Θέλεις να διορθώσεις τον αδελφόν σου;

  Θέλεις να διορθώσης τον αδελφόν σου; Δάκρυσε, προσευ­χήσου προς τον Θεόν δι’ αυτόν, ιδιαιτέρως να τον προτρέψης, συμβούλευσέ τον, παρακάλεσέ τον. Αυτό έκαμε και ο Παύλος, διότι λέγει· «Μήπως όταν πάλιν έλθω προς σας, με ταπεινώση ο Θεός, και πενθήσω δια πολλούς από εκείνους που πιθανόν να έχουν αμαρτήσει και δεν έχουν με­τανοήσει δια την ακαθαρσίαν και την πορνείαν και την ασέλγειαν, που διέπραξαν».

Δείξε αγάπην προς αυτόν που ημάρτησεν πείσε αυτόν ότι υπενθυμίζεις εις αυτόν τα αμαρτήματά του επειδή  ενδιαφέρεσαι και φροντίζεις δι’ αυτόν και όχι δια να τον διαπομπεύσης· κράτησε τα πόδια του και φίλησέ τα· να μη εντραπής να το κάμης αν πράγματι θέλης να τον θεραπεύσης.

Αυτά τα κάμουν πολλάκις και οι ιατροί, όταν βλέπουν τους ασθενείς να έχουν καπόιαν δυσαρέσκειαν έκδηλον προς τα φάρμακα, τους πείθουν με παρακάλια να δεχθούν το σωτήριον φάρμακον· έτσι να κάμης και συ· εις τον ιερέα να δείξης την πληγήν του αδελφού σου, διότι αυτό δεικνύει άνθρωπον που φροντίζει, που προνοεί και που ενδιαφέρεται δια τον άλλον. Όχι μόνον εις εκείνους που κακολογούν, αλλά και εις όσους ακούσουν αυτούς τους συνιστώ να κλείουν τα αυτιά των, και να μιμούνται τον προφήτην που λέγει·  «Εκείνον που κρυφά κατηγορούσε τον πλησίον του, τούτον απεμάκρυνα από κοντά μου».

   Λέγε προς τον πλησίον, έχεις να επαινέσης και να εγκωμιάσης κάποιον; Ανοίγω τα αυτιά μου δια να δεχθώ τα μύρα των λόγων σου· αν όμως θέλης να κακολογήσης κλείω την είσοδον εις τα λόγια αυτά, διότι δεν ανέχομαι να δέχωμαι κόπρον και βόρβορον. Ποιον θα είναι το κέρδος αν μάθω ότι ο τάδε είναι πονηρός; Αντιθέτως πολύ μεγάλη βλάβην και εσχάτην ζημίαν θα έχω από την πληροφορίαν αυτήν.

   Λέγε προς αυτόν ας κοιτάξωμεν τον εαυτόν  μας· ποία δηλαδή απολογίαν θα δώσωμεν εις τον Θεόν και την περιέρ­γειαν αυτήν και την πολυπραγμοσύνην να την επιδείξωμεν δια την ιδικήν μας ζωήν. Ποίαν απολογίαν θα έχωμεν προς τον Θεόν, ποιαν συγγνώμην, όταν τα μεν ιδικά μας αμαρτή­ματα ούτε καν τα σκεπτώμεθα, τα δε ξένα τα εξετάζωμεν με τόσην λεπτομέρειαν; Και όπως το να σκύψη κανείς και να κατασκοπεύση το εσωτερικόν του σπιτιού, όταν περνά έξω από αυτό, είναι κάτι που προξενεί εντροπήν, έτσι και το να εξετάζη κανείς με πολλήν λεπτομέρειαν την ζωήν του άλλου, φανερώνει πολύ μεγάλην μικροπρέπειαν.

