ καλή γυναίκα της περιοχής, που λεγόταν Αμμία Ματρώνα. Η γυναίκα αυτή είδε στον ύπνο της έναν άγγελο που την οδήγησε στη φυλακή, την παρότρυνε να θάψει τα σώματα του Θεόδοτου και της Ρουφίνας και να υιοθετήσει το άτυχο αγοράκι. Έτσι και έγινε. Αφού έθαψε τους γονείς του Αγίου, περιέθαλψε το βρέφος σαν να ήταν πραγματικά μητέρα του. Όταν το μωρό έγινε ενός έτους άρχισε να λέει συνεχώς τη λέξη «μάμα», που στα λατινικά σημαίνει μητέρα, γι’ αυτό και τον ονομάσανε Μάμα. Η θετή μητέρα βοήθησε πραγματικά το παιδί να μεγαλώσει σωστά και να μορφωθεί. Το έγραψε στο σχολείο, όπου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεχώρισε για την εξυπνάδα του και τις άριστες επιδόσεις του. Εκείνη την περίοδο, ξεκίνησαν εκ νέου οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών, μέσω ενός καινούργιου διατάγματος του Καίσαρα Αυρηλιανού. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, οι ηγεμόνες όλων των πόλεων ήταν υποχρεωμένοι να συλλάβουν όλους τους Χριστιανούς και να τους βασανίσουν μέχρι να αρνηθούν την πίστη τους.
Στην Καισάρεια έστειλαν κάποιον, με το όνομα Δημόκριτος, για να ενημερώσει όλους τους κατοίκους, ακόμα και τα παιδιά. Ο Μάμας, που βρισκόταν και αυτός στη συγκέντρωση αυτή, μόλις άκουσε τα λόγια του απεσταλμένου προσπάθησε να συμβουλέψει τους συμμαθητές του, λέγοντάς τους: «Αδελφοί μου, θυμηθείτε τις γραφές τις οποίες διδασκόμαστε και σκεφτείτε καλά και αναγνωρίστε τον αληθινό Θεό, τον ποιητή του ουρανού και της γης. Αυτόν να λατρέψετε και να προσκυνήσετε, γιατί ο Θεός διά του Ιησού Χριστού έδειξε τον δρόμο της σωτηρίας. Σε Αυτόν να προσφέρουμε θυσία και μην απατάσθε και να θυσιάζετε στα άψυχα είδωλα, τα οποία είναι έργα ανθρώπων. Μη συμμετέχετε, λοιπόν, αδελφοί στις βδελυρές θυσίες». Οι συμμαθητές του, θορυβημένοι από όσα άκουσαν, μετέφεραν τα λόγια του Μάμα στη μητέρα του, αλλά και στον άρχοντα Δημόκριτο. Η μητέρα του χάρηκε ιδιαίτερα ακούγοντας τη θέση του θετού γιού της, ο άρχοντας, όμως, ανησύχησε αρκετά. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον νεαρό, καθώς η Αμμία ήταν μία αρκετά πλούσια γυναίκα, με εξουσία στα χέρια της, που τη φοβόντουσαν ακόμα και οι άρχοντες του τόπου.
