Ἐπιμέλεια: Σάββας Ἠλιάδης
Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος – Ἡ παραίτησή του ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο: «Ἐὰν αὐτοὶ δὲν ὑπακοῦν στὰ προστάγματα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τί λοιπὸν ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ νὰ πράξω»;
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα. Στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ ἀποχώρησε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του σὲ κοινόβιο. Ἀφοῦ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ τὸν τρόπο καὶ τὸν βίο καὶ γυμνάστηκε στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγώνας καὶ πόνους, ἐπιθύμησε τὴν στερεά τῆς βαθύτερης θεωρίας τοῦ πνεύματος τροφή. Καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ ἦλθε σὰν διψασμένο ἐλάφι στὶς πηγὲς… τῶν ὑδάτων σὲ ἐρημικὸ τόπο, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ συναναστροφὴ τῶν πολλῶν. Κατοίκησε μέσα σὲ ἀπομονωμένο κελί, μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ καὶ ἀπασχολούμενος μόνο μὲ τὴν πνευματική του κατάσταση καὶ προκοπή.
Ὁ δὲ ἀδελφός του, ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τοῦ κοινοβίου, τοῦ ἔγραφε ἐπανειλημμένως καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ πόνο νὰ ἐπανέλθει στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ ὁ θεῖος Ἰσαάκ, δὲν ἔδινε προσοχὴ στὶς παρακλήσεις τοῦ ἀδελφοῦ, οὔτε συγκατατέθηκε ν’ ἀφήσει τὸ ἀμέριμνο καὶ ἀτάραχο τῆς ἡσυχίας. Καὶ ἀφοῦ οἱ παρακλήσεις δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν τὴν ἐπιστροφή του, μία θεία ἀποκάλυψη τὸν προσκάλεσε στὴν ἀρχιερατικὴ ἐπιστασία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Νινευιτῶν. Καὶ ἐὰν φάνηκε παρήκοος πρωτύτερα στὸν ἀδελφό του, ὕστερα ὅμως ἔσκυψε τὸν αὐχένα μὲ ταπείνωση στὴν θεία φωνή. Ἀφήνει λοιπὸν τὴν ἔρημο καὶ τὴν ἡσυχία ὁ φιλέρημος καὶ φιλήσυχος Ἰσαὰκ καὶ προχειρίζεται ἐπίσκοπος τῆς μεγαλουπόλεως Νινευῆ.
Ἀλλὰ αὐτὸ διήρκεσε λίγο, καὶ τόσο, ὥστε μόλις ἀνέτειλε καὶ φάνηκε τὸ φῶς στὸν ὁρίζοντα τῆς ἐκκλησίας, καὶ πάλι ἔδυσε καὶ κρύφτηκε. Αἰτία δὲ τῆς ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἐπισκοπικὴ θέση ἀναχώρησης τοῦ πατρὸς Ἰσαὰκ ὑπῆρξε τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Ὅταν χειροτονήθηκε ὁ ὅσιος καὶ κάθισε στὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα, παρουσιάστηκαν μπροστά του δύο χριστιανοί. Ὁ ἕνας ἦταν δανειστής, ὁ ἄλλος ὀφειλέτης· καὶ ὁ μὲν δανειστὴς ἀπαιτοῦσε τὸ δάνειο, ὁ δὲ ὀφειλέτης ὁμολογοῦσε τὸ χρέος, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας πρὸς τὸ παρὸν τὰ χρήματα, ζητοῦσε μερικὲς ἡμέρες προθεσμία. Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος ἐκεῖνος δανειστής, εἶπε ὅτι ἐὰν δὲν τοῦ ἔδινε τὴν ἴδια μέρα αὐτὸς τὸ δάνειο, θὰ τὸν παρέδιδε ὁπωσδήποτε στὸν κριτή. Ὁ δὲ ὅσιος πατὴρ Ἰσαὰκ τοῦ λέγει: «Τέκνο μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου ὀφείλεις νὰ μὴ ζητεῖς νὰ σοῦ ἐπιστραφοῦν καὶ τὰ διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντα πράγματα, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ περιμένεις λίγες μέρες αὐτόν, ὁ ὁποῖος σὲ παρακαλεῖ νὰ τοῦ δώσεις χρόνο»; Ὁ δὲ ἀνελεήμων ἐκεῖνος δανειστὴς τοῦ ἀπάντησε μὲ αὐθάδεια: «Ἄφησε τώρα, πάτερ, τὸ Εὐαγγέλιο» καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά του.
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ὅσιος Ἰσαάκ, εἶπε στὸν ἑαυτό του: «Ἐὰν αὐτοὶ δὲν ὑπακοῦν στὰ προστάγματα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τί λοιπὸν ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ νὰ πράξω»; Αὐτὰ εἶπε, καὶ εὐθὺς ἀναχώρησε πάλι στὴν ἔρημο, καὶ ἦλθε καὶ κατοίκησε στὸ πρῶτο του κελί, ὅπου μέχρι θανάτου ἀνδρείως καὶ καρτερικῶς ὑπέμεινε.
Πηγή: «ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ ΑΣΚΗΤΙΚΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