Ο Παπαδιαμάντης στο Άγιον Όρος

Γράφει ο Στοϊλοπουλος Βασίλειος

Τον Ιούλιο του 1872, σε ηλικία 21 ετών, ο Παπαδιαμάντης πήγε στο Άγιο Όρος, την “Θεοβάδιστη Πολιτεία”, «χάριν προσκυνήσεως», όπως σημειώνει ὁ ίδιος στη πολύ σύντομη αυτοβιογραφία του. Είχε τη βαθειά επιθυμία να μονάσει, αλλά και «να γνωρίσει τα μοναστήρια, τους ιστορικούς και αγιογραφικούς θησαυρούς, τις ακολουθίες και την ασκητική ζωή, το αυστηρό ήθος, το αγιορείτικο ύφος της ψαλτικής, το ξεχωριστό τυπικό» της Ιεράς Κοινότητας.

Εκεί, σ΄ έναν κόσμο μυστικών εμπειριών, έμαθε την ψαλτική και την βυζαντινού χαρακτήρα τελετουργία και ιεροτελεστία αληθείας, είδε ιστορικές εικόνες, καλλιτεχνήματα και κομψοτεχνήματα, διάβασε χειρόγραφα, συναξάρια και παλιές εκδόσεις, σπούδασε τα εκκλησιαστικά και το «απλούν και απέριττον εκκλησιαστικόν ύφος, οποίον μόνον εις το Άγιον Όρος καλλιεργείται», γνώρισε έναν «Τόπο Σιωπής» όπου «σαρκούται ο Θεός Λόγος», έψαλε μαζί με άλλες σεβάσμιες “σκιές” με πυκνές γενειάδες και βαθουλωμένα μάτια, σαν να ήταν βγαλμένες από παρακείμενες τοιχογραφίες, τον «εθνικό ύμνο του αγωνιστικού Βυζαντίου», τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Εκεί έζησε όμως και το «άγριο μεγαλείο, τους δρυμώνες, την ερημιά και την αυστηρότητα της κοινοβιακής ζωής, «εβάδισεν επί τρίωρον υπό τα γηραιά εκείνα και ανήλια δάση των καστανέων … εθαύμασε τον βράχον, όστις φαίνεται εξ ουρανούς κρεμάμενος “…», άκουσε τον Όρθρο και «τον Άμωμον όπως συνηθίζεται στο Άγιον Όρος».
 

Όμως, μετά από περίπου οκτάμηνη παραμονή ως προσκυνητής ή δόκιμος μοναχός, ο Παπαδιαμάντης «μή θεωρώντας πιθανότατα τόν ἑαυτό του ἄξιο να φέρει τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα, ἐγκατέλειψε τόν Ἄθωνα καί ἐπέστρεψε στόν κόσμο», στη Σκιάθο. Ή μήπως, όπως αναρωτήθηκε ο ίδιος, η αιτία της αποχώρησής του ήταν «η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουόμενης κόρης (που) μ΄ έκαμε να μη γίνω κληρικός;» Ήταν άραγε η Μοσχούλα; Μάλλον το δεύτερο, λένε πλέον οι ειδικοί!

Αναφορές στην αγιορείτικη εμπειρία του

Γι’ αυτήν την τόσο σύντομη αγιορείτικη εμπειρία του όμως ο Παπαδιαμάντης αναφέρθηκε, όντως φειδωλά, σε αρκετά έργα του, όπως για παράδειγμα στο διήγημα «Ἀγάπη στόν κρεμνό»«Ἐκεῖ, ὅταν διέτριψα ἐπί ἑβδομάδας εἰς τήν σκήτην τήν Ξενοφωντινήν, κειμένην ἡμισείας ὥρας δρόμον ὑψηλότερον τοῦ ρωσικοῦ μοναστηρίου, γύρω εἰς τήν καλύβην τοῦ Νήφωνος τοῦ Δοχειαρίτου, ὅπου ἐφιλοξενούμην – ἦτο ὁ μακαρίτης πατριώτης μου καί πιστός φίλος δι᾿ ἐμέ – ὅλαι αι γειτονικαί μας καλύβαι ἀνῆκον εἰς ἀλλογλώσσους».

Η ιεροσύνη και η «εν Χριστώ ζωή» που θέλησε ο νεαρός Παπαδιαμάντης να ακολουθήσει στο Άγιο Όρος δεν κατάφεραν να τον κερδίσουν. «Ο έρωτας της ζωής, το πάθος της τέχνης, η ποιητική του ορμή, ξεχείλιζε μέσα του, τον “σχοίνιζεν με την αμαρτία“. Η Ελλάδα όμως κέρδισε έναν ταπεινό λόγιο, τον «Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων», που θα μας εμπνέει ες αεί.

Έκτοτε, ο Παπαδιαμάντης έζησε, ως γνωστόν, έναν «απόκοσμο» τρόπο ζωής, σαν ένας «κοσμοκαλόγερος», προσηλωμένος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, ο οποίος συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ν του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης. Ακολουθώντας ευλαβικά το επικουρικό «λάθε βιώσας», άλλωστε «κανένας άνθρωπος, πνευματικός ή μη, στη νεώτερη Ελλάδα, δεν έδειξε τόση περιφρόνηση προς κάθε κοινωνική προαγωγή, κάθε διάκριση, κάθε αρριβισμό, όσο ο Παπαδιαμάντης.» (Σπ. Μελάς).

slpress