Ἰωάννη Θ. Κουτσοκώστα
Γεωπόνου-τ. Ὑδ/ντῆ ΑΤΕ
& τ. Γ. Γραμμ. Π.Ο.Σ.Σ.
Ὁ Σαρακατσάνος Πρωτοκλέφτης τῶν Ἀγράφων καὶ τῶν Τζουμέρκων Κατσαντώνης στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα στάθηκε ὑπόδειγμα κλέφτη, μὲ ἠθικὸ ἀνάστημα λαμπρό, ποὺ ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴν ὑστεροφημία του καὶ τὴ σύνδεσή του μὲ τὸν γενικότερο λαϊκὸ θαυμασμό. Σεβόταν τὴν γυναῖκα καὶ τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ καὶ πολλὲς φορὲς ἦταν μεγαλόψυχος ἀκόμα καὶ στοὺς ἐχθρούς του.
Ὑπάρχουν πλῆθος παραδόσεις καὶ γραπτὲς ἀναφορὲς στὸν ἐξαίρετο καὶ γεμάτο ἀνωτερότητα χαρακτῆρα του. Ὁ βιογράφος τοῦ Ἐπαμ. Φραγκίστας, ἀναφέρει πὼς στὴν μάχη τῶν Κατσαντωναίων μὲ τοὺς Τουρκαλβανοὺς τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ στὸ Μαλατέϊκο λημέρι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1806 πιάστηκε αἰχμάλωτος ἕνας μπουλούκμπασης (σωματάρχης) ὀνόματι «Ντούμηκας», ὁ ὁποῖος ἐλαφρὰ τραυματισμένος στὸ μηρό, παρουσιάστηκε καὶ γονατιστὸς παρακάλεσε τὸν Κατσαντώνη κλαίγοντας νὰ μὴν τὸν σκοτώσει, γιατί ἔχει καὶ δύο (2) ἀνύπαντρες ἀδερφές, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀποκαταστήσει. Τότε ὁ ἥρωας συγκινήθηκε στὸ ἄκουσμα αὐτό, καὶ διέταξε νὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ζωὴ δίνοντάς του καὶ ἕνα χρυσὸ νόμισμα!
Ἐπίσης , ὁ ἴδιος ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων δύο σημαντικὰ καὶ χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸν ἥρωα γεγονότα, ἀπὸ τὴν μεγάλη κλεφταρματολικὴ σύναξη, ποὺ ἔγινε στὶς 2 Ἰουλίου 1807 παρουσία τοῦ Ι. Καποδίστρια, τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη, τοῦ Γ. Καραϊσκάκη καὶ ἄλλων 400 κορυφαίων κλεφταρματολῶν στὴν ἀκτὴ Μαγεμένου τῆς Λευκάδας κατὰ τὴν ὁποία ἀνακηρύχθηκε: «Γενικὸς Ἀρχηγὸς κλεφτῶν καὶ ἁρματολῶν ἁπάσης της Ἑλλάδος» μὲ ὑπαρχηγὸ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ ὁρκίστηκε νὰ μὴν καταθέσει τὰ ὅπλα πρὶν ἰδεῖ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας! καὶ παρατίθενται μὲ λεπτομέρεια:
α) Τότε «ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς στρατηγὸς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ Ἐμμανουὴλ Παπαδόπουλος μὲ φωνὴ λίαν συγκινητικὴ καὶ στὴν πατρώα του γλῶσσα εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Χαίρω πολύ, διότι ἡ πατρίδα μου μετὰ τεσσάρων αἰώνων μαύρη δουλεία ἔχει στοὺς κόλπους της τέτοιους συμπολεμιστὲς καὶ συγχρόνως παρεκάλεσε τὸν Κατσαντώνη, προσφωνώντας αὐτὸν «χιλίαρχο» νὰ τοῦ διηγηθεῖ συνοπτικὰ τὰ ἀνδραγαθήματα ἑνὸς ἑκάστου, διὰ νὰ βαθμολογήσει αὐτοὺς ἐπαξίως»
Τότε σηκώθηκε ὄρθιος, τὸν εὐχαρίστησε καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁ τελευταῖος τῶν συντρόφων μου εἶναι καλύτερός μου καὶ ὅ,τι πράττουν τὸ πράττουν οἱ σύντροφοί μου καὶ ὄχι ἐγώ!»
