Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη.
Η επανάσταση γίνεται τις περισσότερες φορές από κάποιες υλικές αιτίες, που είναι η σκλαβιά, η στέρηση, η κακοπέραση, τα βασανιστήρια, η περιφρόνηση. Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης, και για αυτή χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποχτήσει ο επαναστάτης, δεν την μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται και η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές ως πνευματική ζωή θεωρούν οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι και αυτές υλικές, και ας φαίνονται σαν πνευματικές. Ένας επαναστάτης της Γαλλικής Επανάστασης, για παράδειγμα, θεωρούσε ως πνευματικά, πράγματα που, στην πραγματικότητα δεν ήταν πνευματικά. Αυτός ήθελε να αποχτήσει τη λευτεριά, για να κάνει αυτά που νόμιζε πως είναι σωστά και δίκαια για τη ζωή των ανθρώπων σε τούτον τον κόσμο μονάχα, δηλαδή για την υλική ζωή τους, μην πιστεύοντας πως υπάρχει τίποτα άλλο για να επιδιώξει ο άνθρωπος. Για αυτό λέγω πως, για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουν σταθήκανε υλικές, και η ελευθερία που επιδιώξαμε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες.
Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και την κακοπάθηση του κορμιού, όπως η κάθε επανάσταση, αλλά πάνω από αυτές τις αιτίες, είχε και κάποιες που είναι καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ό,τι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με την ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία.
Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν καταπάνω στον Τούρκο δεν ήταν μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κόσμου, αλλά, πάνω από όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους για να γίνουν μωχαμετάνοι. Για τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσαν δεν ήταν μονάχα η λευτεριά που ποθούν όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουν την αγιασμένη πίστη τους, που με αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους. Για αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο το ρούχο από αυτό.
Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσαν στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήταν διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, παρόλο που ήταν αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμο όλο, και ζημειωθεί την ψυχή του;». Ή: «Τι θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» , «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!», κ.ά.
Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφάχτηκαν και κρεμάστηκαν για την πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατώθηκαν για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για την πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια. Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και την ψυχή».
Η ελευθερία, που για αυτή θυσιάζονταν, δεν ήταν κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήταν ο ίδιος ο Χριστός, που για αυτόν είπε ο Απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι και η ελευθερία». Και αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε. Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».
Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση και αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήταν αγιασμένοι όσοι πολέμησαν μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τριακόσια εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.
Άκουσε με τι λόγια μιλούσε εκείνος ο αγιασμένος βασιλιάς στους στρατιώτες του, σαν να ‘λεγε κανένα τροπάρι: «Ελθών ουν, αδελφοί, ο δυσεβής αυτός αμηράς και εχθρός της αγίας ημών πίστεως, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρη καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ην ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τη πανάγνω τε υπεράγνω δεσποίνη ημών Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία αφιέρωσε και εχαρίσατο, του κυρίαν είναι βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν». Και στο τέλος είπε: «Ελπίζω Θεώ λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής, δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν, και μνήμη αιώνιος και αξία εν τω κόσμω έσεται».
Στην επανάσταση του Εικοσιένα, όπως και στην πολιορκία της Πόλης, μαζί με τους λαϊκούς πολεμούσαν πλήθος ρασοφορεμένοι, καλόγεροι, παπάδες και δεσπότες, και τραβούσαν μπροστά με το σταυρό στο χέρι, και από πίσω τους χύμιζε κλαίγοντας ο λαός, και έψελνε:
Για της πατρίδος την ελευθερίαν,
για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για αυτά τα δύο πολεμώ,
με αυτά να ζήσω επιθυμώ.
Κι αν δεν τα αποκτήσω,
τι με ωφελεί να ζήσω;
Στην Πόλη κρεμάστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Θανάσης Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας, και σουβλίστηκε για την πίστη του. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρώγων Ιωσήφ, ο Παπαφλέσσας, ο Θύμιος Βλαχάβας, και άλλοι πολλοί δεσποτάδες.
Στην Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά και οι περισσότεροι πέθαναν με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στην Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες.
«Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου. Εορτή των Γενεθλίων του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αραγμένοι εις Ντάρδιζα με ήσυχον αέρα της τραμουντάνας, πλην με χιόνια. Αυτήν την ημέραν, δια το χαρμόσυνον της ημέρας». Ο ναύαρχος Κουντουριώτης έκανε την προσευχή του, σαν τους παλιούς, να τον βοηθήσει η Παναγία στη ναυμαχία της «Έλλης», κι όπου αλλού τον καλούσε το χρέος του. Το ίδιο κάνανε και κάνουνε όλοι οι Έλληνες στον πόλεμο.
Κατά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, πρώτοι οι άνθρωποι της θρησκείας πληρώσανε με τη ζωή τους το καινούργιο χαράτσι στον οχτρό της πίστης μας. Ο μητροπολίτης της Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ο δεσπότης των Κυδωνιών Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ο Μοσχοσίων Αμβρόσιος θανατώθηκε άσπλαχνα, κι όλοι οι παπάδες κι οι καλόγεροι περάσανε από το σπαθί.
Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί θανατώσανε κι αυτοί τους ρασοφορεμένους των χωριών, για να μην απομείνουνε παραπίσω από τους άλλους θεομάχους.
Ναι! Πίστη και πατρίδα είναι για μας ένα πράγμα. Κι όποιος πολεμά το ένα, πολεμά και το άλλο, κι ας μην ξεγελιέται. Η μάνα μας η πνευματική είναι η ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δε χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός. ”
(Από το βιβλίο του Φ.Κόντογλου “Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη”)
ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/sqdU4cq5Q4foVPh6/