ΑΓΙΟΥ IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ : ΠΩΣ ΕΠΕΙΣΕ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ – Ιωσήφ υιός Δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ

Πως τον έπεισε (τον Ιωσήφ) λοιπόν ο άγγελος; Άκουσε και θαύ­μασε τα σοφά λόγια.

Επήγεν εις τον Ιωσήφ και του είπεν. «Ιωσήφ υιός Δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου». Του έφερεν αμέσως εις τον νουν τον Δαυίδ, από την γενεάν του οποίου επρόκειτο να γεννηθή ο Χριστός, του υπεν­θυμίζει με την προγονικήν προσφώνησιν την υπόσχεσιν που εδόθη εις όλον το ανθρώπινο γένος και έτσι δεν τον αφήνει να αισθανθή ανησυχίαν. Δια τούτο τον προσεφώνησεν υιόν Δαυίδ.

«Μη φοβηθής».     Εις άλλην περίπτωσιν δεν ενήργησε έτσι ο Θεός, αλλά, όταν εσκέπτετο κάποιος κάτι πονηρόν δια κά­ποιαν γυναίκα, του ωμίλησε πολύ επιτιμητικά και αυστηρά, αν και ήτο και τότε αίτια η άγνοια. Διότι και εκείνος από ά­γνοιαν συνευρέθη με την Σάρραν. Παρά ταύτα τον επέπληξε. Εδώ όμως ενεργεί με ήπιον τρόπον. Διότι η θεία οικονομία απέβλεπε εις πολύ ευρυτέρους σκοπούς και ήτο μεγάλη η διαφορά μεταξύ των δύο ανδρών. Δια τούτο δεν εχρειάζετο ούτε επίπληξις.

Η φράσις, «Μη φοβηθής», αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ εφοβείτο μήπως δυσαρεστήση τον Θεόν, αν συγκατοική με μοιχα­λίδα. Διότι, αν δεν υπήρχε αυτός ο φόβος, ούτε θα διανοείτο να την αποπέμψη. Κάμνει λοιπόν φανερόν με όλας αυτάς τας ενεργείας του ο άγγελος, με το ότι δηλ. παρουσίασε και εφανέρωσεν όλα όσα εσκέφθη και όσα εσυλλογίσθη ο Ιωσήφ, ότι είναι απεσταλμένος του Θεού.

Και αφού είπε το όνομα της Παρθένου, δεν σταμάτησεν εις αυτό, άλλα επρόσθεσε· «Την γυναίκα σου». Δεν θα την εχαρακτήριζεν έτσι, αν είχε γίνει ανήθικη. Γυναίκα ονομάζει εδώ την μνηστήν. Συνηθίζει επίσης η Αγία Γραφή να αποκαλή γαμβρούς και τους μνηστευμένους, προτού να γίνη ο γάμος των.

Αλλά τι σημαίνει «Παραλαβείν» ;       Να την κρατήση εις το σπίτι του. Διότι την είχεν ήδη απομακρύνει με την σκέψιν του. Αυτήν, λέγει, την οποίαν έχεις απομακρύνει, την οποίαν σου παραδίδει ο Θεός και όχι οι γονείς της, να την κρατήσης.

Και σου την παραδίδει όχι δια γάμον, αλλά δια να συγκατοικής. Και σου την παραδίδει με την ιδικήν μου φωνήν. Όπως την παρέδωσε και ο Χριστός αργότερα εις τον μαθητήν του, έτσι την παραδίδει και ο άγγελος τώρα εις τον Ιωσήφ.

Έπειτα ωμίλησεν εμμέσως δια το ζήτημα και δεν έκαμε λόγον δια την καχυποψίαν, αλλά απήλλαξε την Παρθένον με τρόπον ευγενή και διακριτικόν από την κατηγορίαν δια την εγκυμο­σύνην της και έδειξεν ότι, δια τον λόγον, τον οποίον εφοβείτο και ήθελε να την αποπέμψη, δι’ αυτόν ακριβώς έπρεπε να την παραλάβη και να την κρατήση εις το σπίτι του.

Με αυτόν τον τρόπον διέλυσε πλήρως την αγωνία του Ιωσήφ. Διότι, λέ­γει, όχι μόνον δεν είναι ένοχος δια παράνομον συνεύρεσιν, αλλά έμεινεν έγκυος με υπερφυσικόν τρόπον. Δια τούτο πρέπει όχι απλώς να αποβάλης τον φόβον, αλλά και να αισθάνεσαι μεγάλην χαράν.

«Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος έστιν αγίου».      Τα λόγια αυτά είναι παράδοξα, ευρίσκονται πέραν από την ανθρωπίνην λογικήν και επάνω από τους φυσικούς νόμους. Πως θα τα πιστεύση όμως ο άνθρωπος, ο οποίος τα α­κούει δια πρώτην φοράν; Από τα περασμένα, λέγει, από όσα του απεκάλυψεν ο άγγελος. Διότι δι’ αυτόν τον λόγον του α­πεκάλυψεν όσα εσυλλογίσθη, όσα υπέφερεν, όσα εφοβήθη, όσα εσκέφθη να κάμη, δια να βεβαιωθή από αυτά δια το πα­ρόν ζήτημα. Και δεν τον πείθει μόνον από τα περασμένα, αλ­λά και από τα μέλλοντα.

«Τέξεται δε», λέγει, «υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν».    Μη νομίσης λοιπόν ότι, επειδή εγεννήθη από το Άγιον Πνεύμα, δεν έχεις καθήκον να του προσφέρης τας υπηρεσίας σου ως οικογενειάρχης. Διότι, αν και δεν συνέβαλες καθόλου εις την γέννησιν, αν και η Παρθένος παρέμεινε παρθένος, σου δίδω το δικαίωμα, το οποίον ανήκει εις τον πατέρα και δεν θίγει την ιδιότητα της παρθένου, να δώσης το όνομα εις το νεογέννητον. Εσύ λοιπόν θα του δώσης το όνομα. Διότι, αν και δεν είναι παιδί σου, θα ενεργής ως πατέρας του. Δια τού­το σου αναθέτω να του δώσης το όνομα, δια να σε συνδέσω αμέσως με το νεογέννητον.

Άκουσε τώρα με πόσην ακρίβειαν τακτοποίησε τα υπόλοιπα, δια να μη νομίση κανείς ότι ο Ιωσήφ είναι πατέρας. «Τέξεται», λέγει, «υιόν». Θα γεννήση υιόν. Δεν είπε, θα σου γεννήση, αλλά απλώς, «Τέξεται», και το άφησεν αόριστον. Διότι δεν θα γεννούσε δι’ αυτόν, αλλά δια ο­λόκληρον την οικουμένην.

entaksis.gr