ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί το μέγιστο γεγονός τα ανθρώπινης ιστορίας, τέμνοντάς την στην προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή και αλλάζοντας την ροή των ιστορικών πραγμάτων και την πορεία του κόσμου, από κατιούσα σε ανιούσα. Ο Θεός, ο κύριος του χρόνου και της ιστορίας, κατέρχεται από τα ασύλληπτα ύψη της δόξας Του, εισέρχεται στον χρόνο και περιορίζεται στον χώρο, για να επιτελέσει το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως. Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο Θεό, σωστότερα, να του δώσει τη δυνατότητα να γίνει κατά χάριν Θεός. Να τον καταστήσει απελεύθερο από την δουλεία της αμαρτίας και κληρονόμο της βασιλείας Του (Γαλ.4,7).
Ο απόστολος Παύλος γράφοντας την περίφημη επιστολή του προς στους χριστιανούς της Γαλατίας (περιοχή της Αγκύρας της Μ. Ασίας), επισημαίνει πως «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον υπό γυναικός, γενόμενον υπό νόμου, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολάβομεν» (Γαλ.4,4). Είναι η πρώτη ιστορική προσέγγιση του κοσμοσωτηρίου γεγονότος από το μεγάλο απόστολο, ο οποίος ως το αλάνθαστο στόμα του Αγίου Πνεύματος, πέρα από την θεολογική διάσταση, τονίζει και την ιστορική του πτυχή. Εν μέσω ενός απίστευτου κυκεώνα μυθικών δοξασιών και αντιλήψεων του ειδωλολατρικού κόσμου, περί «σωτήρων θεών», εξαίρει την ιστορική πτυχή της σαρκώσεως του Χριστού, σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, για να αποδείξει στους αποδέκτες των επιστολών του, ότι ο Χριστός δεν είναι μια αόριστη μυθοπλασία, σαν αυτές των παγανιστικών θρησκευμάτων, αλλά ένα ιστορικό πρόσωπο. Είναι ο Θεός, ο Οποίος παρακινούμενος από άπειρη αγάπη για τον πεσόντα στην αμαρτία άνθρωπο, καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος με το πλάσμα Του. Εισήλθε στην ιστορία, κατέστη ο Θεάνθρωπος, για να είναι η σωτηρία πραγματική και όχι συμβολική.
Σύμφωνα με τον Παύλο, για την υλοποίηση του προαιωνίου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου, ο Θεός δημιούργησε τις κατάλληλες ιστορικές συνθήκες, ώστε, όταν θα ερχόταν ο Χριστός στον κόσμο, να υπάρχουν οι ευνοϊκές εκείνες προϋποθέσεις για να ευοδωθεί το έργο της σωτηρίας και να διαδοθεί το σωτήριο μήνυμα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης. Να γίνει η απολύτρωση κτήμα το κάθε ανθρώπου και δυνατότητα, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, χρώμα, κοινωνική, οικονομική και κάθε άλλη διάκριση.
Σύμφωνα με την βιβλική διδασκαλία και την πίστη της Εκκλησίας μας, ο Θεός, ευθύς μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, έθεσε σε εφαρμογή το προαιώνιο σχέδιό Του για την σωτηρία του πεσόντος ανθρώπου και ολοκλήρου της υλικής κτίσεως. Δεν εγκατέλειψε τον παραστρατημένο στην αμαρτία άνθρωπο, αλλά με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του, οδηγούσε την ανθρώπινη ιστορία στον ύψιστο σκοπό της, στην εν τω Σαρκωμένω Λόγω, απολύτρωσή της. Τους ανήγγειλε ότι σε χρόνους μελλοντικούς θα έρθει «το Σπέρμα της Γυναικός», ο μυστηριώδης Γιος της Γυναίκας, για να συντρίψει το κεφάλι του αιτίου της κακοδαιμονίας τους, τον νοητό όφη, το διάβολο και να απελευθερώσει το ανθρώπινο γένος. Γράφει το ιερό κείμενο της Γενέσεως: «Και έχθραν θήσω ανὰ μέσον σου και ανὰ μέσον της γυναικὸς και ανὰ μέσον του σπέρματός σου και ανὰ μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν.3,15). Είναι η πρώτη μεγάλη προφητική είδηση, το λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο», η οποία χαράχτηκε βαθειά στις ψυχές του πρώτου ανθρωπίνου ζευγαριού και μεταδόθηκε σε όλους τους απογόνους τους, ως μια αχτίδα ελπίδος και γλυκιάς προσμονής για μελλοντική λύτρωση από την δίνη, που προκάλεσε η πτώση. Ως μια ελπιδοφόρα παρηγοριά στην δυστυχία τους, που τους συσσώρευσε η αποστασία από το Θεό και η αμαρτία.
