Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Εκτιμούμε ότι το Πρόγραμμα ομογενοποίησης των πολιτών του πλανήτη αποτελεί μεγάλη επιχείρηση, που, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει κάποιος, θα έχει και υψηλό κόστος.
Το Πρόγραμμα αυτό φαίνεται να έχει πολλές πτυχές, μία από τις οποίες πρέπει να είναι οι αλλαγές στην παιδεία. Όπως έχει ήδη γραφτεί, «οι μαθητές στο σημερινό σχολείο παιδαγωγούνται πάνω στο φόντο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, της επικοινωνίας και της κουλτούρας και κάτω από τον ενοποιητικό ρόλο της τεχνολογίας, ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο, που προωθεί την ομογενοποίηση των πολιτών του πλανήτη, υπονομεύει την επιβίωση του ιδιαίτερου και του τοπικού μέσα στο παγκόσμιο και προκαλεί αστάθεια και ρευστότητα στο πολιτισμικό τοπίο. Αισθάνονται την επιδιωκόμενη ομογενοποίηση, η οποία, αν και η ίδια βρίσκεται σε κρίση, δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνολογία και στην επιστήμη, αλλά επεκτείνεται και στους θεσμούς, τις στάσεις και τις συμπεριφορές, επιχειρώντας να κυριαρχήσει παντού, εξαλείφοντας τις διαφορές» (Εμ. Περσελής).
Φαίνεται ότι η σχολική θρησκευτική αγωγή είναι και αυτή ένας τομέας που ενδιαφέρει τους σχεδιαστές της παγκοσμιοποιημένης ομογενοποίησης και υποτίθεται ότι σε κάθε χώρα θα έχουν οριστεί κάποιοι για να υπηρετήσουν αυτά τα σχέδια.
Σημειώνουμε δύο δηλώσεις που επικροτούν την ύπαρξη αυτών των σχεδίων:
Η μία είναι του Γ. Παπανδρέου, που ως πρωθυπουργός, σε ομιλία του στον ΟΗΕ, το 2011, μίλησε για το μέλλον της Ευρώπης και αναφέρθηκε «στη δημιουργία μιας νέας έννοιας της ταυτότητας για όλες τις χώρες της Ευρώπης και σε κάποιο βαθμό για όλον τον κόσμο». Μίλησε επίσης «για έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο και για τις δυσκολίες της ενσωμάτωσης στο παγκόσμιο σύστημα, σε ένα παγκόσμιο χωριό». Στη Βουλή των Ελλήνων, επίσης, ως Πρωθυπουργός, στις 15 Μαρτίου του 2011, υποστήριξε τα εξής: «Μονάχα ενωμένοι οι λαοί της γης με αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη, με δημοκρατικές διαδικασίες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, μπορούμε να ξεπεράσουμε και να διασφαλίσουμε τη συνέχειά μας».
Η δεύτερη μαρτυρία είναι της κ. Διαμαντοπούλου, η οποία, ως μέλος της ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα κοινωνικών υποθέσεων, το 2003, μίλησε και εκείνη για «τη μεταμόρφωση της ποικιλομορφίας των εθνικών ταυτοτήτων μέσω ενός πλαισίου στενής συνεργασίας, που εγγίζει μερικές φορές και την εγκατάλειψη της εθνικής κυριαρχίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο και αποτελεσματικότερο σύνολο, ικανό να αρθρώσει ισχυρό λόγο, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης […] Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Ευρώπη οφείλει να συνειδητοποιήσει την κοινή κληρονομιά, για να ασκήσει την επιρροή της στις παγκόσμιες εξελίξεις, έτσι ώστε να μην υποβιβαστεί στη θέση του απλού θεατή μιας νέας παγκόσμιας τάξης, την οποία θα αδυνατεί να επηρεάσει».