Ἡ ἀπάντηση ἱκανοποίησε τὸν στρατηγὸ γιὰ τὴν αὐταπάρνησή του καὶ μιλώντας ἔνθερμα ἐνθουσίασε τοὺς παριστάμενους.
β) ὅταν σὲ κάποια στιγμὴ ὁ στρατηγὸς τὸν κάλεσε νὰ ἐνταχθεῖ μὲ τὰ παλληκάρια του στὸν ρωσικὸ στρατὸ καὶ θὰ τοῦ δοθοῦν ὑψηλὰ ἀξιώματα καὶ ἀμοιβές, τοῦ ἀπάντησε ἀρνητικὰ περιφρονώντας ἀξιώματα καὶ πλούτη, λέγοντάς του: «Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ καριοφίλι τοῦ Κατσαντώνη ἡ μεγάλη Ρωσία, ὅτι αὐτὸς βγῆκε κλέφτης νὰ πολεμήσει τὴν Τουρκιὰ γιὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδας καὶ πὼς τώρα τὸν χρειάζονται τὰ Ἄγραφα!».
Προφορικὴ παράδοση στὸ Κλεινοβὸ (Κλεινὸ Καλαμπάκας) τοῦ Ἀσπροποτάμου ἀναφέρει, πὼς ὅταν πληροφορήθηκε ὁ Τύραννος τῶν Ἰωαννίνων Ἀλὴ-Πασὰς πὼς στὸ χωριὸ ὑπῆρχε μία ὄμορφη κοπέλα ἀρραβωνιασμένη, διέταξε τὸν Βεληγκέκα νὰ τὴν πάρει καὶ τὴν ὁδηγήσει στὸ Σεράι του. Ὁ Κατσαντώνης τὸ πληροφορεῖται καὶ ἀμέσως πάει στὸ χωριό. Ἁρπάζει τὴν κοπέλα καὶ τὴν κρύβει σὲ μία σπηλιά. Οἱ Κλεινοβίτες χολώθηκαν μὴ γνωρίζοντας τὶς προθέσεις τοῦ Κατσαντώνη, ὁ ὁποῖος ἀμέσως τρέχει στὴν Κρύα Βρύση, τσακίζει τοὺς Ἀρβανίτες τοῦ Βέλη-Γκέκα καὶ ὁδηγεῖ τὴν κόρη καὶ πάλι στὸ χωριὸ παραδίδοντάς την στοὺς γονεῖς της. Καὶ οἱ Κλεινοβίτες ἀπὸ εὐγνωμοσύνη παραχώρησαν ἔκταση βοσκῆς στὰ διπλανὰ Βανακούλια, πατρίδα ἑνὸς ἀπὸ τὸ πρωτοπαλλήκαρά του.
Ἀκόμη σημειώνει ὁ Emerson πώς: «οἱ κλέφτες καὶ εἰδικότερα ὁ Κατσαντώνης, κυνηγημένος καὶ σκληραγωγημένος θὰ περίμενε νὰ εἶναι ἀπογυμνωμένος ἀπὸ κάθε φυσικὸ συναίσθημα καὶ σκληρὸς καὶ ἐκδικητικὸς πρὸς τοὺς ἐχθρούς του». Σπάνια συνέβαινε νὰ χαρίζει τὴ ζωὴ ἑνὸς μουσουλμάνου πεσμένου
μπρούμυτα, ὅμως ὁ θάνατός του ἦταν γρήγορος καὶ χωρὶς τυραννία. Ἐπίσης, ἦταν βαθιὰ θρησκευόμενος καὶ παιδί, ποὺ ὄντας 2-3 χρονῶν, γύρω στὰ 1777 εὐλόγησε ὁ Πατρο-Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς περνώντας ἀπὸ τὰ κονάκια καὶ τὴν στάνη τοῦ πατέρα τοῦ ἀρχιτσέλιγκα, Γιάννη Μακρυγιάννη ψηλὰ στὰ Ἄγραφα.
