Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Μετὰ ἀπὸ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν Του ὁ Κύριος ξεκινάει τὴν ἐπίγεια δράση Του, θέτοντας τὶς βάσεις τῆς διδασκαλίας Του στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία, μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Β’ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Προκειμένου νὰ προσεγγίσῃ τὰ πλήθη ποὺ διψοῦν νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο Του καὶ νὰ θεραπευτοῦν ἀπὸ Αὐτὸν σωματικὰ καὶ ψυχικά, «ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς» (Ματθ., ε’ 1-2), ἤ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, «ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ…καὶ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ … ἔλεγε» (Λουκ., στ’ 17-20).
Ὁ λόγος Του εἶναι παρηγορητικός, στάζει σὰν βάλσαμο στὶς καρδιὲς τῶν πτωχῶν, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, τῶν πεινώντων, τῶν κλαιόντων, τῶν ὀνειδιζομένων καὶ διωκομένων ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Του. Εἶναι, ὅμως, καὶ ἀνατρεπτικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Καλεῖ ὅλους τοὺς ἀδικημένους ὄχι νὰ ἐκδικηθοῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀδικοῦν, οὔτε ἁπλῶς νὰ ἀμυνθοῦν, ἐπιλέγοντες τὴν παθητικὴ στάση, ἂν καὶ αὐτὴ ἐνδείκνυται σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἀλλὰ νὰ γίνουν ἐπιθετικοί.
Θὰ ἀναρωτηθῆ κάποιος εὔλογα: Νὰ γίνουν ἐπιθετικοὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου; Ναί, αὐτὸ ἀκριβῶς ζητάει ὁ Κύριος: ἐπίθεση, ὄχι ὅμως ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν ἀλλὰ ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό, λέγει «τοῖς ἀκούουσιν﮲ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς (γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κακομεταχειρίζονται).» (Λουκ. στ’ 27-28)
Αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἰδιότυπη ἐπίθεση ἐννοεῖ ὁ Κύριος, ὅταν, σὲ ἄλλο σημεῖο, λέγει: «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. ι’ 34), μάχαιρα ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ποὺ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ σταυροῦ, πού, ὅμως, εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας μας (ὅ. π. ι’ 35-39).
Γιὰ νὰ κατανοήσωμε σὲ βάθος τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι λόγος σταυρικός, ἄρα σωτήριος, καθ’ ὅτι ἐνάντιος στὸ δικό μας ἀντισταυρικὸ θέλημα, χρειάζεται νὰ ἀναλογιστοῦμε πῶς ἦταν ἡ ἀνθρωπότητα πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπικράτηση τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση τῶν ἐξαπατηθέντων ἀπὸ αὐτὸν πρωτοπλάστων, ἔφερε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία σὲ κτηνώδη κατάσταση, ὅπου παντοῦ δέσποζε ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀδικία, ὁ ἀλληλοσπαραγμός, καὶ γιὰ τὴν ἀποτροπή των ἐφαρμοζόταν ὁ «κανόνας» τοῦ αἵματος: «ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδοὺς ἀντὶ ὀδόντος». Θανάσιμο μῖσος κατὰ τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἐκδικητικὴ μανία χωρὶς τέλος κατὰ τοῦ ἀντιπάλου, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ πληρώσῃ μὲ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νόμισμα. Κυριολεκτικά, «homo homini lupus» (ὁ ἄνθρωπος ἦταν γιὰ τὸν ἄνθρωπο λύκος).
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ καταστρέφεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ προοδεύῃ μὲ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο, -ὅπως δηλώνει καὶ ἡ σταυρικὴ ἐντολή Του στὸν Παράδεισο, «αὐξάνεσθε» σὲ πίστη καὶ «πληθύνεσθε» σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης-, γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, «οἰκονόμησε», ὥστε νὰ ἔλθῃ «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» ὁ Υἱός Του στὴν γῆ, γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο διὰ τοῦ Σταυροῦ. Στὸ πρόσωπο, ἑπομένως, τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας, ὁ Σταυρὸς ἀνανοηματοδοτεῖται καὶ ἀπὸ φονικὸ ὅπλο γίνεται ὄργανο καὶ μέσο σωτηρίας.
Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, λέμε ὅτι, ἐὰν θέλωμε νὰ δοῦμε τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀρκεῖ μόνον νὰ ἀντικρύσωμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖνος, ὁ Σταυρωθεὶς καὶ Ἀναστάς «διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν» Χριστός, εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς πρὸς τὴν ἀμαυρωθεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἰκόνα Του.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐμπράκτως ἀπέδειξε ὁ Χριστὸς τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἐμπράκτως καλεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ τὴν ἀποδείξωμε πρὸς τὸν συν-αμαρτωλὸ ἀδελφό μας, ἐγκαταλείποντας ὁριστικὰ τὸν ἐκδικητικό «νόμο τοῦ αἵματος», ξεπερνῶντας καὶ τόν «ἀργυρὸ κανόνα», «μὴν πράττης στοὺς ἄλλους ὅ τι δὲν θέλῃς νὰ πάθῃς ὁ ἴδιος», καὶ ἐφαρμόζοντας ἕναν καινὸ κανόνα, ποὺ δὲν στηρίζεται στὴν ἄμυνα ἀπέναντι στὸ κακό, ἀλλὰ στὴν ἐπίθεση ἐναντίον του, καὶ μάλιστα μὲ τὸ καλό! «Μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν (Ῥωμ. ιβ’, 21). «Ψωμίζοντας» καὶ ποτίζοντας τὸν ἐχθρό σου, λέγει ὁ Κύριος, «ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσης ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» (ὅ. π. 20). Ἔτσι, μπορεῖ νὰ φιλοτιμηθῆ καὶ νὰ μετανοήσῃ κιόλας, ἐὰν δὲν ἔχῃ ταυτιστῆ ἀπολύτως μὲ τὸ κακό.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁλοκληρωμένος «χρυσὸς κανόνας» ποὺ ἐγκαινιάζει ὁ Κύριος μὲ τὸν λόγο Του. Δὲν μᾶς ζητάει ἁπλῶς νὰ ἀπέχωμε ἀπὸ τὸ κακό – ἄρση- ἀλλὰ καὶ νὰ κάνωμε τὸ καλό –θέση-, καὶ μάλιστα εὐεργετῶντας τὸν ἐχθρό μας –πρός-θεση! Αὐτό, ἀκριβῶς, μᾶς προτρέπει μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Β’ Κυριακῆς Λουκᾶ, μὲ τρία χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, … ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, … ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;», ἀφοῦ «καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι.» (Λουκ., στ’ 32-34)
Τότε καὶ μόνον τότε θὰ γίνωμε ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ («ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου»), ὅταν δὲν θὰ ἐκδικούμαστε, οὔτε θὰ ἀδικοῦμε καθόλου τὸν ἀδελφό μας, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτόν, διότι ὁ Κύριος «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ., ε’ 45), «χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Λουκ., στ’ 35), καὶ «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.» (Α’ Τιμ., β’ 4)
Τώρα, λοιπόν, ποὺ ἔχομε εἰσέλθει στὴν νέα ἐκκλησιαστικὴ περίοδο, καιρὸς νὰ σκεφθοῦμε σοβαρά, ὅπως μᾶς καλεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀντίστοιχο ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, πῶς θὰ καθαρίσωμε τὸν ἑαυτό μας, ποὺ εἶναι «ναὸς Θεοῦ ζῶντος», «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», ὥστε νὰ «ἐνοικήσῃ» μέσα μας ἡ θεία χάρη, καί «νὰ ἐπιτελοῦμε ἁγιωσύνη ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β’ Κορ., στ’ 16 – ζ’ 1).
Δύσκολος ὁ στόχος ἀλλὰ μεγάλος ὁ μισθὸς γιὰ ὅσους προσπαθήσουν νὰ γίνουν ἀληθινὰ τέκνα Κυρίου, ἐφαρμόζοντες συνεχῶς καὶ συνεπῶς τὴν ἀγαπητική Του προτροπή: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.» (Λουκ. στ’ 36). Μακάρι ὅλοι νὰ τὴν ἀκολουθήσωμε, ὥστε, μὲ τὴν χάρη Του, νὰ ζήσωμε αἰωνίως μέσα στὸ ἀπέραντο ἔλεος τῆς ἀγάπης Του. Γένοιτο!