Τα οικογενειακά πρότυπα αγωγής και η σύγχρονη νεανική βία

Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,

Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

 

Τα παιδευτικά πρότυπα της οικογένειας αποτελούν τα θεμέλια της δoμής της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Από τη νηπιακή του ηλικία γίνεται «αυτόπτης μάρτυρας» των προσώπων της οικογένειας και προσλαμβάνει, με απόλυτο μιμητισμό, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά πρότυπα της ποιότητας ζωής και σχέσεών τους.

Αν και στα στάδια ανάπτυξής του, γίνεται παρατηρητής και άλλων πολλών και ποικίλων εξωτερικών προτύπων, τα οικογενειακά πρότυπα είναι εκείνα που υπερέχουν και  έχουν προτεραιότητα στη μίμηση προτύπων, που επιλέγει το παιδί, προκειμένου να εισέλθει στη κοινωνική ζωή.

Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί από την οικογένειά του αρχίζουν να εκδηλώνονται, αρχικά, στις σχέσεις του με τους άλλους, κατά τη διάρκεια της σχολικής του ζωής και, έπειτα, στην εφηβική και μετεφηβική του ηλικία, όταν αρχίζει να ολοκληρώνεται η διαμόρφωση της δικής του προσωπικότητας και να αυτονομείται από τους γονείς.

 Έρευνες έχουν δείξει ότι το παιδί που βιώνει στην οικογένεια τραυματικές εμπειρίες βίαιης συμπεριφοράς, αργότερα, όποτε του δίνεται ευκαιρία, στις σχέσεις του με τους άλλους, μιμείται και επαναλαμβάνει είτε με τον ίδιο είτε και με διαφορετικό τρόπο, τις συμπεριφορές που το ίδιο παρατήρησε και έμαθε.

Διαπιστώνεται, δηλαδή ότι τα οικογενειακά πρότυπα είναι τα πρώτα από εκείνα που συνθέτουν τον κώδικα συμπεριφοράς που αποθηκεύει στην ψυχή του και αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για τις αποφάσεις και τις πράξεις του, κατά την μελλοντική του ζωή.

  Εάν το παιδί έχει βιώσει εμπειρίες κακοποίησης εντός της οικογένειας ή έχει γίνει το ίδιο θύμα κακοποίησης ή παραμέλησης, είναι πολύ πιθανό να εκδηλώσει, στις κοινωνικές του συναναστροφές, την ίδια ή παρόμοια επιθετική ή αντικοινωνική συμπεριφορά.

 Μάλιστα, κατά την ανατροφή του, εκτός από μάρτυρας ή θύμα σωματικής ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, μπορεί να γίνει, επίσης, θεατής ή θύμα ψυχικής κακοποίησης, λόγω συστηματικής απόρριψης, υποβιβασμού, ταπείνωσης, υποτίμησης, εκφοβισμού, απομόνωσης και εκμετάλλευσης, που αποτελούν παρόμοιες μορφές βίας.

 Επιπλέον,  είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής σεξουαλικής ή λεκτικής κακοποίησης, που οδηγούν τα θύματα – μέλη της οικογένειας σε σύνδρομα απόρριψης, χαμηλής αυτοεκτίμησης, άγχους, κατάθλιψης και τάσεων αυτοκτονίας.

Κύριο χαρακτηριστικό των οικογενειών που προσφέρουν αρνητικά πρότυπα αγωγής στα παιδιά τους είναι η απουσία γονεϊκής συνείδησης και υπευθυνότητας, η εμπλοκή των γονέων σε πράξεις παραβατικότητας, η χρήση ουσιών και, γενικά, η άγνοια ή η παραθεώρηση της βαθύτερης σημασίας και του νοήματος του ιερού θεσμού της οικογένειας.

Είναι απολύτως απαραίτητο να συνειδητοποιούν οι γονείς ότι η ζωή τους, ο τρόπος σχέσεών τους με τους άλλους, τα λόγια τους, οι πράξεις τους, τα συναισθήματά τους, οι πεποιθήσεις τους και οι συμπεριφορές τους τίθενται υπό άμεση παρατήρηση από τα παιδιά και καταγράφονται, με κάθε λεπτομέρεια, μέσα στην ψυχή και στους εγκεφαλικούς τους νευρώνες, αποτελώντας τα θεμέλια της δικής τους ζωής και συμπεριφοράς.

Αν, μάλιστα, ερευνήσει κάποιος τα αίτια πολλών βίαιων ή εγκληματικών πράξεων των σύγχρονων νέων θα διαπιστώσει ότι σχετίζονται με τις ψυχικές κακοποιήσεις και τα αρνητικά πρότυπα, που έχουν δεχθεί, κατά την παιδική τους ηλικία, από ανώριμους, βίαιους και επιθετικούς γονείς.

Υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που μαρτυρούν ότι η μορφή έμμεσης ή άμεσης τραυματικής βίας που δέχεται το παιδί στην οικογένεια, δεν ξεχνιέται, αλλά αποθηκεύεται στον εγκέφαλο και στην ψυχή και επανέρχεται στη μνήμη, πολύ πιο εύκολα από ό, τι επανέρχονται οι θετικές συμπεριφορές των γονέων προς τα παιδιά.

Μάλιστα, διαπιστώνεται από ψυχολόγους ότι η κακοποιητική συμπεριφορά των γονέων και η προκαλούμενη ζημιά δεν διορθώνεται, δεν θεραπεύεται ούτε απαλείφεται, από μια μεταγενέστερη ένδειξη γονεϊκής στοργικής συμπεριφοράς.