Ὅταν ἀνδρώθηκε καὶ βγῆκε κλέφτης στὰ Ἄγραφα καὶ ἔφτιαξε τὸν δικό του ταϊφὰ συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὰ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς. Στὸ μοναστήρι τῆς Τατάρνας, ὅπου συχνὰ κατέφευγε ζητώντας τὴν προστασία τῆς Μεγαλόχαρης βρίσκεται «ἀσημένια» καντήλα, εὐλαβικὴ προσφορὰ τοῦ ἥρωα Κατσαντώνη. Ἀλλά, καὶ ὁ Emerson ἀργότερα θὰ γράψει πώς: «δὲν ὑπῆρχε καμμία περίπτωση ἕνας κλέφτης νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη τῶν πατέρων του!». Εἶναι μία διαπίστωση, ποὺ βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Κατσαντώνη τὴν φωτεινὴ καὶ ὁλοκληρωμένη ἐκείνη ἔκφραση τῶν μαρτύρων τῆς Ὀρθοδοξίας.
H παράδοση τῶν Ἀγράφων, ὅπως τὴν διηγήθηκε ὁ Παπαλάμπρος Τσέτσος διασώζει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ περιστατικό: Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ καὶ ὁδηγήθηκε στὰ Γιάννενα μέσα στὰ πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη, περιλαμβάνονταν καὶ ἡ δοκιμασία τῆς πίστης του.
Τὸν πῆραν, λοιπόν, καὶ τὸν πῆγαν μέσα σὲ ἕνα τζαμὶ γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ὁ Κατσαντώνης, ἂν καὶ σακατεμένος κυριολεκτικά, μάζεψε τὶς δυνάμεις του καὶ στάθηκε ὄρθιος καὶ περήφανος. Τότε οἱ βασανιστές του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν κάνουν νὰ σκύψει καὶ νὰ προσκυνήσει στὸ τζαμί, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές τους ἀπέβησαν ἄκαρπες καὶ μάταιες. Τελικὰ γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ σκύψει, ἔστω καὶ μπαίνοντας στὸ τζαμί, ἔκτισαν μία πλαϊνὴ εἴσοδο ἀφήνοντας τόσο κενό, ὥστε ὅποιος ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα νὰ σκύψει ἀναγκαστικά. Πῆραν λοιπόν, τὸν ἥρωα καὶ τὸν πῆγαν στὴν κτισμένη εἴσοδο καὶ περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ κάνει, βέβαιοι πλέον ὅτι θὰ τὸν ταπεινώσουν. Ὁ Κατσαντώνης, ὅμως, βρῆκε τὴν λύση: «Γύρισε καὶ μπῆκε μὲ τὴν πλάτη στὸ τζαμί». Ξεψύχησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 1808 στὰ Γιάννενα μαζὶ μὲ τὸν ἀδερφὸ τοῦ Γιῶργο Χασιώτη κάτω ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ψελλίζοντας στὰ χείλη του τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, θὰ γράψει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, Φάνης Μιχαλόπουλος.
Κι ὁ ἀείμνηστος Εὐρυτᾶνας δημοσιογράφος καὶ βιογράφος του Δημ. Σταμέλος θὰ γράψει: «Ἦταν δεμένος μὲ τὴν πίστη τῶν πατέρων του, γι’ αὐτὸ ἄνοιγαν πάντοτε διάπλατα οἱ πόρτες τῶν μοναστηριῶν νὰ τὸν καλοδεχτοῦνε οἱ ἄνθρωποί τους, πολλὲς φορές, μὰ σὲ μάχη μὲ τὸν Τοῦρκο πήγαινε, μὰ ἀπὸ μακελειὸ μὲ τὰ ἀσκέρια τοῦ ὀχτροῦ γυρνοῦσε τραβώντας γιὰ τὰ κλεφτολήμερά του … ἔμπαινε στὸ καθολικό του μοναστηριοῦ, μὰ στὸν ἅϊ Γιάννη τοῦ Παλαιοκάτουνου, μὰ στὴν Παναγιὰ τῆς Τατάρνας. Ἄναβε κεριά, προσκύναγε τὶς εἰκόνες, ἀποζήταγε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ πετύχει στὸν Ἀγῶνα…Γονάτιζε, τὰ γιαταγάνια νὰ χτυπᾶνε στὸ πλακόστρωτο καὶ τὸ καριοφίλι στὸν ὦμο, τὸ φέσι περασμένο στὸ σελάχι καὶ προσεύχονταν γιὰ τὸ ξεσκλάβωμα τῶν ραγιάδων ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, ν’ ἀνασάνει στὸ καινούριο φῶς ὁ τόπος!».