   Εκείνο δε που είναι περισσότερον άξιον γέλωτος είναι, ότι, ενώ παρουσιάζουν αυτοί τέτοιον βίον και παραμελούν τον εαυτόν  τους, όταν ειπούν κανένα μυστικόν εις βάρος των άλλων, παρακαλούν αυτόν που το ήκουσε και τον ορ­κίζουν, να μη το ειπή εις κανένα άλλον, αποδεικνύοντες με την ενέργειά των αυτήν ότι έπραξαν κάτι άξιον κατη­γορίας. Διότι αν παρακαλής εκείνον να μη το είπη εις κα­νένα άλλον, πολύ περισσότερον έπρεπε συ να μη ειπής εις αυτόν τίποτε. Κατείχες με ασφάλειαν τον λόγον, και τώρα που τον επρόδωσες, φροντίζεις δια την σωτηρίαν αυτού· εάν θέλης να μη διαδοθή, να μη ειπής το μυστικόν εις άλλον ούτε συ ο ίδιος· αν δε το έχης είπει εις άλλον, είναι περιττοί και ανόητοι αι συστάσεις και οι όρκοι δια την διατήρησιν του μυστικού.

Αλλά είναι ευχάριστον το να κακολογή κανείς; Ευχάριστον είναι το να μη κακολογή. Διότι αυτός που εκακολόγησεν ευρίσκεται εις αγωνίαν μετά, φοβάται, υποπτεύεται, μετανοεί και δαγκώνει την γλώσσαν του, επειδή  φοβάται και τρέμει μήπως κάποτε διαδοθή αυτό που είπεν εις άλλους και επιφέρει μεγάλον κίνδυνον και περιττήν και ανωφελή έχθραν εις αυτούς οι οποίοι τα είπαν· αυτός όμως που τα κρατεί μέσα του, είναι ασφαλής και ζη ευχάριστα.

«Ήκουσες λόγον», λέγει, «ας αποθάνη μέσα σου· μη φοβάσαι δεν θα σε σκάση». Τι σημαίνει «ας αποθάνη μέσα σου»; Ση­μαίνει, σβήσε αυτόν, θάψε τον, μη τον επιτρέψης να εξέλθη, ούτε να κινηθή καν αλλά ακόμα φρόντιζε να μη ανέχεσαι να ακούης αυτούς που κακολογούν τους άλλους; Αν όμως κάποτε τύχη και να ακούσης αυτούς, θάψε τους λό­γους των, φόνευσε αυτό που ελέχθη, λησμόνησέ το, δια να γίνης όμοιος με αυτούς που δεν ήκουσαν και να ζη με ει­ρήνην και ασφάλειαν την παρούσαν ζωήν.

   Αν καταλάβουν όσοι κακολογούν ότι τους αποστρεφόμεθα περισσότερον από εκείνους που αυτοί συκοφαντούν, θα παύσουν και αυτοί κάποτε την κακήν αυτήν συνήθειαν, θα διορθώσουν το αμάρτημα, και θα μας επαινέσουν μετά, και εμάς τους ίδιους θα μας ανακηρύξουν ως σωτήρας και ευεργέτας των. Διότι όπως ακριβώς το να λέγη κανείς καλά λόγια και να τον επαινή είναι αρχή φιλίας, έτσι ακριβώς και το να τον κακολογή και τον διαβάλλη γίνεται αρχή έχθρας και αντιπάθειας και αναρίθμητων διαμαχών.

   Διότι από πουθενά αλλού δεν προέρχεται η αμέλεια δια τον εαυτόν μας, παρά από το να φροντίζωμεν και πολυεξετάζωμεν τον βίον των ξένων διότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος που κατηγορεί τους άλλους και εξετάζει με λεπτομέρειαν τον βίον του, να ενδιαφέρεται να βελτιώση την ιδικήν του ζωήν. Καθ’ όσον όλον του το ενδιαφέρον εξαντλείται εις τας υποθέσεις των άλλων, και κατ’ ανάγκην τα ιδικά του θέματα ευρίσκονται παραμελημένα. Και όμως θα ήτο πολύ ευχάριστον όλον τον χρόνον του να τον διαθέτη δια την φροντίδα των ιδικών του αμαρτημάτων και δια να κρίνη τον εαυτόν του, δια να ημπορέση να κάμη κάτι καλύτερον. Όταν όμως φροντίζης συνεχώς δια τας ξένας υποθέσεις, πότε θα φροντίσης και δια τα ιδικά σου ελαττώματα;

 


ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979 – ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 32 – ΟΜΙΛΙΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑΙ Β’ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