Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Ὁ τελευταῖος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας
ΚΩΣΤΑ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος, ἀπό τούς προστάτες τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ καί ὁ τελευταῖος -στή σειρά- ἅγιος πού ἐντάχθηκε πρόσφατα στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο. Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἕνας ἀκόμη θαυματουργός στρατιώτης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζεται στίς 4 Νοεμβρίου.
Εἶναι ἄγνωστος στό εὐρύ κοινό, ἀφοῦ ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε τό Νοέμβριο τοῦ 2008. Ὅμως, στή Δράμα καί ὅπου ἀλλοῦ ὑπάρχει ποντιακό στοιχεῖο εἶναι ὁ λατρεμένος ἅγιος.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης (τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος) γεννήθηκε τό 1901 στήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου (Γκιουμούς Χανέ). Ὀρφάνεψε πολύ μικρός καί μεγάλωσε μέ τήν εὐσεβῆ γιαγιά του. Τό 1917 ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς (Γεωργία) παίρνοντας τό ὄνομα Συμεών, ἐνῶ ὅταν χειροτονήθηκε ἱερομόναχος ὀνομάστηκε Γεώργιος (ὅπως τοῦ εἶχε προειπεῖ ὁ ἅγιος Γεώργιος, πού τόν εἶχε δεῖ καβαλάρη στήν παιδική του ἡλικία). Ὁ Γεώργιος ἦρθε τό 1930 στή Δράμα, στό χωριό Ταξιάρχες, ὅπου -μετά ἀπό παράκληση τῶν κατοίκων- τοῦ παραχωρήθηκε ἀπό τή Διεύθυνση Γεωργίας ἀγροτεμάχιο 5-6 στρεμμάτων. Ἐκεῖ, μέ τή βοήθεια τῆς τοπικῆς κοινότητας, ἵδρυσε τό Μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου καί ἔζησε τό ὑπόλοιπό της ζωῆς του, ὡς τό 1959. Λόγω τῆς ἀρετῆς του, ἔγινε εὐρύτατα γνωστός καί ἀναδείχτηκε σέ μεγάλο γέροντα, διδάσκαλο καί πνευματικό πατέρα πολλῶν ἀνθρώπων. Κηδεύτηκε στή μονή του.
Στίς 9 Φεβρουαρίου 2006 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἀπό τόν μητροπολίτη Δράμας Παῦλο, τά ὅποια ἐτέθησαν σέ ἱερή λειψανοθήκη γιά τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Ὁ ἅγιος ἐτάφη χωρίς φέρετρο, κατά τήν τάξη τῶν μοναχῶν. Τήν ἡμέρα τῆς κοίμησής του δύο κυπαρίσσια πού βρίσκονταν στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ λύγισαν καί παρέμειναν λυγισμένα γιά σαράντα μέρες. Μετά τήν κοίμησή του ἔχουν σημειωθεῖ πλῆθος θαύματα καί ἐμφανίσεις του.
Ἀλλά καί ἡ ἀδελφή του ἁγίου, ἡ Ὁσία Ἄννα ἡ Παρθένος (ἐκοιμήθη τό 1910, σέ ἡλικία 14 ἐτῶν) εἶναι ἐπίσης ἐνταγμένη στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο. Τρία χρόνια μετά τήν κοίμησή της, ἕνας Τοῦρκος πού ζοῦσε στήν πόλη (Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου) συνήθιζε νά πηγαίνει νά κάθεται σέ ὕψωμα ἀπέναντι ἀπό τό νεκροταφεῖο τῶν χριστιανῶν. Κάποτε ἄρχισε νά βλέπει κάθε βράδυ ἕνα φῶς νά βγαίνει ἀπό ἕναν τάφο. Πῆρε λοιπόν μία παρέα μουσουλμάνους καί πῆγαν ἐκεῖ γιά νά διαπιστώσουν ἀπό ποιόν τάφο ἔβγαινε τό φῶς: ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο τῆς μικρῆς Ἄννας. Ὁ ἰμάμης τῆς περιοχῆς ἐνημέρωσε τόν χριστιανό ἐπίσκοπο, πῆγαν οἱ χριστιανοί καί ἄνοιξαν τόν τάφο. Τότε εἶδαν ὅτι ἡ καρδιά καί τό δεξί χέρι τῆς μικρῆς Ἄννας ἦταν ἄφθαρτα, σκεπασμένα ἀπό μία χρυσαφένια σκέπη καί τά ὑπόλοιπα λείψανά της ἦταν κίτρινα σάν τό κερί. Ἡ μικρή Ἄννα εἶχε ἁγιάσει.
Ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας ζήτησε ἕνα μέρος τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπό τόν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, βεβαιώνοντάς τον ὅτι θά γίνει μοναχός καί θά τά κρατήσει ὡς φυλαχτό σέ ὅλη του τή ζωή καί θά τά τιμήσει. Τότε ὁ δεσπότης τοῦ ἔδωσε μέρος τῆς καρδιᾶς καί μετά ἀπό χρόνια ὁ μοναχός Γεώργιος πλέον ἐπέστρεψε στήν Ἀργυρούπολη καί πῆρε καί τά ὑπόλοιπα.
Σήμερα τά λείψανα τῆς Ἁγίας Ἄννας φυλάσσονται στή μονή Σίψα, στή Δράμα, σέ ἕνα ἀσημένιο κιβώτιο μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας.