
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Νικόδημος ο Αγιορείτης και σοφότατος διδάσκαλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ο φωτισμένος ασκητής των νεότερων χρόνων, έζησε τον 18ο αι. Γεννήθηκε στη νήσο των Κυκλάδων Νάξο, το 1749 μ.Χ., στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κατά το ιερό βάπτισμα ονομάσθηκε Νικόλαος. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς. Αυτοί τον γαλούχησαν στα ζωηφόρα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως από την βρεφική του ηλικία. Ο Άγιος τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στην πατρίδα του από τον ιερέα της ενορίας του. Ο μικρός Νικόλαος καθημερινά παρακολουθούσε τις ακολουθίες, μάθαινε τους ιερούς ύμνους και εντασσόταν στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ήταν πολύ προσεκτικός και φρόνιμος. Απέφευγε τις μάταιες συναναστροφές, τα παιχνίδια και κάθε τι που θα επέφερε βλάβη στην εσωτερική του υπόσταση. Αφοσιωνόταν στη μελέτη. Ο Θεός τον είχε προικίσει με εξαίρετα προσόντα και προτερήματα: Μεγάλη οξύτητα νοός, λαμπρά ευφυία, ακριβή διορατικότητα, μοναδική αφομοιωτική ικανότητα, εξαιρετική και απέραντη μνήμη ώστε να απομνημονεύει αμέσως αυτό που άκουγε ή διάβαζε ή του δίδασκαν.
Ο Όσιος φοίτησε στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου της Νάξου, όπου δίδασκε ο ενάρετος και σοφός Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος, αδελφός του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Οι γονείς, ο δάσκαλος και ο τότε επίσκοπος της Νάξου Άνθιμος διέκριναν την μοναδικά προικισμένη φύση του και φρόντισαν στα 16 του χρόνια να τον βοηθήσουν να συνεχίσει με ευρύτερες σπουδές στην λαμπρή Ελληνική Σχολή της Σμύρνης, την περιάκουστη Ευαγγελική, πνευματικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου με ξακουστούς διδασκάλους. Σπούδασε Ιατρική, Φυσική, Αστρονομία, Οικονομία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, προ πάντων όμως τη Θεολογία, για την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη έλξη. Έγινε βαθύς γνώστης της Ελληνικής γλώσσας, σε όλες τις μορφές της, που τον βοήθησε να κάνει προσιτούς τους θησαυρούς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Έμαθε άπταιστα Γαλλικά, ιταλικά και Λατινικά.
Μετά 4 χρόνια σπουδών, το 1770, επέστρεψε στην πατρίδα του την Νάξο κοντά στους γονείς του και τον προστάτη του Μητροπολίτη. Εκεί γνωρίστηκε με τρεις αγιορείτες μοναχούς, τον Γρηγόριο, τον Νήφωνα και τον Αρσένιο, που εξ αιτίας του Κολυβαδικού ζητήματος, που είχε ανακύψει την περίοδο εκείνη, αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άγιον Όρος και κατέφυγαν στη Νάξο. Ήταν τα όργανα της Πρόνοιας του Θεού για τον Νικόλαο, που αναζητούσε να βρει τον προορισμό της ζωής του. Μετά από συζητήσεις που είχε μαζί τους, ο Άγιος αποφασίζει να μεταβεί στην Ύδρα, όπου συναντά τον Επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά και τον γέροντα Σίλβεστρο, οι οποίοι του άναψαν τον πόθο για την μοναχική ζωή. Όταν επέστρεψε στη Νάξο ανακοίνωσε την απόφασή του στη γερόντισσα μητέρα του και τον Επίσκοπο, ο οποίος προσπάθησε να τον κρατήσει κοντά του χωρίς όμως αποτέλεσμα και τελικά τον προέπεμψε με τις ευχές του στον τόπο που πόθησε η ψυχή του. Η μητέρα του αποσύρθηκε και αυτή σε μοναστήρι της Νάξου, όπου τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή Αγαθή.
