Είναι κοινό μυστικό ότι εδώ και χρόνια ασκούνται έντονες αμερικανικές πιέσεις στην Ελλάδα για “μερική αποστρατιωτικοποίηση” των ελληνικών νησιών. Το ζήτημα έχει επανέλθει στην επικαιρότητα και από σχετικό ρεπορτάζ της “Εστίας”, αλλά και επειδή είναι γνωστό ότι στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους στις αρχές Ιουλίου, θα δρομολογηθούν ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, στην ατζέντα των οποίων υπάρχει και η αποστρατιωτικοποίηση.
Έχω υποστηρίξει πως η αποδοχή από πλευράς της Ελλάδας παρόμοιας πρότασης θα ήταν καταστρεπτική και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους σαφώς προδοτική ενέργεια. Τί άλλο άραγε μπορεί να χαρακτηριστεί εθνική προδοσία, εάν όχι ο αφοπλισμός των νησιών; Και όσοι θεωρούν πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, εύχομαι να έχουν δίκιο. Τους υπενθυμίζω, όμως, ότι έχουν γίνει στο παρελθόν. Η δικτατορία απέσυρε την ελληνική μεραρχία στο τέλος του 1967 και το 1974 εισέβαλαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση οι Τούρκοι.
Ο αφοπλισμός των ελληνικών νησιών είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος και όχι κάποιο μακρινό υποθετικό σενάριο. Ας ξεκινήσουμε από το ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία ασκούν εδώ και καιρό εντεινόμενες πιέσεις για “μερική αποστρατιωτικοποίηση” των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Αυτό είναι γεγονός, όχι υπόθεση. Επίσης, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είναι κομβικό κομμάτι του πακέτου των “διαφορών” που οι Τούρκοι θέλουν να θέσουν προς διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Δεν πρόκειται για μυστικό. Το δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία. Οι δε ΗΠΑ και Γερμανία, στο πλαίσιο μιας λογικής (υποτιθέμενων) “ίσων αποστάσεων” μεταξύ των δύο μερών, πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η μερική αποστρατιωτικοποίηση
Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι αν αυτές οι απόψεις βρίσκουν ευήκοα ώτα και εν Ελλάδι. Δυστυχώς, βρίσκουν. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να χαρτογραφήσουμε σε γενικές γραμμές την ανθρωπογεωγραφία αυτών που βλέπουν με καλό μάτι την αποστρατιωτικοποίηση, ιδιαίτερα δε αν αυτή είναι “μερική”, εάν δηλαδή περιλαμβάνει μόνο την απομάκρυνση των “επιθετικών” όπλων.
Αφήνοντας κατά μέρος όσους συνειδητά προωθούν ξένα συμφέροντα για διάφορους λόγους, στην κορυφή της λίστας έχουμε αυτούς που σπεύδουν κάθε φορά να υπερασπίσουν τις “αλήθειες της Τουρκίας”, να οικτίρουν όσους δεν καταλαβαίνουν ότι «η Τουρκία αισθάνεται ανασφάλεια», αφού «είναι περικυκλωμένη» από τα ελληνικά νησιά, ότι «ασφυκτιά» και όλα τα συναφή. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν πολλοί και έχουν προνομιακές θέσεις στον πανεπιστημιακό χώρο και τα ΜΜΕ, με διαχρονικές προσβάσεις στο σύστημα εξουσίας, ενώ ευάριθμοι εκπρόσωποί τους είναι διεσπαρμένοι σε όλα σχεδόν τα κόμματα.
Δεύτεροι στη λίστα είναι όσοι έχουν υποκύψει στη φαταλιστική μοιρολατρία. Δηλαδή, στη μηδενιστική αντίληψη ότι «η Ελλάδα είναι μια κατακτημένη χώρα» και συνακόλουθα δεν μπορεί παρά να υπακούει στις απαιτήσεις των ισχυρών, γιατί αν δεν το κάνει «θα πάθει χειρότερα». Η άποψη αυτή ενίοτε συνδυάζεται και με μια εξίσου δουλοπρεπή και μεταφυσική άποψη περί “ανταμοιβής” που θα πάρουμε από τους ξένους επικυρίαρχους αν κάνουμε αυτά που μας λένε.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής είναι πρόθυμοι να συζητήσουν και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αν πάρουμε “εγγυήσεις” από το εξωτερικό. Αυτές οι απόψεις έχουν μεγάλη διείσδυση και σε σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και ενίοτε ενδύονται με έναν μανδύα “καταγγελτικού εθνικισμού”, όπου όμως στο δια ταύτα καταλήγουν στο ότι η υποταγή στα κελεύσματα του διεθνούς παράγοντα είναι αναπόφευκτη γιατί «η Ελλάδα έχει τελειώσει».