Όταν ο Μάμας έγινε 15 χρονών, η μητέρα του πέθανε, και έτσι έμεινε και πάλι μόνος του. Τότε, βρήκαν ευκαιρία οι συμμαθητές του να καταγγείλουν ξανά στον Δημόκριτο πως προσπαθούσε να τους προσηλυτίσει και τους παρότρυνε να σταματήσουν να πιστεύουν στα είδωλα. Ο άρχοντας, τότε, αποφάσισε να καλέσει τον Μάμα, ώστε να τον ανακρίνει και να τον βασανίσει. Όλες οι προσπάθειές του, όμως, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο νεαρός ήταν αμετάπειστος και δεν φοβόταν τις απειλές του Δημόκριτου. Μη γνωρίζοντας τί άλλο να κάνει, αποφάσισε να τον στείλει στον βασιλιά για να βασανίσει μέχρι θανάτου τον Άγιο. Όντως, ο βασιλιάς φυλάκισε τον νέο και τον βασάνισε πολύ σκληρά δέρνοντάς τον με ράβδους. Έτσι ξεσχιζόταν το τρυφερό και απαλό σώμα του φρόνιμου παιδιού, ο οποίος υπέμενε αγόγγυστα και του φαινόταν σαν να πάσχει σε όνειρο. Ο βασιλιάς βλέποντας ότι δεν καταφέρνει τίποτε, λέει στον Άγιο: «Πες μόνο με τα χείλη σου πως θυσιάζεις, και αμέσως θα σε ελευθερώσω από κάθε τιμωρία και βασανιστήριο». Ο Άγιος Μάμας του αποκρίθηκε: «Ουδέποτε, βασιλιά, θα θελήσω να αρνηθώ ούτε με τα χείλη μου, ούτε με την καδιά μου τον μόνο αληθινό Βασιλέα Χριστό, όσα και αν επινοήσεις βασανιστήρια εναντίον μου. Αλλά μάλιστα πολύ σε ευχαριστώ, ότι διά μέσου των βασάνων αυτών με φιλιώνεις περισσότερο με τον ποθούμενό μου Χριστό. Παρακαλώ να μην κουραστούν τα χέρια των δημίων, αλλά να ενδυναμωθούν περισσότερο. Διότι καθώς βλέπω γίνονται σε μένα πρόξενοι μεγάλων αγαθών».
Βλέποντας ο βασιλιάς ότι δεν λογάριαζε τις πληγές και τις μάστιγες ο Άγιος, διέταξε να τον κάψουν ζωντανό. Έτσι οι φρουροί τον έδεσαν και άναψαν τις δάδες για να τον κάψουν. Όμως η φωτιά ευλαβούνταν το αθλητικό σώμα του Αγίου και ο Άγιος στεκόταν ατάραχος χωρίς κάποιο πόνο ή βλάβη. Πρόσταξε ο τύραννος τότε να δέσουν τον Άγιο και να τον κτυπούν με πέτρες. Ο Άγιος παρέμεινε αβλαβής, σαν να τον λιθοβολούσαν με άνθη και τριαντάφυλλα. Σαστισμένος ο βασιλιάς διέταξε να δέσουν στον λαιμό του μια σφαίρα με μόλυβδο και να τον πετάξουν στη θάλασσα. Και σε αυτή την περίπτωση, ο Άγιος κατάφερε να σωθεί, ως εκ θαύματος, καθώς κόπηκε το σχοινί από τον λαιμό του. Βγήκε, λοιπόν, στη στεριά και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Καισαρείας.