Από τώρα αρχίζει μια νέα περίοδος στη ζωή του Οσίου, αυτή που θα τον αναδείξει τόσο ως Άγιο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και σπουδαία μορφή για το Γένος, δάσκαλο πρώτου διαμετρήματος και μοναδικής ακτινοβολίας. Το πλοίο που τον μετέφερε από τη Νάξο προς το Άγιον Όρος, το 1775, τον αποβίβασε στην Ιερά Μονή Διονυσίου με συστατική επιστολή του γέροντα Σίλβεστρου. Στο μοναστήρι αυτό εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Τοποθετήθηκε Γραμματέας της Μονής και Αναγνώστης κατά τις ιερές ακολουθίες. Οι Πατέρες της Μονής, εκτιμώντας την σπάνια μόρφωσή του και την καλλιγραφία του, του ανέθεσαν ως εργόχειρο, την αντιγραφή των Κωδίκων της Μονής. Αυτό το θεώρησε πραγματική ευλογία και ευκαιρία να βρίσκεται στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Μονής και στις βιβλιοθήκες των άλλων Μονών του Αγίου όρους και να μελετά με πάθος τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους αρχαίους συγγραφείς. Δύο περίπου χρόνια παρέμεινε στη Μονή Διονυσίου αγωνιζόμενος για να τελειώνεται καθημερινά, μέχρι τη στιγμή που έφθασε στο Όρος ο πνευματικός του πατέρας Μακάριος Κορίνθου και του ανέθεσε να διορθώσει και επιμεληθεί το χειρόγραφο της «Φιλοκαλίας». Οι Διονυσιάτες αδελφοί του επέτρεψαν την έξοδο από τη Μονή και την εγκαταβίωση μαζί με τον πνευματικό του οδηγό σε ένα κελί των Καρυών.
Ταμείο γνώσεων άπειρων ο Άγιος Νικόδημος ήταν ο πιο κατάλληλος για να αναλάβει το έργο αυτό, όπως και για τη συμπλήρωση, διόρθωση και θεώρηση των χειρόγραφων έργων «Ευεργετινός» και «Περί της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως». Μόλις τελείωσε ξαναγύρισε στην Μονή Διονυσίου. Η απασχόλησή του με τη νοερά προσευχή, του δημιούργησε τον πόθο να μεταβεί στην Μολδαβία για να συναντήσει τον Άγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και να ακούσει τη διδασκαλία του σχετικά με τη άσκηση της φυλακής του νου και της απερίσπαστης προσευχής στην καρδιά. Μια καταιγίδα τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει το σκοπό του και αποσύρθηκε στην αρχή σ’ ένα κελί στις Καρυές και μετά στην έρημο της Καψάλας, στο κελί του Αγίου Αθανασίου, για να ζήσει εκεί μόνος του ασκητικό βίο και να επιτύχει ανενόχλητος και απερίσπαστος τις αναβάσεις του προς το Θεό.
Στην Καψάλα υποτάχθηκε στον άγιο γέροντα Αρσένιο τον Πελοποννήσιο, που τον είχε γνωρίσει για πρώτη φορά στη Νάξο και είχε ιδιαίτερα εκτιμήσει την αγιότητα και την ηρεμία του. Η αγιότητα, που είχε αρχίσει να χαρακτηρίζει την πολιτεία του, μαζί με την πανθομολογούμενη σοφία του, αποτέλεσαν πόλους έλξης για τους ασκούμενους στο Όρος μοναχούς, αλλά και τους επισκέπτες προσκυνητές, που άρχισαν να συρρέουν προς το Όσιο Νικόδημο. Ήταν τότε τριάντα χρονών. Αυτό ιδιαίτερα τον ενοχλούσε καθώς τον αποσπούσε από την άσκηση.