Γι’  αυτό είναι δυσάρεστη, αλλά αληθινή, η διαπίστωση ότι τα φυτώρια της βιαιότητας και της επιθετικότητας, που εμφανίζονται στις πράξεις κάποιων νέων ή ενηλίκων δραστών, έχουν φυτευτεί, καλλιεργηθεί και ριζώσει στην ψυχή τους, από ασυνείδητους γονείς, κατά την περίοδο της βρεφικής, παιδικής ή  εφηβικής ηλικίας.

Τα παιδιά μπορούν να υποβληθούν σε βία εντός της οικογένειας είτε έμμεσα, βλέποντας τους γονείς να ασκούν βία, ο ένας στον άλλο αλλά και σε άλλα μέλη της οικογένειας, είτε άμεσα, δεχόμενα και τα ίδια ποικίλες μορφές τιμωρίας και βίας.

Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, ωστόσο, υπάρχουν πολλές πιθανότητες, καθώς μεγαλώνουν, να μην επιλέγουν, ως μέσο, για την επίλυση προβλημάτων ή τη διευθέτηση συγκρούσεων ή αντιθέσεων, στις σχέσεις τους με τους άλλους, τον διάλογο, αλλά βίαιες, επιθετικές και εγκληματικές πράξεις, μιμούμενοι τα οικογενειακά πρότυπα, που έχουν εγγραφεί στα εγκεφαλικά και ψυχικά τους γονίδια. 

Γι΄ αυτό οι γονείς είναι ανάγκη να γνωρίζουν την τεράστια ευθύνη που έχουν, καθώς ανατρέφουν τα παιδιά τους, προκειμένου να αποφεύγουν την οποιαδήποτε άσκηση έμμεσης ή άμεσης σωματικής ή ψυχικής βίας, καθώς η όποια συμπεριφορά τους, όχι απλώς καταγράφεται, αλλά θα χρησιμοποιηθεί από τα παιδιά τους στο μέλλον και ως πρότυπο μιμήσεως.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι ανάγκη να μην επιλέγεται, ποτέ, η σωματική ή ψυχική τιμωρία, ως μέσο αγωγής των παιδιών τους, διότι, έτσι, κληροδοτείται στα παιδιά η τιμωρητική συμπεριφορά, με την οποία θα συμπεριφέρονται και τα ίδια ως ενήλικοι.

 

Καθώς η επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, κατά τους δύο κυρίως τελευταίους αιώνες, μαρτυρεί ότι όλες σχεδόν οι προβληματικές και εγκληματικές συμπεριφορές των ανθρώπων έχουν τις ρίζες τους σε ό, τι έχουν βιώσει τα παιδιά στη βρεφική, παιδική και εφηβική τους ηλικία, αξίζει να ενθυμηθούμε τη σπουδαία συμβουλή, που απευθύνει στους γονείς ο Απ. Παύλος από τον τον 1ο αιώνα μ.Χ.: «Οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ΄ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6, 4).

 

Η παιδεία και νουθεσία Κυρίου είναι η χριστιανική παιδεία και ανατροφή. Εάν οι γονείς φέρονται στα παιδιά τους, με το Πνεύμα των χριστιανικών αρετών και προτύπων, δηλαδή, με το Πνεύμα της  αγάπης, της χαράς, της ειρήνης, της μακροθυμίας, της πίστης, της πραότητας, της αγαθοσύνης και της εγκράτειας (Γαλ. 3, 22), τότε, θα παύσουν να υπάρχουν βίαιες, επιθετικές και τιμωρητικές ενέργειες, που παροργίζουν τα παιδιά.

 

Στην κατεύθυνση αυτή, ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, σε ομιλία που έκανε, το 2005, στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας ανέφερε, σχετικά με τις κοινωνικές προοπτικές μιας χριστιανικής ανατροφής: «Η χριστιανική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως, πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη, η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα, ως αναφοράν της, την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς, ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου. Αι εγκληματολογικαί στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δυσπίστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν».

 

Παρόμοιες θέσεις εξέφραζε και ο μακαριστός νομικός Γ. Κρίππας, δρ. Συνταγματικού Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι η χριστιανική παιδεία παρέχει, όχι απλές γνώσεις, αλλά και ηθικές αρχές, που, κατά τις μαρτυρίες πολλών εγκληματολόγων, συμβάλλουν στην πρόληψη της εγκληματικότητας.

 

Θέλημα Θεού είναι να γίνουν, κατά τον Απ. Παύλο, εν Χριστώ «καινά τα πάντα» (Β΄ Κορ. 5, 17) και «καινή η κτίσις» (Γαλ. 6, 15). Προς τούτο, όμως, χρειάζεται και η συνδρομή των ανθρώπων, προκειμένου να διακοσμηθεί και να αλλάξει ο κόσμος, να γίνουν οι γονείς τέκνα Θεού, για να μπορούν να ανατρέφουν, να μορφώνουν και να διαμορφώνουν τα τέκνα τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

 

Έτσι,  ο κάθε νέος άνθρωπος θα μπορεί να εξελίσσεται, σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «κατά φύσιν» και όχι «παρά φύσιν», δηλαδή, κατά τον Απ. Παύλο, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας της πληρότητας του Χριστού» (Εφ. 4, 13), εις  «καινόν άνθρωπον» (Εφ. 2, 15).