Δημήτρης Σταυρόπουλος
Οι μέχρι χθες ξεροί χείμαρροι, μετατρέπονται σε φονικά ορμητικά ποτάμια που απελευθερώνουν ανεξέλεγκτα πρωτοφανείς σε όγκο και ορμητικότητα ποσότητες βροχής.
Και αυτό-δυστυχώς-δεν συμβαίνει για πρώτη φορά!
Από την αρχαιότητα η περιοχή έχει καταστραφεί πολλές φορές.
Η ΦΟΝΙΚΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βόλος θρηνεί από το φονικό πέρασμα της κακοκαιρίας.
Η φονικότερη πλημύρα ήταν το 1955, όταν η πόλη προσπαθούσε να συνέλθει από την κατοχή και στη συνέχεια από τον εμφύλιο.
Ηταν η πιο απόκοσμη χρονιά για την πρωτεύουσα της Μαγνησίας.
Δύο σεισμικές δονήσεις τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο σχεδόν ισοπέδωσαν την πόλη.
Οι άστεγοι από τους σεισμούς έμεναν σε σκηνές, οι οποίες όμως με τα πρωτοβρόχια άρχισαν να πλημμυρίζουν.
Τα ξημερώματα της 13 Οκτωβρίου έγινε το μεγάλο κακό.
Άρχισε μια καταιγίδα που κράτησε τρεις ώρες, σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, ίσως και περισσότερες.
Όλοι συμφωνούν όμως ότι όσο έβρεχε η ένταση της βροχής δεν άλλαξε.
Οι εφημερίδες ανέφεραν τότε 27 νεκρούς και 23 τραυματίες.
Ολόκληρα σπίτια παρασύρθηκαν στην θάλασσα.
Και δεν είχε πολλά ο Βόλος.
Αναφέρεται ότι η πόλη είχε τότε είχε περί τα 12.000 σπίτια, αλλά από τον σεισμό είχαν γλιτώσει μόνο 1200.
Η πόλη είχε μόνο 18 δρόμους και όλοι ήταν χείμαρροι.
Η λάσπη σταμάτησε να φτάνει στην πόλη δύο ώρες μετά το τέλος της καταιγίδες.
Και τότε σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίχτηκαν στον Βόλο, αφού κάτω από τις λάσπες άρχισαν να βγαίνουν οι νεκροί.
Τα περισσότερα θύματα ήταν βρέφη.
Εκείνες οι σκηνές έμειναν επί χρόνια ανεξίτηλες στην μνήμη των ανθρώπων.
«Το παιδί ήταν αγνώριστο. Φορούσε τη νυχτικιά του.
Το κακό το βρήκε όπως φαίνεται στο κρεβατάκι του.
Είχε σπασμένο το δεξιό χεράκι του από τον ώμο σχεδόν και τα ματάκια του και το στόμα του ήταν φραγμένα με λάσπη» γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1955.
ΟΙ ΗΡΩΕΣ
Η εφημερίδα Ελευθερία (της Αθήνας ) έγραψε στις 15 Οκτωβρίου 1955.
Ο ποδοσφαιριστής Παρίσσης Τσιγαρίδας, ήταν ο ένας ήρωας της πλημμύρας και ο άλλος ο ιερέας, πατέρας Αλέξανδρος Παπαποστόλου, πρεσβύτερος του Ιερού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.
Με κίνδυνο της ζωής τους σώσανε αρκετούς ανθρώπους που τους είχαν παρασύρει τα νερά και στον δρόμο Γαλλίας και Περραιβού, ο ιερέας από τον Άγιο Κωνσταντίνο και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου, ρίξανε ένα σχοινί από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο και σώσανε δεκάδες ανθρώπους.
Η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά.
Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε.
Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω.
Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό.
Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του.
Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Οι καταστροφές του 1955, επαναλήφθηκαν.
Η γραφική παραλιακή πόλη του Βόλου μετατράπηκε για ακόμη μια φορά σε απέραντη λίμνη τον Οκτώβριο του 2006, όταν και ο νομός Μαγνησίας κηρύχτηκε ξανά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ τεράστιες ζημιές υπέστησαν τόσο ο Βόλος όσο και η μικρή παραλιακή πόλη της Αγριάς και το Χόρτο.
Η Νεάπολη έγινε λίμνη.
Από την υπερχείλιση του Κραυσίδωνα πλημμύρισε υποσταθμός της ΔΕΗ, η μεταλλική γέφυρα του Ξηριά από την οποία γίνεται η διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Λάρισας κατέρρευσε.
Και τρία χρόνια μετά, το 2009 η πόλη πλημμύρισε πάλι.
Ήταν στις 10 Δεκεμβρίου του 2009, όταν ο Βόλος πλημμύρισε λόγω της απουσίας αντιπλημμυρικών έργων σε «ευπαθείς» περιοχές.
Τότε, τρεις άνθρωποι χάθηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΣΤΗΝ ΛΑΡΙΣΑ ΤΟ 1883!