Φεύγει γι΄ αυτό από το Άγιον Όρος μαζί με το γέροντα Αρσένιο, το 1782 και αφού ταξίδεψαν, έφτασαν και διέμειναν στην ερημόνησο Σκυροπούλα, απέναντι από τη Σκύρο, για να ασκηθούν αυστηρότερα. Οι δυσκολίες της επιβίωσης έκαναν τον γέροντα πολύ σύντομα να επιστρέψει στο Άγιον Όρος, ενώ ο Όσιος Νικόδημος παρέμεινε μόνος αφιερωμένος στην περισυλλογή και την προσευχή. Εδώ γράφει, μετά από αίτημα του εξαδέλφου του Ιεροθέου Επισκόπου Ευρίπου, το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, περί φυλακής των πέντε αισθήσεων και λογισμών και περί της ενεργείας του νου». Το έργο αυτό το έγραψε όλο από μνήμης, χωρίς να διαθέτει κανένα βοήθημα ή βιβλίο. Ασκητικούς αγώνες πραγματοποίησε πολλούς καθώς έμεινε και ζούσε στη Σκυροπούλα. Αργότερα, το 1783, επέστρεψε στο Άγιον Όρος και τότε δέχθηκε το μεγάλο σχήμα και παρέμεινε μόνος στο κελί του Αγίου Θεωνά στην Καψάλα. Εκεί τον επισκέφθηκε πάλι ο δάσκαλος και φίλος του Επίσκοπος Μακάριος για να τον παρακαλέσει να μεταφράσει τα «Άπαντα» του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, έργο που με μεγάλη προθυμία ανέλαβε και το ολοκλήρωσε. Ακολούθησαν τα έργα του: «Εξομολογητάριον» για να βοηθήσει τόσον αυτούς που εξομολογούν, όσο και αυτούς που εξομολογούνται, το «Θεοτοκάριον», βιβλίο με κανόνες προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο «Αόρατος Πόλεμος» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Κατόρθωσε να συγκεντρώσει χειρόγραφα όλων των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, να συγγράψει προοίμιο και σημειώσεις σε όλα και τα απέστειλε στο τυπογραφείο των Μαρκιδών Πουλίου στη Βιέννη για να τα τυπώσουν. Δυστυχώς το χειρόγραφο έγινε άφαντο, γιατί στο τυπογραφείο αυτό εκτυπώνονταν και οι επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου και η Αυστριακή Αστυνομία το κατέστρεψε ολόκληρο. Η απώλεια αυτή του έργου λύπησε πολύ τον Όσιο Νικόδημο. Συνέγραψε το «Πηδάλιον», όπως ονόμασε τη συλλογή των θείων και Ιερών Κανόνων, με την ερμηνεία τους, έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα στην πρακτική της Εκκλησίας. Αφού εγκρίθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το έστειλαν στη Βιέννη για να εκτυπωθεί και για να κυκλοφορήσει. Δυστυχώς ψευδάδελφος επέτρεψε στον εαυτό του να αλλοιώσει σε ορισμένα σημεία τις απόψεις του Οσίου Νικοδήμου, που ο Άγιος πολύ ενοχλήθηκε και πικράθηκε. Στην Καλύβη του Αγίου Βασιλείου με τη συντροφιά των αδελφών του Κολλυβάδων, συνέγραψε τα περισσότερα αλλά και σπουδαιότερα από τα έργα του, όπως την «Χρηστοήθειαν», τον «Κήπον των Χαρίτων», το «Εκλόγιον» και το «Νέον Μαρτυρολόγιον». Σ’ αυτό το τελευταίο συγκέντρωσε τις πιο γνωστές βιογραφίες νεομαρτύρων, δηλαδή Χριστιανών που μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στη συγκέντρωση και έκδοση οδηγήθηκε και από την ένταση και έκταση των εξισλαμισμών.
Έγραφε και δίδασκε συνεχώς αυτούς που τον συναντούσαν, όμως πολύ μικρή φροντίδα, ίσως καμία, δεν κατέβαλλε για να τρώει και να ντύνεται. Συντηρούσε το σώμα του με ελάχιστη τροφή και ήταν μόνιμα ρακένδυτος. Δεν είχε δεύτερο ράσο, ούτε κατοικία. Κατοικία του θεοφόρου διδασκάλου ήταν όλο το Άγιον Όρος, εξού έλαβε και την επωνυμία Αγιορείτης. Ενώ όμως πλουτίζει πνευματικά και ηθικά τους άλλους, ο ίδιος μένει σε έσχατη υλική πτωχεία και ταπείνωση. Εξ αιτίας του έργου του «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως» οι αντίπαλοι των Κολλυβάδων τον κατηγορούν ως αιρετικό. Είκοσι δύο χρόνια ταλαιπωρήθηκε ο Άγιος έως ότου η Ιερά Κοινότητα τον κηρύξει «ορθοδοξώτατον και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον». Χρόνια γεμάτα από θλίψεις, καταφρόνηση και διωγμούς, που δεν στάθηκαν όμως αρκετά, ώστε να κάμψουν το φρόνημά του. Από το συγγραφικό του έργο φαίνεται ότι δεν τον απασχολεί μόνον η σωτηρία της ψυχής του, αλλά έχει διαρκώς τον νου του και στη