Αργότερα, δια στόματος του Πατριάρχου Ιακώβ, εκφράστηκε η κρυφή προσμονή της απολυτρώσεως του κόσμου, ως «προσδοκία εθνών» (Γεν. 49,10).
Ο προαιώνιος Υιός και Λόγος Του θα αναλάμβανε να απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος, δια της ενανθρωπήσεώς Του. Θα γινόταν άνθρωπος για να απολυτρώσει το άνθρωπο από την αιχμαλωσία του σατανά, τη δουλεία της αμαρτίας και το θάνατο. Έτσι από τη στιγμή της πτώσεως άρχισε η υλοποίηση του σχεδίου. Ο Άσαρκος Λόγος, δρώντας μέσα στην ιστορία με απόλυτη διακριτικότητα και σεβασμό στην ανθρώπινη δραστηριότητα, προετοίμαζε, σταδιακά και αθόρυβα, το ανθρώπινο γένος να δεχτεί τη σωτηρία του. Στους Εβραίους μίλησε μέσω των προφητών και των άλλων δικαίων, οι οποίοι ανήγγειλαν, με αρκετή σαφήνεια, τον ερχομό Του στη γη. Παράλληλα μίλησε και σε διακεκριμένους ανθρώπους άλλων λαών, για τον ερχομό Του, προετοιμάζοντάς τους να δεχτούν το σωτήριο κήρυγμά Του. Πρόκειται για τον λεγόμενο «Σπερματικό Λόγο», που αναφέρουν οι Πατέρες. Αυτός ήταν που διατήρησε την προσμονή στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό και σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, όλοι οι λαοί περίμεναν τον ερχομό Του, γι’ αυτό και έγινε δεκτό το κήρυγμά Του και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, παρά τα τεράστια και ανυπέρβλητα εμπόδια, που είχε εγείρει ο διάβολος, μέσω των επιγείων οργάνων του, του παλιού πτωτικού κόσμου. Όλες οι προχριστιανικές θρησκείες, παρά τα κραυγαλέα αρνητικά τους στοιχεία, όπως και οι φιλοσοφίες, περιείχαν ελπιδοφόρες προσδοκίες για μια μελλοντική λύτρωση από έναν θείο λυτρωτή.
Κατευθύνοντας την ιστορία προς τον τελεολογικό της σκοπό ο Άσαρκος Λόγος, ανέδειξε διακεκριμένα πρόσωπα, τα οποία έγιναν άκοντα όργανα του θείου σχεδίου, όπως βασιλείς, στρατηγούς, πολιτικούς, νομοθέτες και κοινωνικούς αναμορφωτές, ως άκοντες προωθητές του θείου σχεδίου. Χωρίς να καταστρατηγήσει την προσωπική τους ελευθερία και βούληση, οδήγησε τις επιλογές τους να είναι κατευθυντήρες και βοηθητικές στο έργο της σωτηρίας του κόσμου, προετοιμάζοντας την ανθρωπότητα να δεχτεί την απολύτρωση.
Η προσδοκία περί της ελεύσεως σωτήρα του κόσμου γινόταν όλο και πιο έντονη με το πέρασμα των αιώνων, παρά την συνεχιζόμενη εξαχρείωση των ανθρώπων. Όσο το ανθρώπινο γένος βυθιζόταν στην κακοδαιμονία και την φρίκη, τόσο περισσότερο θέριευε η αναμονή του θείου λυτρωτή.