H πλημμύρα του Πηνειού κατεγράφη από τον φωτογραφικό φακό και συνέβη μεταξύ 10 και 15 Οκτωβρίου του 1883 με το παλαιό Ημερολόγιο ( Δηλαδή από 23-28 Οκτωβρίου με το Νέο Ημερολόγιο που χρησιμοποιούμε σήμερα).
Οι παλαιότερες αναφορές για τις πλημμύρες του Πηνειού στην πεδιάδα της Θεσσαλίας εντοπίζονται στον «Γεωγραφικά» του Στράβωνα (64 π.Χ. – 24 μ.Χ.) «… ο γαρ Πηνειός , δια μέσης ρέων, και πολλούς δεχόμενος ποταμούς, υπερεκχείται πολλάκις…».
Ειδικά για τη συμπεριφορά του Πηνειού απέναντι στη Λάρισα σε καταστάσεις πολυομβρίας, οι μαρτυρίες αρχίζουν από την περίοδο της μέσης τουρκοκρατίας και έπειτα, μέσα από τις ενθυμήσεις.
Οι ενθυμήσεις ήταν κείμενα τα οποία έγραφαν στα λευκά φύλλα και στα περιθώρια λειτουργικών και θρησκευτικών βιβλίων, χειρόγραφων και έντυπων, κυρίως ολιγογράμματοι μοναχοί και ιερείς.
Όσες από τις ενθυμήσεις αυτές έχουν σχέση με τη Θεσσαλία, τις συγκέντρωσε και τις κατέγραψε σε δύο τόμους ο Κώστας Σπανός, διευθυντής του «Θεσσαλικού Ημερολογίου» και πρόεδρος του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας.
Συγκλονίζεται κανείς όταν διαβάζει τις πληροφορίες αυτές, οι οποίες μπορεί να μην είναι αριθμητικά ακριβείς, οπωσδήποτε όμως εκφράζουν τη σφοδρότητα του καιρικών φαινομένων και την αδυναμία των ανθρώπων εκείνης της εποχής να τα αντιμετωπίσουν.
Αναφέρουμε την πρώτη ενθύμηση από το βιβλίο του Κώστα Σπανού σχετικά με τις πλημμύρες της Λάρισας, η οποία έχει ως εξής: «1647, Δεκεμβρίου 27, έβρεξεν ένα μερόνυχτο, και ήλθεν το νερό παιάνου από την πόρτα (τα νερά ανέβηκαν πάνω από την πόρτα των σπιτιών), και επνίγησαν εις την Λάρισαν οσπήτια 1500, και άνθρωποι από τον κρεμνησμόν των οσπητίων 800, και περισσότεροι ευρίσκονταν από κάτω στα οσπήτια πνιγμένοι».
Μία από τις μεγαλύτερες πλημμύρες, για την οποία έχουμε άφθονες πληροφορίες, όχι μόνον από ενθυμήσεις αλλά και από ιστορικούς έγινε, τον Αύγουστο του 1811. Προηγήθηκε σφοδρή βροχόπτωση η οποία διήρκησε περίπου 40 ώρες.
Πλημμύρισαν οι χείμαρροι που κατέβαιναν από τη νότια πλευρά της Λάρισας και κατέκλυσαν πολλές συνοικίες της.
Οι καταστροφές που προξενήθηκαν ήταν τεράστιες τόσο σε ανθρώπινες ζωές, όσο και σε καταστροφές κτισμάτων και αγαθών.
Μια ενθύμηση αναφέρει: «1811 Αυγούστου 4 Παρασκευή.
Εις ταις εννέα ώραις αρχήνησεν η βροχή και έως Σαββάτω βράδυ ώρα Τετάρτη της νυκτός, ολότελα δεν εσταμάτησεν και ύστερα εστάθηκεν και βυθήσικαν σπήτια στην Λάρισσαν 3525 μαζή με τους ανθρώπους, όπου κατοίκουν, ήταν νύκτα. επνίγηκαν αλόνια , θημονιαίς και άλλα ζώα πολλά».
20 ΝΕΚΡΟΙ
Θα σταθούμε όμως κάπως περισσότερο στη μεγάλη πλημμύρα που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1883, μια που έχουμε αψευδείς φωτογραφικές αποτυπώσεις της, με τον φακό του φωτογράφου Ιωάννη Λεονταρίδη του φωτογραφείου «Μακεδονία» από την Θεσσαλονίκη.
Είχε φτάσει στη Λάρισα λίγες ημέρες πριν το ξέσπασμα της θεομηνίας και είχε ανοίξει φωτογραφείο και στην πόλη μας.
Για τη συγκεκριμένη πλημμύρα έχουν διασωθεί 16 φωτογραφίες του, οι οποίες αποτυπώνουν τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη η Λάρισα και η περιοχή της.
Για την ίδια πλημμύρα η εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών έγραφε: «… βροχή ραγδαία επί 48 κατά συνέχειαν ώρας πίπτουσα, τοσαύτα ύδατα συνεσώρευσεν … και ο Πηνειός εκχειλίσας κατέκλυσε την κατ΄εξοχήν ελληνικήν συνοικίαν της πόλεως, την καλουμένην Παράσχου Μαχαλά και εν μέρει τον Αρναούτ μαχαλά.