σκλαβωμένη πατρίδα και τους Χριστιανούς αδελφούς του. Τον καίει ο πόθος για την ελευθερία των υπόδουλων αδελφών του από τον τουρκικό ζυγό, ανησυχεί για τη διαφύλαξη των οσίων και των ιερών της φυλής. Ο Όσιος είναι ο ανανεωτής της θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αγωνίστηκε για τις Ιερές Παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ήταν αντίπαλος κάθε αιρέσεως και ετεροδόξου διδαχής. Στην θεολογία του Αγίου Νικοδήμου Καθολική Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η του Συμβόλου της Πίστεως «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» και όχι η παναίρεση του Παπισμού. Ο Όσιος θεωρεί το βάπτισμα των Λατίνων ως «ψευδώνυμο», το οποίο ούτε για λόγους ακριβείας, ούτε για λόγους οικονομίας είναι δεκτό, καθόσον οι Λατίνοι είναι αιρετικοί. Κατέβαλε ο Όσιος κάθε προσπάθεια για την τέλεση των μνημοσύνων των τεθνεώτων κατά την ημέρα του Σαββάτου, καθώς όρισε από την αρχή η Αγία ημών Εκκλησία. Αντιτάχθηκε δηλαδή, στην συνήθεια της εποχής να τελούνται τα μνημόσυνα την Κυριακή, καθόσον η Κυριακή είναι ημέρα χαρμόσυνη, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου. Το Κολλυβαδικό κίνημα είχε θετική επίδραση τον νέο Ελληνισμό. Συνετέλεσε στην πνευματική αναγέννηση του λαού μας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής και πνευματικής μας ζωής είχαν επηρεαστεί βαθύτατα από τους κολλυβάδες Πατέρες, όπως ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο Άγιος Νεκτάριος, ο Άγιος Άνθιμος Χίου, ο Παπουλάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης, κ.α. Ο σύγχρονος γνήσιος μοναχισμός ακολουθεί τις αρχές του κολλυβαδικού κινήματος.
Οι σκληροί αγώνες του, η διαρκής νηστεία στη ζωή του, η συνεχής καταπόνησή του με τη μελέτη και τη συγγραφή λύγισαν πρόωρα τον Όσιο και κλόνισαν σοβαρά την υγεία του. Συναισθάνθηκε την αδυναμία του, την ανάγκη να τον φροντίζουν και γι’ αυτό εγκαταστάθηκε στις Καρυές, στο κελί των Σκουρταίων. Δύο ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε για να διορθώσει τον «Συναξαριστή» των δώδεκα μηνών του έτους. Ταυτοχρόνως έχει την ψυχική δύναμη και την πνευματική διαύγεια να συγγράψει το ογκώδες «Εορτοδρόμιο» και τη «Νέα Κλίμακα». Επί τρεις μήνες η κατάστασή του χειροτέρευε συνεχώς, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, άρχισε να μην ακούει, να μην μπορεί να περπατά και να μιλά άνετα. Ο ίδιος με χαρά έβλεπε να πλησιάζει το τέλος του. Τέλεσαν ευχέλαιο, εξομολογήθηκε, κοινώνησε, όπως καθημερινά σχεδόν τις τελευταίες ημέρες και προσπαθούσε με δυσκολία να επαναλαμβάνει την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Με οσιακό τρόπο, αφού ευχήθηκε και προσευχήθηκε για τους αδελφούς που τον φρόντιζαν, προσκύνησε τα λείψανα των Αγίων που βρίσκονταν στο κελί του και του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου, κοινώνησε για τελευταία φορά και ειρηνικά, σε υπέρτατη γαλήνη, παρέδωσε την μακαρία του ψυχή στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητός του και στον οποίο αφιέρωσε τον εαυτό του. Ήταν τότε το πρωί της 14ης Ιουλίου του έτους 1809. Ολόκληρο το Άγιον Όρος πένθησε και θρήνησε, γιατί αισθάνθηκε ορφανεμένο. Ένας απλός τάφος, έξω από το Λαυριωτικό κελί των αγαπημένων του αδελφών Σκουρταίων στις Καρυαίς, δέχθηκε το ταλαιπωρημένο σώμα του, μετά από εξήντα χρόνων επίγεια παρουσία. Το έτος 1955 ανακηρύχθηκε Άγιος.
Η μακαρία του ψυχή συνηριθμήθη μετά των Οσίων και Θεολόγων και Διδασκάλων και πάντων των Αγίων. Ήδη απολαμβάνει της αιωνίου χαράς, μέσα στο φως της δόξας του Χριστού, στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, στην λαμπρότητα των Αγίων. Βλέπει ανακεκαλυμμένως πρόσωπον προς πρόσωπον και θεούται κατά θεία μέθεξη και πρεσβεύει για όλους μας ως συμπαθέστατος πάντων και πατέρας και διδάσκαλος.
Ταις πρεσβείαις του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