Όπως είναι γνωστό, η πλήρης κατάπτωση της ανθρωπότητας κορυφώθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, όπου ο Θεός όρισε να σαρκωθεί ο Υιός Του. Η θεία βουλή έκρινε ότι τότε είχε έρθει ο κατάλληλος χρόνος να έρθει ο Χριστός στη γη και να επιτελέσει το κοσμοσωτήριο έργο Του. Ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για την αποδοχή της δωρεάς της σωτηρίας, το κηρύγματός Του. Ότι, εξαιτίας της απόγνωσής τους οι άνθρωποι, ήταν εύκολο να αποδεχτούν την απολύτρωση. Αυτή είναι άλλωστε μια σημαντική πτυχή της ιστορίας της σωτηρίας, η οποία αποδεικνύει την απτή επέμβαση του Θεού στο ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι κατανοείται η επιτυχία του έργου της σωτηρίας και του ευαγγελισμού της ανθρωπότητας. Έτσι εξηγείται η αλματώδης διάδοση του σωστικού κηρύγματος του Χριστού στα πέρατα της οικουμένης και η εδραίωση της Εκκλησίας του σε όλα τα έθνη. Αυτό το μεγάλο θαύμα αποδεικνύει την μέριμνα του Θεού να επικρατήσουν ευνοϊκές και κατάλληλες συνθήκες για να ευοδωθεί το έργο της σωτηρίας. Αναφέρουμε ορισμένες από αυτές.
1) Η πολιτική ενοποίηση του τότε γνωστού κόσμου.
Ο κατακερματισμός και ο απομονωτισμός του αρχαίου κόσμου έληξε με τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος δημιούργησε ένα απέραντο πολυεθνικό κράτος, με βάση τον ελληνικό πολιτισμό, αφυπνίζοντας τους βαρβαρικούς λαούς και δίνοντας τους τη δυνατότητα να συναισθανθούν την ανάγκη της κοινωνικής, πνευματικής και θρησκευτικής αναγέννησης. Γενικά ο μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης θεωρείται ως όργανο της θείας πρόνοιας, καθότι, δια της κατακτήσεως του μεγίστου μέρους της τότε οικουμένης, ενοποίησε τους λαούς, κάτω από τον ελληνικό πολιτισμό, για να διευκολυνθεί το έργο της σωτηρίας του κόσμου.
Με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων διαδόθηκε και επεκράτησε ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική παιδεία και ο ελληνικός τρόπος ζωής, μεταβάλλοντας σε κοσμοπολίτες όλους τους κατοίκους της οικουμένης. Αυτό σημαίνει ότι ζώντας και σκεπτόμενοι ως Έλληνες, είχαν προαχθεί πολιτισμικά και πνευματικά, καθιστάμενοι ικανοί να κατανοήσουν υψηλές πνευματικές και ηθικές ιδέες και να βιώσουν ηθικές αξίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο Χριστός επέλεξε να αρχίσει το έργο Του στην περιοχή της Γαλιλαίας, όπου κυριαρχούσε το ελληνιστικό στοιχείο και επέλεξε και κάλεσε τους μαθητές Του από τους μυημένους στην ελληνική κουλτούρα κατοίκους της. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, ενώ στην περιοχή της Γαλιλαίας ο Κύριος κήρυττε και δρούσε ακόλλητα, μεγάλες δυσκολίες και εχθρότητα αντιμετώπισε στην εθνικιστική και απομονωμένη Ιουδαία, όπου και θανατώθηκε.
Ιδιαίτερα σημαντική ιστορική εξέλιξη υπήρξε η ρωμαιοκρατία. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον ελληνιστικό κόσμο και εδραίωσαν μια ισχυρή αυτοκρατορία από τον ατλαντικό ωκεανό ως την Ινδία, τη βόρειο Αφρική και τις εσχατιές της βόρειας Ευρώπης. Τα σύνορα καταργήθηκαν, τα εθνικά διαχωριστικά έπεσαν. Άνοιξαν τεράστιες οδικές αρτηρίες, αναπτύχθηκε η ναυτιλία, ενισχύθηκε η ασφάλεια, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και δι’ αυτών οι ιδέες. Μόνο έτσι εξηγείται η σχετικά εύκολη μετακίνηση των αποστόλων να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, φτάνοντας ως τις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου. Αν δεν υπήρχε το πολυεθνικό κράτος θα ήταν πολύ δύσκολη η μετακίνησή τους και οι δυσκολίες της ιεραποστολής τους ανυπέρβλητες.