Τέλος, θὰ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ ἀναφερθεῖ, πὼς τὰ δύο (2) μεγάλα καὶ σχεδὸν διαδοχικὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν προετοιμάσει τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, τῶν Τζουμέρκων, τῆς Εὐρυτανίας καὶ γενικότερα ὅλων τῶν Σαρακατσαναίων καὶ λοιπῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸν ξεσηκωμὸ καὶ τὴν ἐθνικὴ Παλιγγενεσία τοῦ 1821, ἦταν:
α) Οἱ περιοδεῖες, τὰ κηρύγματα καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἐθναποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, γνωστοῦ διδάχου τῶν Σαρακατσαναίων καὶ τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων καὶ
β) Ἡ δράση καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θρυλικοῦ καὶ χιλιοτραγουδισμένου Σαρακατσάνου Πρωτο κλέφτη Κατσαντώνη καὶ ἡ σύλληψη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος στὰ Γιάννενα.
Κι ὁ Κατσαντώνης μὲ τὸ πολυθρύλητο ἔργο του καὶ τὸν μαρτυρικό του θάνατο, ἀνυψώθηκε σὰν Φλάμπουρας Ἐθνικῆς Ἀπολύτρωσης. Τὰ παλληκάρια ἀπὸ τὸν ταϊφά του, ὅσοι ἀπόμειναν ἀπὸ τὸν πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανίτες μέχρι τὸν ἐθνικὸ ξεσηκωμὸ πάλεψαν τὸ Εἰκοσιένα καὶ κάμποσα, ὅπως οἱ στρατηγοὶ Γιωργάκης Τσιόγκας (πρωτοξάδερφός του) καὶ Γερο-Δῆμος Τσέλιος ἢ Φερεντίνος καὶ οἱ καπεταναῖοι Γιάννης Φραγκίστας, Θανάσης Τσάκας ἢ Τσάκαλος, Λάμπρος Σουλιώτης, Νίκ. Μπουρδάρας, Κωσταντὴς Λεπενιωτάκης (ἀνεψιός του) καὶ πολλοὶ ἄλλοι μὲ κορυφαῖο τὸν ἀρχιστράτηγο τῆς Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη ἀνυψώθηκαν καὶ ἀναδείχτηκαν κορυφαῖοι της Ἐθνεγερσίας.
Πέρασε μέσα στὶς καρδιὲς σκίρτημα λυτρωμοῦ, ὁλόδροσο ἀεράκι, γιομάτο ζωὴ καὶ θερίεψε τὴν δύναμη γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν δίψα γιὰ τὴν λευτεριά. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτομάρτυρες τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Γένους ἀπὸ τὴν τετρακοσίων χρόνων σκλαβιά, ἀπὸ κείνους, ποὺ προετοίμασαν τὸ Εἰκοσιένα, ἕνα αἰώνιο σύμβολο παλληκαριᾶς, πολεμιστὴς ἀνυποχώρητος κάθε δεσποτισμοῦ καὶ τυραννίας, δημιουργικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ κήρυγμα τῆς ἀβασίλευτης καὶ ἀκατάβλητης ὀμορφιᾶς τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου. Ὁ Κατσαντώνης εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικὸς ἥρωας τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴν λαχτάρα τῆς λευτεριᾶς καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα καὶ τὴν βαθειὰ καὶ ἀδολίευτη θρησκευτικὴ πίστη. Εἶναι πεισματάρης, ἀλλὰ δίκαιος καὶ ἀμερόληπτος στὶς ἀποφάσεις του.
