π. Δημητρίου Μπόκου
Με τη Βάπτιση του Χριστού ο ρόλος του Προδρόμου βαδίζει σιγά-σιγά προς το τέλος. Είδε να εκπληρώνεται το σημάδι που του έδωσε ο Θεός: Σε όποιον δεις να κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και να μένει για πά-ντα πάνω του, αυτός είναι που θα βαπτίζει όχι απλώς με νερό, αλλά με Πνεύμα Άγιο, μεταδίδοντας άφεση αμαρτιών και όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης έδωσε με απόλυτη βεβαι-ότητα τη μαρτυρία του, «ότι ούτος εστιν ο Υιός του Θεού», ο ερχόμενος εκλεκτός του, ο αναμενόμενος Μεσσίας (Ιω. 1, 33-34).
Τόνισε μάλιστα ότι στο εξής «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττού-σθαι» (Ιω. 3, 30). Η επιρροή, η απήχηση, η δόξα του Χριστού πρέπει να αυξάνονται. Ο ρόλος του Προδρόμου είχε πλέον επιτευχθεί. Δεν θα συ-νεχίσει άλλο τη δράση του, ανταγωνιστικά προς τον Χριστό. Αντιθέ-τως, θα προπορευτεί του Χριστού και στον Άδη, για να φέρει και στους κεκοιμημένους το μήνυμα της επικείμενης καθόδου του Χριστού και ε-κεί. Έτσι, κατά το σχέδιο του Θεού, ο Ιωάννης φυλακίζεται από τον Η-ρώδη, ο δε Χριστός αρχίζει από τη Γαλιλαία το κήρυγμά του για μετά-νοια, εν όψει της ελεύσεως της Βασιλείας του Θεού (Κυριακή μετά τα Φώτα).
Η δημόσια εμφάνιση του Χριστού είχε ήδη προφητευθεί από τον Ησαΐα: «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Η ζωή στην αμαρτία, η άγνοια του Θεού, ονομάζεται από τον προφήτη σκότος και τόπος θα-νάτου. Οι άνθρωποι ζούσαν «εν σκότει…, εν χώρα και σκιά θανάτου». Εκεί που κανένας ήλιος δεν είχε τη δύναμη να φέρει το φως. Εκτός από τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό, το φως που «εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε» (Ιω. 1, 5). Κανένα σκοτάδι δεν μπο-ρεί να σκεπάσει το φως του Χριστού. Οπουδήποτε ανατέλλει, φυγα-δεύεται η σκοτεινιά του θανάτου.
Πού και πώς μπορεί να ανατείλει το φως αυτό; Στον άνθρωπο που αρχίζει να ζει κατά τις εντολές του Χριστού, να εμβαπτίζει την καρδιά του στο πνεύμα της χάριτός του, στο άρωμα της αγάπης. Ο άνθρωπος που ενεργεί διαφορετικά, αποπνέει σκοτάδι και θάνατο. Όποιος όμως ευαισθητοποιείται στην αγάπη, φωτίζεται, αποκτάει ξανά την ομορφιά της εικόνας του Θεού.
Τα περιγράφει όλα αυτά με τη δυνατή του πένα ο μεγάλος Τολ-στόη, με το στόμα ενός «τιμωρημένου» αγγέλου, που χρειάστηκε κά-ποτε ανθρώπινη βοήθεια. Λέει ο άγγελος για τον άνθρωπο που τον βο-ήθησε, ότι «πριν (τον βοηθήσει) το πρόσωπό του κάλυπτε μια απο-κρουστική μάσκα θανάτου, τώρα όμως (όταν αποφάσισε να τον βοη-θήσει) ήταν όλος ζωή και το πρόσωπό του αντιφέγγιζε ανάγλυφα την εικόνα του Θεού…
Καθώς μπήκα κάτω από τη στέγη της καλύβας του, μια γυναίκα ήρθε να μας συναντήσει… Παρατήρησα πως η γυναίκα ήταν ακόμη πιο φρικτή, απαίσια και αποκρουστική απ’ ό,τι ο άνδρας πιο πριν. Μια βρω-μερή μπόχα θανατερής σαπίλας αναδυόταν από το στόμα της. Ούτε να αναπνεύσω δεν μπορούσα από τη βρώμα της παρουσίας του θανάτου, που ήταν απλωμένη γύρω της. Ήθελε με πρωτοφανή και αναίτια κακία να με πετάξει έξω στο κρύο… Και έξαφνα ο άνδρας της άρχισε να μιλά για τον Θεό και κείνη πήρε και μαλάκωσε και άλλαξε η διάθεση και η καρδιά της. Και σαν μου ’φερε τροφή και με κοίταξε, …είδα πως ο θά-νατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε πάλι ζωή μέσα της και αντι-φέγγιζε και αυτή ανάγλυφη την εικόνα του Θεού».
Η αγάπη είναι το γλυκό φως του Χριστού που διαλύει το σκοτάδι και τη μπόχα του θανάτου.
Καλή, ευλογημένη εβδομάδα!