“Επιθετικά” και “αμυντικά” όπλα
Οι δύο αυτές αντιλήψεις θα παρέμεναν περιθωριακές αν δεν υπήρχε στη χώρα μας μια εξαιρετικά διαδεδομένη και λανθασμένη αντίληψη για το τι σημαίνει αποστρατιωτικοποίηση. Να ξεκινήσουμε από το ότι εδώ και χρόνια έχει επιβληθεί η αντίληψη πως η Ελλάδα έχει “αμυντικό δόγμα” και συνακόλουθα κάθε “επιθετική” στρατιωτική ικανότητα κρίνεται ως απαράδεκτη. Έτσι, δημιουργείται μια αντιληπτική βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται απόψεις περί “μερικής αποστρατιωτικοποίησης”, όπου αυτή νοείται ως απομάκρυνση των “επιθετικών” όπλων από τα νησιά.
Όμως, όπως έχω επανειλημμένως αναφέρει, αυτός ο διαχωρισμός είναι αυθαίρετος και παράλογος. Δεν υπάρχουν “αμυντικές” και “επιθετικές”, παρά μόνον μαχητικές ικανότητες. Ακόμη περισσότερο, για να μπορούμε να υπερασπίσουμε τα νησιά του Αιγαίου χρειαζόμαστε ικανότητες κρούσης σε μεγάλα βεληνεκή, έτσι ώστε αυτά να λειτουργούν ως ολότητα και όχι ως ξεκομμένοι θύλακες, τους οποίους ο εχθρός θα μπορεί να απομονώσει και να εξοντώσει. Δηλαδή, χρειαζόμαστε “επιθετικές” ικανότητες, οι οποίες και λειτουργούν αποτρεπτικά.
Ούτε φυσικά έχει νόημα η πρόταση αφοπλισμού των νησιών εν παραλλήλω με την απομάκρυνση της τουρκικής Στρατιάς του Αιγαίου από τις ακτές. Και αυτό γιατί είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η μετακίνηση μιας στρατιωτικής δύναμης μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες χλμ. από τις ακτές, όπου μπορεί να επιστρέψει σε μερικές ώρες, από την εκκένωση νησιών, όπου η επιστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων είναι πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα. Επιπροσθέτως από συμβολική, σημειολογική αλλά και νομική άποψη, η απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων από ένα νησί συνεπάγεται μια έμμεση παραδοχή ότι το νησί αυτό “γκριζάρεται” ως προς του ποιος έχει την εθνική κυριαρχία, κάτι που ουδόλως συμβαίνει με μια μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων στην ηπειρωτική χώρα.
Άρα, οι σκέψεις για “αποστρατιωτικοποίηση”, δηλαδή για αφοπλισμό, των ελληνικών νησιών είναι μια συζητήσιμη και όχι μια αδιανόητη κατάσταση για ένα κομμάτι του ελληνικού συστήματος εξουσίας. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν κάτι καινούργιο. Είναι μια αυτοκαταστροφική επιλογή που εμφανίζεται κατά καιρούς σαν “εξομαλυντικός παράγοντας” των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Λανθασμένη ανάγνωση
Η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη από τη διαχρονικά λανθασμένη ανάγνωση της τουρκικής απειλής που κάνει το ελληνικό σύστημα εξουσίας. Έτσι, διαρκώς αναζητούμε μια “τελική λύση” για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επενδύοντας σε πρόσωπα (ο Ερντογάν αποτέλεσε μεγάλη ελπίδα του ελληνικού κατεστημένου), στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στην αποφασιστική παρέμβαση κάποιου ξένου παράγοντα και σε παρόμοιες νεφέλες.
Ακόμη και σήμερα, που η Τουρκία έχει ξεδιπλώσει πλήρως τις επεκτατικές της βλέψεις, στο ελληνικό σύστημα εξουσίας συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά δημοφιλείς απόψεις του τύπου «θα πρέπει να ζήσουμε με τους Τούρκους», άρα οφείλουμε να βρούμε τρόπους να τους κατευνάσουμε. Και ένας εξ αυτών είναι η “μερική αποστρατιωτικοποίηση” των νησιών.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο αφοπλισμός των νησιών είναι κάτι, για το οποίο και μας πιέζουν οι δυτικοί σύμμαχοι και οι Τούρκοι το έχουν βάλει σε κεντρική θέση στο πακέτο του “διαλόγου” που θέλουν μαζί μας. Αλλά και ένα σεβαστό κομμάτι του μηχανισμού εξουσίας στην Ελλάδα είναι έτοιμο να το συζητήσει, αγνοώντας (αδιαφορώντας;) για τους κίνδυνους που αυτή η επιλογή συνεπάγεται.
Συνακόλουθα, η αναφορά στο ενδεχόμενο αποστρατιωτικοποίησης δεν έχει σχέση με υποθετικές καταστάσεις αλλά με ένα ενδεχόμενο που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και χρόνια. Άρα, έχει σχέση με έναν άμεσο και ξεκάθαρο εθνικό κίνδυνο. Όσοι λοιπόν επιμένουν να έχουν το κεφάλι τους στην άμμο, αν μην τι άλλο, καλό θα είναι να γνωρίζουν ότι το έχουν εκεί. Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις που αναμένεται να δρομολογηθούν στο Βίλνιους αμέσως μετά τις εκλογές εκ των πραγμάτων θα επαναφέρουν στο τραπέζι κι αυτό το ζήτημα.