Εκεί, έμαθε να ζει συντροφιά με όλα τα άγρια ζώα, που υπήρχαν στην περιοχή, ακόμα και με λιοντάρια. Κατόρθωσε να τα εξημερώσει, να τα βοσκά και να τρέφεται από το γάλα τους. Γρήγορα, εξαπλώθηκε η φήμη για κάποιο νεαρό που ζει με τα άγρια ζώα και πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν για να τον γνωρίσουν από κοντά. Δυστυχώς, όμως, έμαθε και ο βασιλιάς για την ύπαρξή του και έστειλε να τον συλλάβουν. Μόλις είδε πως ο Μάμας ήταν ακόμα ζωντανός, αποφάσισε και πάλι να τον βασανίσει. Και πάλι, όμως, με κάποιον ανεξήγητο, για τον άρχοντα, τρόπο ο Άγιος γλίτωνε. Κρέμασαν τον Άγιο και του ξέσκιζαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Ο μάρτυρας παρέμεινε γενναίος ατενίζοντας τον Ουρανό και παίρνοντας παρηγοριά από εκεί. Στο τέλος τον έριξαν μέσα στην φυλακή για να σκεφτούν τί βασανιστήρια να τον κάνουν. Αποφάσισαν να τον ρίξουν σε μια αναμμένη κάμινο. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, ο οποίος δρόσισε την κάμινο των τριών Παίδων, εκείνος ήταν και τώρα παρών αφανίζοντας την ενέργεια της φωτιάς. Ο μάρτυρας αισθανόταν την φλόγα σαν να βρισκόταν σε έναν πολυανθή κήπο. Σε όλο το διάστημα που βρισκόταν μέσα στο καμίνι υμνολογούσε και δόξαζε τον Θεό. Όταν έσβησε η φωτιά, πρόσταξε ο άρχοντας να ανοίξουν το καμίνι και να βγάλουν κανένα λείψανο, αν έμεινε τέτοιο. Όμως αντίκρυσαν υγιή τον Άγιο Μάμα, να στέκει απαθής, χωρίς να έχει ούτε μια τρίχα της κεφαλής του καμένη. Ο βασιλιάς θεώρησε τον Άγιο ως μάγο και διέταξε να τον ρίξουν στα άγρια θηρία. Εκεί στο στάδιο άφησαν μια λεοπάρδαλη και μια αρκούδα να τον κατασπαράξουν. Τότε η μεν αρκούδα αφού πλησίασε τον μάρτυρα τον προσκύνησε και κυλιόταν ευλαβικά μπροστά στα πόδια του, η δε λεοπάρδαλη ελαφρά, ήρεμα και χωρίς να τον ενοχλεί πήδησε στους ώμους του και με την γλώσσα της σπόγγιζε του ιδρώτες του. Το πλήθος τότε δοξολογούσε τον αληθινό Θεό. Αυτά που γινόντουσαν τα θαυμάσια ήταν αρκετά για να μαλακώσουν και τις πέτρες ακόμη, όμως ο ηγεμόνας πιο πολύ γινόταν σκληρός στην ψυχή. Διέταξε και εξαπέστειλε εναντίον του Αγίου ένα λεοντάρι, το οποίο ενώ άλλοτε ήταν αγριότατο, τώρα ήταν τόσο ήρεμο που πλησίασε ταπεινά τον Άγιο Μάμαντα.
Ο τύραννος απελπίστηκε τότε και διέταξε έναν δήμιο να τον θανατώσει. Εκείνος πήρε με τα δυο του χέρια ένα ακόντιο, που έφερε μια τρίλογχη σιδερένια περόνη και διαπέρασε με αυτήν από το ένα μέρος μέχρι το άλλο τα σπλάχνα του Αγίου. Ο δε τρισόλβιος μάρτυρας βάσταξε με τα χέρια του τα σπλάχνα του, που ξεχύθηκαν μαζί με το αίμα του, μια δε γυναίκα ευσεβής έσπευσε και πήρε σε ένα δοχείο από το μαρτυρικό του αίμα. Ο Μάρτυρας βάδισε έτσι κρατώντας με τα χέρια του τα σπλάχνα του έως δύο στάδια. Αφού έφτασε σε ένα σπήλαιο, επειδή ήταν και ο καιρός να εκδράμει προς τον αγωνοθέτη Χριστό και να αναπαυθεί από τους κόπους του, παρέδωσε εκεί την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού.
Ο Άγιος Μάμας αναγνωρίστηκε, ως παιδομάρτυρας από την Εκκλησία μας και η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 2 Σεπτεμβρίου. Ανακηρύχθηκε προστάτης των βοσκών, καθώς κατόρθωσε να δαμάσει όλα αυτά τα άγρια θηρία, αλλά και προστάτης των υιοθετημένων παιδιών, αφού και αυτός έμεινε ορφανός από βρέφος και υιοθετήθηκε.
Ταις του Αγίου ενδόξου μάρτυρος Μάμαντος, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
