«Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς», λέει ο ιερέας αφού περάσει τα στέφανα στα κεφάλια της νύφης και του γαμπρού. Αυτή είναι πρώτα η δόξα και η τιμή του ανθρώπου ως βασιλιά της δημιουργίας: «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτήν» (Γεν. 1, 28). Κάθε οικογένεια είναι αληθινά ένα βασίλειο, μια μικρή εκκλησιά και επομένως ένα μυστήριο της Βασιλείας και ένας δρόμος προς αυτή. Σε κάποιο μέρος, ακόμα και σε ένα μοναχικό δωμάτιο, κάθε άνθρωπος σε κάποιο σημείο της ζωής του έχει το δικό του μικρό βασίλειο. Μπορεί να είναι μια κόλαση και ένας τόπος προδοσίας ή μπορεί και όχι.
Πίσω από κάθε παράθυρο πορεύεται ένας μικρός κόσμος. Πόσο αυτό γίνεται φανερό όταν, ταξιδεύοντας με το σιδηρόδρομο τη νύχτα, προσπερνάει κανένας μυριάδες από φωτισμένα παράθυρα: πίσω από το καθένα τους η πληρότητα της ζωής είναι μια «δοσμένη δυνατότητα», μια υπόσχεση, ένα όραμα. Αυτό εκφράζουν τα στεφάνια: πως εδώ είναι η αρχή ενός μικρού βασιλείου που μπορεί να γίνει κάτι σαν το αληθινό Βασίλειο. Η ευκαιρία θα χαθεί, μπορεί ακόμα και σε μια νύχτα· αλλά τη στιγμή αυτή παραμένει μια ανοιχτή δυνατότητα. Ωστόσο ακόμα και αφού χαθεί και να ξαναχαθεί πάλι, χίλιες φορές, όταν δυο άνθρωποι εξακολουθούν να μένουν κοντά ο ένας για τον άλλο, είναι αληθινά ο ένας για τον άλλο βασιλιάς και βασίλισσα. Και ύστερα από σαράντα χρόνια, ο Αδάμ μπορεί ακόμα να στραφεί και να κοιτάξει την Εύα του να στέκει πλάι του, σε μια ενότητα και οι δυο τους, που κατά κάποιο μικρό ποσοστό τουλάχιστον διαλαλεί την αγάπη της Βασιλείας του Θεού.
Στον κινηματογράφο και στα περιοδικά η «εικόνα» του γάμου είναι πάντα ένα νεαρό ζευγάρι. Αλλά μια φορά, στο φως και στη θαλπωρή ενός απογευματινού απογέματος, αντίκρισα στο κάθισμα μιας δημόσιας πλατείας, σε ένα φτωχικό προάστιο του Παρισιού, ένα γέρικο ζευγάρι, δυο ανθρώπους φτωχούς. Κάθονταν πιασμένοι από το χέρι, αμίλητοι· χαίρονταν το χλωμό φως, τη στερνή ζεστασιά της εποχής. Αμίλητοι –όλες οι λέξεις είχαν ειπωθεί, όλο το πάθος είχε ξοδευτεί, όλες οι μπόρες είχαν ειρηνεύσει. Η ζωή ολόκληρη βρισκόταν πίσω τους – και όμως ολόκληρη βρισκόταν τώρα π α ρ ο ύ σ α σε αυτή τη σιωπή, σε αυτό το φως, σε αυτό το θάλπος, σε αυτό το σιωπηλό πιάσιμο των χεριών. Παρούσα και ετοιμασμένη για την αιωνιότητα, ωριμασμένη για τη Χαρά. Η «εικόνα» αυτή στάθηκε για μένα το όραμα του γάμου και της ουράνιας ομορφάδας του.
Ύστερα η δόξα και η τιμή ανήκει στο στεφάνι του μάρτυρα. Γιατί ο δρόμος της Βασιλείας είναι η μαρτυρία – μαρτυρία για τον Χριστό. Και αυτό σημαίνει σταύρωμα και πόνο. Ένας γάμος που δε σταυρώνει αδιάκοπα την εγωπάθειά του και την αυτάρκειά του, που δεν «ἀποθνήσκει ἐν ἑαυτῷ», ώστε να ατενίσει πέρα από τον εαυτό του, δεν είναι χριστιανικός γάμος. Το πραγματικό αμάρτημα του γάμου σήμερα δεν είναι η μοιχεία ή η «ασυμφωνία» ή η «βαναυσότητα» του ενός ή του άλλου («mental cruelty»). Είναι πως κάνουμε είδωλο την οικογένεια και δε θέλουμε να καταλάβουμε πως ο γάμος πορεύεται προς τη Βασιλεία του Θεού. Αυτό εκφράζεται με το αίσθημα πως καθένας θα «έκανε το παν» για την οικογένειά του, ακόμα και κλεψιά. Στην περίπτωση αυτή η οικογένεια έχει πάψει να υπάρχει για τη δόξα του Θεού· έχει πάψει να είναι μια μυστηριακή είσοδος στην παρουσία Του. Αυτό που διαλύει τόσο εύκολα τη σύγχρονη οικογένεια και κάνει το διαζύγιο σχεδόν φυσική σκιά της οικογένειας, δεν είναι η έλλειψη σεβασμού για την οικογένεια, αλλά η ειδωλοποίηση της οικογένειας. Με άλλα λόγια, η ταύτιση του γάμου με την «ευτυχία» και η άρνηση να αποδεχτούμε το Σταυρό μέσα στο γάμο.
Στο χριστιανικό γάμο παντρεύονται τρεις· και η κοινή νομοτέλεια των δύο προς τον τρίτο, που είναι ο Θεός, βαστάει τους δυο σε μια ενεργητική ενότητα, και αναμεταξύ τους με τον Θεό. Ωστόσο η παρουσία του Θεού σημαίνει το τέλος του γάμου ως ενός πράγματος που είναι μονάχα φυσικό. Ο Σταυρός του Χριστού βάζει τέρμα στην αυτάρκεια της φύσης. Αλλά «διὰ Σταυροῦ χαρὰ (και όχι ευτυχία!) εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθεν». Η παρουσία του Σταυρού, λοιπόν, είναι η αληθινή χαρά του γάμου. Είναι η χαρούμενη βεβαιότητα πως το γαμήλιο όρκο, μέσα στην προοπτική της αιώνιας Βασιλείας, δεν τον παίρνει κανένας «ἄχρι χωρισμοῦ θανάτου», αλλά ωσότου ο θάνατος μάς ενώσει ολότελα.
Από εδώ βγαίνει η τρίτη και τελική σημασία που έχουν τα στέφανα: είναι τα στεφάνια της Βασιλείας, της τελικής εκείνης Πραγματικότητας, της οποίας όλα όσα υπάρχουν στον «κόσμο τούτο» –που το σχήμα του αφανίζεται– έχουν γίνει τώρα ένα μυστηριακό σημάδι, ένα προτύπωμα. «Ἀνάλαβε τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου», λέει ο ιερέας, κάθως βγάζει τα στεφάνια από τα κεφάλια των νιόπαντρων και αυτό σημαίνει: κάνε αυτό το γάμο να τρανέψει και να γίνει τέλεια εκείνη η Αγάπη που το τέρμα της και η πληρότητά της είναι μονάχα ο Θεός.
Σήμερα εξηγούμε το κοινό ποτήρι που δίνουμε στο ζευγάρι, ύστερα από το στεφάνωμα, ως ένα σύμβολο της «κοινής ζωής» και αυτό δείχνει καλύτερα από κάθε άλλο την «απομυστηρίωση» του γάμου, τον περιορισμό του σε μια «φυσική ευτυχία». Άλλοτε το ποτήρι αυτό ήταν κοινωνία, μετοχή στην Ευχαριστία, η ύστατη σφραγίδα της πλήρωσης του γάμου στο Χριστό. Ο Χριστός είναι η καθαυτό ουσία της κοινής ζωής. Είναι ο Οίνος της καινούργιας ζωής των τέκνων του Θεού, και η κοινωνία του Οίνου διακηρύττει τον τρόπο με τον οποίο, γερνώντας ολοένα σε αυτό τον κόσμο, ξανανιώνουμε ολοένα την ανέσπερη ζωή.
Στο τέλος της ακολουθίας του γάμου η νύφη και ο γαμπρός δίνουν τα χέρια και ακολουθούν τον ιερέα σε ένα χορό γύρω από την Τράπεζα. Όπως και στο Βάπτισμα, ο κυκλικός αυτός χορός σημαίνει το αιώνιο ταξίδεμα που άρχισε· ο γάμος θα είναι ένας χορός χέρι με χέρι, μια συνέχεια αυτού του πράγματος που άρχισε εδώ· συνέχεια όχι πάντα χαρούμενη, αλλά πάντα ικανή να αναφερθεί στη Χαρά και να γεμίσει τον άνθρωπο από Χαρά…
[Alexander Schmemann: «Για να ζήσει ο κόσμος», κεφ. 5ο, σελ. 132–135, μετάφραση: Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915–2004), Εκδόσεις «Δόμος», Αθήνα 2010.]