2) Η ελληνική γλώσσα, ως διεθνής γλώσσα της εποχής.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, μάλλον της ελληνιστικής κοινής, της απλουστευμένης ελληνικής, σε όλο τον κόσμο. Ο καθένας, βρισκόμενος σε οποιοδήποτε μέρος της αυτοκρατορίας, μπορούσε να επικοινωνεί με την χρήση της ελληνικής γλώσσας. Υψίστης σημασίας είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά (3ος π. Χ. αιώνας), με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστές στον ελληνορωμαϊκό κόσμο οι προρρήσεις της για τον αναμενόμενο Μεσσία. Ο Χριστός μίλησε στην Γαλιλαία προφανώς στα ελληνικά, όπου οι κάτοικοι μάλλον δεν γνώριζαν εβραϊκά (αραμαϊκά), ή απαξιούσαν να τα ομιλούν. Πάμπολλες αναφορές των λόγων Του, προδίδουν ότι ο Κύριος μιλούσε (και) ελληνικά. Εκεί επέλεξε τους μαθητές του, οι οποίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και είχαν γαλουχηθεί με κοσμοπολίτικες ιδέες. Επίσης τα Ευαγγέλια γράφηκαν πρωτότυπα στα ελληνικά, για να είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί το ευαγγελικό μήνυμα σε όλο τον κόσμο, να μπορεί και διαβάζει τα ιερά κείμενα ο καθένας, σε κάθε μέρος της οικουμένης. Οι απόστολοι κήρυξαν την χριστιανική πίστη στα ελληνικά, την οποία καταλάβαιναν όλοι. Η Εκκλησία υιοθέτησε στη λατρεία την ελληνική γλώσσα, όπως και οι Πατέρες για την διατύπωση των δογμάτων, διότι είναι η μοναδική γλώσσα, η οποία μπορεί να εκφράσει πληρέστερα τις υψηλές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Δεν είναι επίσης τυχαίο πως η Εκκλησία είχε εδραιωθεί και αναπτυχθεί κύρια στον ελληνικό χώρο, στην Μ. Ασία και την Ελλάδα.
3) Η θρησκευτική παρακμή και η τάση για ενωθεΐα.
Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια έχουμε μια πρωτόγνωρη πνευματική κατάπτωση και παρακμή των παγανιστικών θρησκειών. Κυριαρχούσε το φαινόμενο ενός απίστευτου θρησκευτικού συγκρητισμού και μια ισχυρή τάση για ενοποίηση των εθνικών θρησκειών, σε μια νέα παγκόσμια θρησκεία, αποτελούμενη από στοιχεία των παρηκμασμένων θρησκευμάτων. Αυτό φανέρωνε το ανικανοποίητο θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων από τις χρεοκοπημένες παγανιστικές θρησκείες και την αναζήτηση άλλων, πιο εξευγενισμένων θρησκειών, με πνευματικό υπόβαθρο και με παγκόσμια αποδοχή και το κυριότερο: να ικανοποιούν το αίσθημα λύτρωσης, την οποία δεν έδιναν οι παγανιστικές θρησκείες. Αυτό αποδεικνύει την δίψα των ανθρώπων για πνευματική λατρεία ενός μοναδικού και αιώνιου παγκόσμιου Θεού, την οποία βρήκαν στο χριστιανικό κήρυγμα και γι’ αυτό σημείωσε τέτοια θαυμαστή αποδοχή. Επίσης παρατηρούμε αυτή την εποχή, την ανάπτυξη ενός έντονου μυστικισμού, την εμφάνιση μυστηριακών θρησκευμάτων και πρακτικών, εκφράζοντας την ανάγκη μιας μυστικής λύτρωσης. Αυτή η τάση ευνόησε την αποδοχή της χριστιανικής πίστεως, η οποία ικανοποιεί την μυστική διάσταση της απολυτρώσεως. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας κατανοήθηκαν ως υπέρτερα των μυστηριακών παγανιστικών τελετουργιών.
