Ὅπου κι ἄν ψάξεις ἐπί γῆς, τέτοιον λαό δέν θά βρεῖς,
νἄχει τοῦ κόσμου τά καλά κι ὅλου τήν στραβομάρα.
Στόν πόλεμο νἆναι δεινός, ἀήττητος, γενναῖος
καί στήν εἰρήνη ρᾴθυμος, δόλιος, κερδαλέος.
Τρανά μνημεῖα καί λαμπρά ἀνέμελα νά χτίζει
καί ἀπό τήν * ὑστερία του μετά νά τά γκρεμίζει (*ἤ φαγωμάρα).
Ὅλον τόν κόσμο νά πονᾶ κι ὅλους νά βοηθάει,
μά τόν συμπατριώτη του νά θέλει νά τόν φάει,
νά βρίσκει πράγματα σοφά, ἐπιστῆμες νά γεννάει
καί λίγο ἀκόμα ὕστερα σαβοῦρες νά μασάει.
Ὅ,τι καλό, ὅ,τι ομορφο, ὅ,τι σοφο γεννάει,
μά δέν ἀργεῖ ποτέ πολύ κι αὐτό νά τό κλωτσάει (ἤ νά τό περιφρονάει).
Θαυμάζει καί ὀρέγεται, ὅ,τι ξένο κοιτάζει.
Γιά τόν δικό του θησαυρό οὔτε κἄν πού τόν γνοιάζει.
Στόν κόσμο αὐτός νά στέκεται μέτρο καί ἁρμονία
κι αὐτά πού πολλοί ζηλεύουνε αὐτός κἄν σημασία.
Νά ἔχει γλώσσα ἀθάνατη, ἀμίμητη, πλουσία,
καί τοῦτος νά τή διατηρεῖ, προσπάθεια καμμία.
Ἡ ἱστορία του λαμπρή, δόξα καί μεγαλεῖο.
Μά δέν θ’ ἀκούσει τίποτε γι’ αὐτήν μεσ’ τό σχολεῖο!
Θά μάθει!
Νἆναι λαός χαρούμενος, δραστήριος κεφάτος
καί ἀπό τίς φατρίες του μιζέρια ὅλο γεμάτος.
Τά φῶτα ὅλων τῶν τεχνῶν, γλώσσας καί ἐπιστήμης,
παντοῦ, ἁπλά, ἀφειδώλευτα σκορπίζει καί φωτίζει
κι αὐτος μετά σάν κουρελής στά σκοτεινά γυρίζει.
Ὅταν πιστέψει στό καλό ποτέ δέν σταματάει.
Μά καί σ’ αὐτό πολύ κανείς δύσκολα τό κουνάει.
Μέσα σέ μιά μόνο στιγμή χάνεται μεσ’ τή δόξα, (εἰς τά ὕψη),
κι ἀμέσως τήν ἑπόμενη ποντίζεται στό χάος.
Ἔχει ἀποφάσεις γρηγορες καί τολμηρές τίς πράξεις
καί στίς ἀνοησίες του ὀδυνηρές εἰσπράξεις…
Εἶναι λαός ἀνάδελφος, ἀμίμητος, σπουδαῖος.
Εἶναι χαρούμενος, γλεντζές, εὔθυμος καί ὡραῖος.
Εἶναι λαός φιλόξενος, σωστός καί μετρημένος.
Εἶναι νοήμων, ἔξυπνος, καθόλου ἐπηρμένος.
Εἶναι λαός πολύτιμος, γεννάει ἐπιστῆμες.
Γέννησε τόν πολιτισμό, γέννησε τέχνες θεῖες.
Εἶναι λαός πού ἀγαπᾶ, καί θέλει ν’ ἀγαπιέται.
Πού τόν καθένα συμπονᾶ, νά βλάψει δέν λογιέται.
Εἶναι λαός ἀνέμελος, ἐλεύθερος καί ἴσιος,
εἶναι καμπίσιος, ὀρεινός συνάμα καραβίσιος.
Εἶναι λαός πολύπαθος ὅλους τούς ἀγαπάει.
Καί ἀπ’ ὅλους ὅσα τράβηξε ἀμέσως τά ξεχνάει.
Εἶναι λαός πού εγραψε μέ αἷμα ἱστορία,
Ποὐ Παρθενῶνες ἔχτισε καί τήν Ἁγιά Σοφία…
Ἔχει μόνο ἕνα κακο πού ὅλα τά χαλάει
καί πάντα γιά τήν πρόοδο αὐτό τόν σταματάει,
εἶναι φιλόδοξος πολύ, ποτέ τοῦ δέν μονιάζει,
γιά τό καλό του δέν πονᾶ, θαρρεῖς πῶς δέν τόν γνοιάζει.
ἄν τό περάσει ὅμως κι αὐτό, ἔ τότε ποιός τόν πιάνει,
ἀφοῦ μ’ αὐτά τά χάλια του κανείς δέν τόν προφτάνει,
κι ἀπόδειξη τρανότατη πώς πρῶτος εἶναι πάντα,
ὅπου μονιάζει καί τό «ἐγώ» βάζει λίγο στήν μπάντα.
Μοναχός Παΐσιος
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010