Η ίδια επίσης, ως Υπουργός Παιδείας της Ελλάδας, δήλωνε, το 2010, στο London School of Economics, για το μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία: «Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά όλες τις θρησκείες, πρέπει να δώσουμε στους μαθητές μας τη δυνατότητα να μάθουν, να γνωρίζουν να συγκρίνουν, απελευθερωμένα από εκκλησιαστικές επιρροές και εν τέλει να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους».
Σε αυτήν τη γραμμή κινείται, από το 2011, η ομάδα των «πρόθυμων και διεθνιστών θεολόγων», πάντοτε, βέβαια, υπό τη σκέπη της πολιτικής προστασίας και ισχύος (Διαμαντοπούλου…, Φίλης, Γαβρόγλου κ. ά.). Διαφορετικά, δεν εξηγείται η μανιώδης προσπάθειά τους να αναθεωρήσουν θεμελιώδεις παιδαγωγικές, θεολογικές και συνταγματικές αρχές, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα περίεργο και αντίθετο προς την ορθόδοξη παράδοση και τη συνταγματική τάξη της χώρας Πρόγραμμα Θρησκευτικών, μαζί με τα σχολικά «βιβλία» του, που εφαρμόστηκε, σε πιλοτική εφαρμογή, ήδη από το 2011 και που εγκρίθηκε με ΦΕΚ το 2016 για να μπει σε όλα τα σχολεία της χώρας.
Ευτυχώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας με (4) αλλεπάλληλες Αποφάσεις της Ολομέλειάς του, το ακύρωσε (2018 και 2919). Με βάση το ως άνω ΦΕΚ, η ορθόδοξη σχολική διδασκαλία, αντικαταστάθηκε από έναν πολυθρησκειακό πολτό, με απολύτως βέβαιο το ενδεχόμενο της θρησκευτικής και πνευματικής συγχύσεως των μαθητών/τριών.
Όπως ήταν φυσικό, δεν αποτέλεσε έγκυρη παιδαγωγική πράξη και γι’ αυτό λειτούργησε αρνητικά τόσο για τους ορθόδοξους όσο και για τους αλλόθρησκους και για τους ετερόδοξους μαθητές.
Είναι γεγονός ότι η επιβολή αυτού του πολυθρησκειακού μωσαϊκού είχε ως στόχο την υπονόμευση της ετερότητας και της ταυτότητας, αφού μ΄ αυτό υιοθετείται η επιβολή και κατίσχυση μίας ομογενοποιημένης πολυθρησκευτικής θρησκευτικότητας, που είναι, φυσικά, εναντίον της πίστεως όλων των μαθητών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Οι υπηρέτες της Παγκοσμιοποίησης, γενικά, προσπαθούν να περάσουν, ως κυρίαρχη παγκόσμια θέση, κάποιους κώδικες κοινών και ενιαίων στάσεων και συμπεριφορών, σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα ανατρέπουν το ήθος και γενικά τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά των λαών και θα αποτελούν την απαρχή για τα θεμέλια της ομογενοποίησης των λαών.
Αυτήν την ανατροπή στη θεολογία της ορθόδοξης παραδόσεως επιχείρησαν να κάνουν τα μέλη της ομάδας των «σοφών εμπειρογνωμόνων θεολόγων» με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά, που επέβαλαν με σύμμαχο την πολιτική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Πάντως, δεν μαρτυρείται στην αγιογραφική, πατερική και ιστορική -παλαιότερη και πρόσφατη- πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρόμοιο φαινόμενο, όπως αυτό που εμφανίστηκε με την οργανωμένη και προστατευμένη από την κρατική Εξουσία και κάποιους εκκλησιαστικούς παράγοντες, ομάδα των «πρόθυμων θεολόγων», καθώς προσπάθησαν -και προσπαθούν ακόμη- εντελώς αντιεπιστημονικά να αναδείξουν την δήθεν αδυναμία της ορθόδοξης πίστεως και διδασκαλίας να επηρεάζει τα ηθικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της ελληνορθόδοξης ταυτότητας των ορθοδόξων μαθητών/τριών.
Έτσι, αυτό που αναφέρεται, για παράδειγμα, στο Πρόγραμμά τους ότι υπάρχει αναγκαιότητα «διαφοροποιημένης διδασκαλίας», όπου κάθε παιδί θα «μαθαίνει για τις θρησκείες των άλλων παιδιών» και ότι μέσω αυτής της μεθόδου διδασκαλίας «αίρεται κάθε ανισότητα» μεταξύ των μαθητών, αποτελεί μια μη παιδαγωγική αντίληψη, που βρίσκεται, ταυτόχρονα, σε εντελώς λανθασμένη και αντορθόδοξη, θεολογικά, κατεύθυνση.
Η ισότητα, καταρχάς, ως εσωτερική αρετή και έπειτα ως εξωτερική συμπεριφορά, δεν δημιουργείται ούτε καλλιεργείται μέσα από μία τέτοιας μορφής διαφοροποιημένη, δηλαδή, πολυθρησκευτική διδασκαλία.
Στον ορθόδοξο επιστημονικό και διδακτικό χώρο, δεν μαρτυρείται πουθενά μια τέτοια ουτοπική ηθικοπνευματική αυταπάτη, όπου ένα μωσαϊκό πολυθρησκευτικής μάθησης να έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα, είτε ως διδασκαλία, είτε ως πρότυπο ζωής, να δημιουργήσει ηθικοκοινωνικές πεποιθήσεις σε παιδιά και να επιδράσει θετικά στη μάθηση και τη συμπεριφορά τους.
Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές, δεν είχαν ούτε έχουν ανάγκη από αυτήν την οπισθοδρομική και αλλοπρόσαλλη θεολογία των «σοφών προοδευτικών θεολόγων», για να μάθουν στάσεις και , ποικιλόμορφης θρησκευτικά ζωής, διότι, μέσα από την ίδια τις την ίδια την εκκλησιαστική τους ζωή και διδασκαλία, μαθαίνουν, πώς να πολιτεύονται έναντι του οποιουδήποτε «άλλου».
Τα νοήματα και ο τρόπος ζωής που δέχονται από την πίστη τους, τους δημιουργούν τις βάσεις για να μπορούν να στέκονται, γόνιμα, συναδελφικά και αποτελεσματικά, στην επικοινωνία ή τη συμβίωσή τους με τον διαφορετικό.
Το πρώτο και κύριο στοιχείο συμβίωσης και κοινωνίας με τον ξένο βρίσκεται στο κέντρο της πίστεώς τους και είναι η αγάπη, όπως αυτή έχει προτυπωθεί στη διδασκαλία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη αλλά και σε εκείνη της Μελλούσης Κρίσεως. Στην τελευταία, μάλιστα, εκτός των άλλων, αναφέρεται μία σημαντικότατη αλήθεια, ως προς τη στάση των πιστών προς τους ξένους: «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» (Ματθ. 25, 35), στάση άκρως θεμελιακή για την ελπίδα, που κάθε χριστιανός θέλει να κτίζει στον πνευματικό αγώνα που διεξάγει για την κληρονομία της αιώνιας ζωής.
Οι θρησκείες, επομένως, μέχρι την περίοδο της δράσης των πολυθρησκειακών «θεολόγων», ήταν μέρος της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, με σκοπό να πληροφορηθούν οι μαθητές για το παγκόσμιο θρησκευτικό φαινόμενο.
Εκείνοι, όμως, με τους νεωτερισμούς και τις αναβαθμίσεις τους, τις χρησιμοποίησαν για να καλλιεργηθεί σταδιακά, μέσω μιας πολυθρησκειακής μείξεως, μία θρησκευτική ομογενοποίηση, η οποία θα καταργεί και θα εξαφανίζει τις διαφορές και τις ταυτότητες και θα διευκολύνει ή θα προετοιμάζει, καταρχάς εκείνο που πλειστάκις μαρτυρείται στο ασύμβατο με μάθηση, αλλά συμβατό με προπαγάνδα Πρόγραμμά τους, δηλαδή τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και σε βάθος χρόνου τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης των λαών.