4) Η κοινωνική παρακμή
Όπως προαναφέραμε, ο κόσμος στα ρωμαϊκά χρόνια βρισκόταν σε πρωτοφανή πνευματική, ηθική, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, φανερώνοντας ξεκάθαρα την παντελή χρεοκοπία του αρχαίου προχριστιανικού κόσμου. Ό, τι είχε να δώσει ο αρχαίος κόσμος το έδωσε και εξάντλησε τα αποθέματα δυνάμεών του στην ανθρωπότητα. Ιδιαίτερα στα χρόνια που γεννήθηκε ο Χριστός η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Τα άγρια ένστικτα κυριαρχούσαν στην ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Κανένας σεβασμός δεν υπήρχε για την ανθρώπινη ζωή. Οι πόλεμοι, οι γενοκτονίες, η βία, σκληρότητα και απανθρωπιά ήταν η κυρίαρχη κατάσταση. Η δουλεία είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, θεωρούμενοι οι δυστυχισμένοι δούλοι χειρότεροι και φθηνότεροι από τα ανδράποδα και τα ζώα. Οι γυναίκα θεωρούνταν res (πράγμα), σκεύος ηδονής των ανδρών. Η πορνεία είχε γίνει ιερός θεσμός και θρησκευτική τελετουργία (Ιερή Πορνεία). Στη Ρώμη, αλλά και σε όλη την αυτοκρατορία κυριαρχούσε η ηθική σήψη, η ικανοποίηση των πλέον αχαλίνωτων παθών. Η κοινωνία βρισκόταν σε κώμα και ψυχορραγούσε. Είναι γνωστή η ρήση του μεγάλου Γάλλου ανθρωπιστή και φιλοσόφου Σατωβριάνδου: «αν ο Χριστός ερχόταν λίγες δεκαετίες μετά, θα έβρισκε το πτώμα της ανθρωπότητας»! Αυτόν τον ημιθανή κόσμο βρήκε ο Χριστός και του έδωσε ελπίδα και ζωή. Αναμφίβολα, η κοινωνική παρακμή ήταν και αυτό ένα από τα στοιχεία που ευνόησαν την αποδοχή του λυτρωτικού χριστιανικού μηνύματος.
5) Η κληρονομιά του Βυζαντίου
Τέλος να αναφέρουμε πως δεν είναι τυχαίο ότι την ρωμαϊκή αυτοκρατορία την διαδέχτηκε η «βυζαντινή», η ρωμαίικη χριστιανική, μέσα στην οποία, για χίλια και πλέον χρόνια, εδραιώθηκε και αναπτύχθηκε η Εκκλησία. Σε αυτή έγινε η μεγαλύτερη συνάντηση και σύζευξη της ιστορίας, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, από
τους Έλληνες Πατέρες, ώστε, επάνω σ’ αυτόν να δομηθεί ο κατοπινός παγκόσμιος πολιτισμός. Σε αυτή έγιναν θεσμοί οι σωτήριες αρχές του Ευαγγελίου και συνεχίζουν να διαποτίζουν ως τα σήμερα τα δίκαια και τις κοινωνικές δομές σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Μπορεί να θεωρηθεί και αυτό το ιστορικό γεγονός ως μέρος της θείας πρόνοιας.
Αρκούμαστε σε αυτά τα λίγα στοιχεία, τα οποία αρκούν για να δηλώσουν την ωρίμαση των ιστορικών συνθηκών για την αποδοχή του ευαγγελικού μηνύματος και τα οποία ορίζουν το Χριστό ως τον κύριο της ιστορίας και του χρόνου.
Για μας τους πιστούς η σάρκωση του Θεού Λόγου σημαίνει την αναδημιουργία του τραυματισμένου από την αμαρτία ανθρώπου και υλικού κόσμου (Ρωμ.8,19), στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Λυτρωτής μας Κύριος γενόμενος μέτοχος της υλικής κτήσεως, την καθαγίασε και την έσωσε από την κυριαρχία του διαβόλου και τη φθορά της αμαρτίας. Κατέστη ο Θεάνθρωπος, για να είναι εσαεί ο σύνδεσμος του ανθρώπου και ολόκληρης της δημιουργίας με τον Θεό Δημιουργό. Μέσω αυτού συντελείται η σωτηρία και οδηγείται ο κόσμος στον τελεολογικό του σκοπό. Ο Χριστός είναι ο μοναδικός και αναντικατάστατος σωτήρας, «εν ω δει σωθήναι υμάς» (Παρξ.4,12). Για τούτο ο απόστολος Παύλος υπερτονίζει την ιστορική διάσταση του κοσμοσωτηρίου γεγονότος και συνάμα επισημαίνει το υπερφυσικό του χαρακτήρα, διακηρύσσοντας: «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄Τιμ.1,16).