Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Τὴν μνήμη δύο ἀξίων τέκνων καὶ κοινωνικῶν διακόνων της, τοῦ Εὐδοκίμου καὶ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 31 Ἰουλίου.
Καὶ οἱ δύο ἀνεδείχθησαν σὲ ὑψηλὰ πολιτικὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ δὲν διεφθάρησαν ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὶς τιμές, ἀντιθέτως διεκόνησαν μὲ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται καὶ στὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Εὐδοκίμου: «…σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ, ἐπολιτεύσω.»
Περισσότερο γνωστὸς εἶναι «ὁ εὐσχήμων βουλευτής», ὁ Ἰωσήφ ὁ Ἀριμαθαῖος, ὁ ὁποῖος «τολμήσας εἰσῆθλε» στὸν Πιλᾶτο, ζήτησε καὶ ἔλαβε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου μας, γιὰ νὰτοῦ ἀποδώσῃ τὶς «ἁρμόδιες» τιμές. Ἀδιαφόρησε, τελικά, γιὰ τὴν ὑπόληψή του ὁ Ἰωσὴφ καὶ διεκινδύνευσε τὴν θέση του, ἀποκαλύφθηκε αὐτὸς ὁ μέχρι τότε κρυφός, ὅπως καὶ ὁ Νικόδημος, μαθητὴς τοῦ Κυρίου, παρὰ τὸν γενικό «φόβο τῶν Ἰουδαίων». Προέταξε, δηλαδή, τὴν ἀγάπη του στὸν Παθόντα Κύριό Του, πού, φαίνεται, ἦταν τόσο μεγάλη καὶδυνατή, ὥστε «νὰ βάλῃ ἔξω τὸν φόβον» (Α’ Ἰωάν., δ’ 18).
Ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου κινήθηκε καὶ ὁ λιγότερο γνωστὸς στοὺς πολλούς, Εὐδόκιμος, τέκνο τῆς καππαδοκικῆς γῆς, ἡ ὁποία προσέφερε πλουσίους καὶ εὐδόκιμους μαρτυρικοὺς καρποὺς στὴν Ἐκκλησία. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα καὶ ἔτσι ὁ νεαρὸς ξεχώρισε σύντομα καὶ γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους του καὶ γιὰ τὴν συνετή του πολιτεία. Ἐκτιμῶντας τὰ προσόντα του αὐτὰ ὁ τότε αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842 μ.Χ.) τὸν διώρισε ἀρχικὰ στρατοπεδάρχη τῆς Καππαδοκίας καὶ ἀργότερα «ὅλης τῆς γῆς τῶν Ῥωμαίων», ὅπως ἀναφέρει τὸ Συναξάρι του. Ὁ νεαρὸς Εὐδόκιμος, πιστός στὶς ἀρχές του, δὲν χρησιμοποίησε τὸ ἀξίωμά του ὡς μέσο γιὰ νὰ πλουτίση, νὰ ἀποκτήσῃ δόξα ἢ ἄλλες ἀπολαύσεις ἀλλὰ ἄσκησε τὴν διοίκηση μὲ τιμιότητα, δικαιοσύνη, εὐεργετῶντας, παράλληλα, τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς του. Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς τὸν κάλεσε γρήγορα κοντά του, σὲ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, γιὰ νὰ προγεύεται καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου Του Βασιλείας.
Τὰ παραδείγματα τῶν δύο αὐτῶν δικαίων κοινωνικῶν διακόνων μποροῦν νὰ τὰ ἀκολουθήσουν κάλλιστα καὶ πολλοὶ σημερινοὶ νέοι, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ καταλάβουν ἀνώτερες θέσεις. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς μαθητές του, Τιμόθεο καὶ Τίτο, παραθέτει τὰ προσόντα τῶν ὑπηρετούντων τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας (πρβ. κυρίως Α’ Τιμ., κεφ. 3, Β’ Τιμ., κεφ. 2, Τίτ., κεφ. 2). Μὰ θὰ μοῦ πῆτε ὁ Εὐδόκιμος, ποὺ ἦταν στρατοπεδάρχης, ἢ ὁ Ἰωσὴφ ὁ βουλευτὴς ἢ οἱ νέοι ποὺ ἀναδεικνύονται σὲ ἀντίστοιχα ἀξιώματα εἶναι «ἐκκλησιαστικοί» διάκονοι; Ἀσφαλῶς, μὲ τὴν πραγματικὴ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, ποὺ τὰ μέλη της συναποτελοῦν τὸ ἑνιαῖο αὐτὸ σῶμα, ποὺ ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό (Α’ Κορ., ιβ’ 12-27).
Ἐξ ἄλλου καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων τὸ ἔργο τῶν διακόνων ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο πνευματικὸ καὶ μορφωτικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε «οἱ διάκονοι τῶν τραπεζῶν», ποὺ ἐξελέγησαν, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ἐκεῖνοι νὰ προλαβαίνουν νὰ διακονοῦν τοὺς πιστοὺς «τῇ προσευχῆ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου» (Πράξ., στ’ 1-7), στὶς πνευματικὲς δηλ. καὶ μορφωτικές των ἀνάγκες, δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ κοινωνικοὶ ἐργάτες ἀλλὰ συχνά, ὅταν παρίστατο χρεία, βοηθοῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ στὸ μορφωτικό των ἔργο. Μεγαλύτερη ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ποὺ μὲ τὸ φλογερό του κήρυγμα στιγμάτισε τὴν ὑποκρισία τῶν Ἰουδαίων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν φονεύσουν (Πράξ., ζ’ 1-60).
Ἀκοῦμε, κάποιες φορὲς καὶ ἀπὸ στόματα ἱερωμένων, νὰ ἀποκαλοῦν τὴν κοινωνικὴ διακονία δευτερεῦον ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ θεωροῦν πρωτεύουσες τὴν πνευματικὴ καὶ λιγότερο, δυστυχῶς, τὴν μορφωτική της ἀποστολή. Ἡ μαρτυρία, ὅμως, τῆς πρώτης Ἐκκλησίας εἶναι διαφορετική: δὲν ἀναγνωρίζει πρωτεύουσες καὶ δευτερεύουσες διακονίες, ὅλες εἶναι ἰσοδύναμες καὶ συμβοητικὲς τοῦ ἔργου τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας, ποὺ γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ μόνον διακρίνεται στὶς ἐπιμέρους ἀναφερόμενες ἀποστολές.
Ἐὰν οἱ πνευματικοὶ καὶ κοινωνικοί μας διάκονοι – ὑπουργοί (οἱ ὑπὸ τὸ ἔργον) γνώριζαν ὅτι ἡ ἀποστολή των εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, νὰ ὑπηρετοῦν τὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, στὴν ὁποία, ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, κανονικὰ ἀνήκομε ὅλοι, καὶ ὅτι ἡ ἀποστολή των εἶναι νὰ διακονοῦν καὶ ὄχι νὰ ἄρχουν, ὅπως τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τότε, ποιός ξέρει; Ἴσως πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἦταν περισσότερο χρηστοὶ στὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου των ἢ τοὐλάχιστον νὰ πρόσεχαν καὶ νὰ μὴν προκαλοῦσαν τὸν λαό, ποὺ τοὺς ἐμπιστεύτηκε γιὰ διακονία ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀρχομανῆ, φιλοχρήματη ἢ καὶ φιλήδονη συμπεριφορά των, ποὺ τοὺς καθιστᾶ οὐσιαστικὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Ἂς εὐχώμαστε, λοιπόν, καὶ ἂς προσευχώμαστε, μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ ἐλεῇ τοὺς παραστρατημένους διακόνους Του καὶ νὰ ὁδηγῇ τὰ βήματά των στὴν μετάνοια, γιὰ τὸ δικό των καὶ τὸ δικό μας καλό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂς τὸν παρακαλοῦμε, ἐπίσης, θερμῶς νὰ χαρίζῃ στὴν Ἐκκλησία Του γνησίους διακόνους, σὰν τὸν Εὐδόκιμο καὶ τὸν Ἰωσήφ, νὰ τὴν ὑπηρετοῦν «εὐσεβῶς, σωφρόνως καὶ δικαίως» (Τίτ., β’ 12),
πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀμήν. Γένοιτο!