Εις 150 υπολογίζονται αι καταπεσούσαι οικίαι, εις 20 τα θύματα, ανυπολόγιστοι δε αι λοιπαί ζημίαι.
Ουδεμία σχεδόν οικία έμεινεν απρόσβλητος υπό των υδάτων».
Η… ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑ ΤΟ 1994
Η μεγάλη καταστροφή στην Καρδίτσα σημειώθηκε το 1994.
Από τις 20 Οκτωβρίου έβρεχε ασταμάτητα και η Καρδίτσα θύμιζε ανοχύρωτη πόλη.
Στις 22 Οκτωβρίου, τα ορμητικά νερά του ποταμού Ενιππέα, μαζί με τα νερά του Σοφαδίτη, του Ιταλικού, του Καράμπαλη, του Μέγα, του Καλέντζη, του Πάμισσου και του Φαρσαλίτη, έφταναν αργά αλλά σταθερά στο καταληκτικό σημείο του κάμπου, στη Μεταμόρφωση (παλιά ονομασία Κουρτίκι).
Νωρίτερα είχαν σημειωθεί ζημιές στο φράγμα του Σμοκόβου που τότε βρισκόταν υπό κατασκευή, ενώ είχε πλημμυρίσει και η πόλη της Καρδίτσας και των Σοφάδων.
Οι τότε τοπικές αρχές είχαν αναγκαστεί να σπάσουν το οδόστρωμα σε αρκετά σημεία στο επαρχιακό δίκτυο για να δώσουν διέξοδο στα νερά που σχημάτιζαν μία τεράστια λίμνη.
Στο Ευίδριο είχε υποχωρήσει η γέφυρα του Ενιππεα και το χωριό είχε αποκοπεί από τον έξω κόσμο.
Στην πόλη της Καρδίτσας, οι καταστροφές ήταν βιβλικές.
Συγκεκριμένα, είχαν πλημμυρίσει υπόγεια πάρκινγκ στο κέντρο της πόλης, αλλά και σπίτια και επιχειρήσεις, κτηνοτροφικές μονάδες και ημιυπόγεια μαγαζιά καθώς η στάθμη των νερών των ποταμών Γαύρα και Καράμπαλη βρισκόταν πάνω από το σημείο σιφωνισμού των ομβρίων υδάτων, με αποτέλεσμα αυτά να επιστρέφουν μέσα στην πόλη.
Αργά το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου τα νερά κατέκλυσαν το χωριό που βυθίστηκε σιγά- σιγά κάτω από τα λασπόνερα.
Η κατάσταση τις επόμενες δύο εβδομάδες δραματική.
Τα νερά να έχουν σχηματίσει μία απέραντη λίμνη, με βάθος πάνω από 3 μέτρα και από κάτω σπίτια και περιουσίες των χωρικών, που έβλεπαν με πόνο ότι η απουσία αντιπλημμυρικών και η έλλειψη καθαρισμού καναλιών και παραποτάμων είχε τραγικές συνέπειες.
Επί 20 ημέρες προσέγγιζαν το χωριό, απ΄όπου εξείχαν μόνον οι στέγες των σπιτιών, με βάρκες και τα νερά δεν έλεγαν να υποχωρήσουν.
ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Τα λύματα από τις αποχετεύσεις, τα διαλυμένα γεωργικά φάρμακα η σήψη από τα πτώματα των νεκρών ζώων είχαν δημιουργήσει μια σοβαρή υγειονομική απειλή για τους κατοίκους της Καρδίτσας.
Το χωριό μπήκε σε καραντίνα, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν με βάρκες του στρατού σε διπλανά χωριά, ενώ ειδικά εξοπλισμένα συνεργεία έσπευσαν για να ξεκινήσουν μαζικές επιχειρήσεις απολύμανσης στην περιοχή.
Η καραντίνα διήρκεσε μόλις δύο μέρες και στη συνέχεια οι κάτοικοί επέστρεψαν στο χωριό τους, εκεί όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια τρομακτική νέα πραγματικότητα. Σπίτια, περιουσίες ζωής είχαν θαφτεί κάτω από τόνους λάσπης.
Η καταστροφή ήταν ανείπωτη.
Έφτασε Νοέμβριος, είχαν υποχωρήσει τα νερά, είχαν γίνει και οι πρώτες εκλογές για την αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, όταν κατέφθασε στο χωριό ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κώστας Λαλιώτης για να υποσχεθεί δέσμη μέτρων για την ανακούφιση των πληγέντων, αλλά και ένα πακέτο αντιπλημμυρικών έργων (το γνωστό «πακέτο Λαλιώτη») στον κάμπο της Καρδίτσας, που στόχο είχε να θωρακίσει τους πλημμυροπαθείς.
Για μια ακόμα φορά, ήταν ήδη αργά.
Πληροφορίες
Ελευθερία
Ταχυδρόμος
Reader.gr