Διηγείτο ο παπα-Χαράλαμπος: «Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμενα στο ασκητήριο του γερο-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έμεινα άυπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ. Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πώς περνώ, του είπα τι συμβαίνει· με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει, Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δε θα τον προσέχεις καθόλου. Έτσι πράγματι και έγινε».
«Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκαιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ό,τι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεπτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, μου έλεγε, “να ‘ναι ευλογημένο”, “Πήγαινε, παπά, εκεί”, “να ‘ναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά. Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρις συχνά. Πλημμύρισα από χάρι κάνοντας υπακοή»
(Βιβλίο: «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση», Άγιον Όρος 2011)