Χτυπάει πάντα παλληκαρίσια καὶ χωρὶς μπαμπεσιά. Σέβεται πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν τιμὴ τῆς γυναίκας, ποὺ τὴν θεωρεῖ πλάσμα ἀδύνατο, ἄξιο γιὰ στοργὴ καὶ προστασία. Ἀναδείχθηκε κορυφαῖος της προεπαναστατικῆς κλεφτουριᾶς σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα καὶ σύμβολο τῆς παλληκαριᾶς καὶ τῆς λεβεντιᾶς. Ἡ ἱστορία τὸν ἀδίκησε κι ἡ πολιτεία τὸν ἀγνόησε. Τὸ ἀλάθητο ὅμως αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ δικαίωσε τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὴν θυσία του. Ὁ χαμὸς του ἔγινε θρῆνος κι ὁ θρῆνος σαρακατσάνικο καὶ πανελλήνιο δημοτικὸ κλέφτικο τραγούδι καὶ μοιρολόι, ποὺ θὰ τραγουδιέται γιὰ αἰῶνες ἀκόμη.
Πέρασε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέχρι σήμερα καὶ σὲ ὅλο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο κι ὅπου ὑπάρχουν Σαρακατσαναῖοι καὶ ὄχι μόνο. Εἶναι ὁ πιὸ χιλιοτραγουδισμένος κλεφτοκαπετάνιος καὶ ἀγωνιστὴς τῆς Ἐλευθερίας. Ἀναφέρονται πάνω ἀπὸ 150 δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἐξυμνοῦν τὰ κατορθώματά του σὲ ὅλο τὸν ἠπειρωτικὸ ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ στὶς γειτονικὲς βαλκανικὲς χῶρες, ὅπου οἱ Σαρακατσαναῖοι μὲ καμάρι καὶ περηφάνια τραγουδοῦν τὰ τραγούδια του. Οἱ ποιητὲς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης καὶ Κώστας Κρυστάλλης ἔγραψαν ποιήματα καὶ ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς τὸ θεατρικὸ ἔργο «τὸ Τίμημα τῆς Λευτεριᾶς». Ἡ Πανελλήνια Ὁμοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (Π.Ο.Σ.Σ) μὲ τὴ συνδρομὴ ὅλων τῶν Σαρακατσαναίων τιμώντας τὴν μνήμη του ἔστησε τὸν ἀνδριάντα του σὲ κεντρικὴ πλατεία στὴ θέση «Λιθαρίτσια» τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων, τόπο τοῦ μαρτυρίου του στὶς 8 Νοεμβρίου 1987, 180 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του, ἐξέδωσε συλλογὴ μὲ τὰ τραγούδια του. Πολλοὶ σύλλογοι Σαρακατσαναίων φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ διοργανώνουν ἐκδηλώσεις μὲ τὸ ὄνομα «Κατσαντώνεια».
Ἐπίσης, στήθηκαν ἀνδριάντες στὸ Καρπενήσι, στὸ Νέο Κορδελιὸ Θεσσαλονίκης, προτομὴ στὴν γενέτειρά του τὸν Μάραθο καὶ διοργανώθηκαν ἐκδηλώσεις τιμῆς καὶ μνήμης στὰ Γιάννενα, τὸν Μάραθο καὶ ἀλλοῦ.
To ἔτος 2008, ποὺ συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του διοργανώθηκαν ἀπὸ τὴν Πανελλήνια Ὁμοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων καὶ τοὺς Συλλόγους τῶν Σαρακατσαναίων πολλὲς ἐκδηλώσεις μνήμης πρὸς τιμήν του στὸν Μάραθο τῶν Ἀγράφων καὶ στὰ Γιάννενα καὶ σὲ διάφορα ἄλλα μέρη.