Γράφει η Νικολέτα Περράκη, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Θα τοποθετηθώ για το παρόν νομοσχέδιο με τη γνώση και την κρίση που προκύπτει από την ιδιότητά μου ως Ψυχολόγος, την παρακολούθηση μεταπτυχιακού προγράμματος Κλινικής Ψυχολογίας καθώς και την πολυετή εκπαίδευσή μου στην Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία και τη Θεραπεία Ζεύγους.
Θα ήθελα πρωτίστως από αυτή τη θέση να αναρωτηθώ: Έγινε κάποια διαβούλευση με ειδικούς ψυχικής υγείας και οικογενειακούς θεραπευτές πριν ληφθεί απόφαση για το παρόν νομοσχέδιο; Προτίθεται το Κοινοβούλιο να ενημερωθεί σχετικά από αρμόδιους; Από εκείνους που παρατηρούν και μελετούν συστηματικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και γίνονται αποδέκτες των συμπτωμάτων, των δυσλειτουργιών και των διαταραχών των ανθρώπων που πάσχουν;
Ο γάμος είναι ένας θεσμός που συνδέεται με την οικογένεια και αποτελεί τη βάση της. Ο γάμος επιτρέπει βεβαίως στα ζευγάρια την υιοθεσία (σε αντίθεση με το σύμφωνο συμβίωσης σήμερα). Επομένως θα τοποθετηθώ για το σχέδιο νόμου γάμου ομοφυλοφίλων καθώς και για το ζήτημα απόκτησης παιδιών με οποιονδήποτε τρόπο.
Ως ειδικοί ψυχικής υγείας βρισκόμαστε στην υποδοχή κάθε ανθρώπου ατομικά καθώς και γονέων, οικογενειών, ζευγαριών που φέρνουν το αίτημά τους και οφείλουμε αρχικά να το ακούσουμε. Δουλειά μας είναι να ακούσουμε ενεργητικά, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε, να μη βιαστούμε να πάρουμε θέση και να μη σπεύσουμε να δώσουμε άμεση απάντηση. Όσο ανακουφιστική κι αν φαίνεται η άμεση απάντηση για τον άνθρωπο που πάσχει, όσο δελεαστικό κι αν είναι και για εμάς τους ειδικούς, είναι διαπιστωμένο ότι δεν είναι ούτε χρήσιμο ούτε βοηθητικό για εκείνους. Γιατί να βιαστούμε; Γιατί να μην πάρουμε χρόνο να σκεφτούμε κι εκείνοι κι εμείς γύρω από αυτό που λένε; Η γνώση αποκτά ένα νόημα μόνο όταν συνοδεύεται από κατανόηση. Ερωτώ λοιπόν κι εγώ ως ειδικός ψυχικής υγείας: Γιατί τόση βιασύνη για μια τόσο ριζική και θεμελιώδη ανατροπή ενός πανανθρώπινου θεσμού, εκείνου του γάμου και της οικογένειας;
Μισό λεπτό λοιπόν, ας σκεφτούμε. Ας μη βιαζόμαστε.. Ας σκεφτούμε κάποια βασικά πράγματα – όχι υπό το πρίσμα μιας ιδεολογίας ή ενός συντηρητισμού όπως λέγεται – αλλά από αυτά που γνωρίζουμε για τον άνθρωπο όπως τον έχει μελετήσει εδώ και αιώνες η επιστήμη μου και όπως εξακολουθεί να τον παρατηρεί. Ας δούμε τι από όλα αυτά επιβεβαιώνει η κλινική μας εμπειρία, και τι κατανοούμε τελικά από τα συμπτώματα και τις δυσκολίες των ίδιων των ανθρώπων που μας απευθύνονται. Η θεωρία ελέγχεται και δοκιμάζεται διαρκώς από την κλινική πράξη. Έτσι επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται. Έτσι εξελίσσεται η επιστήμη ανά τους αιώνες.
Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι οι ανθρώπινες επιστήμες δε μπορούν να λειτουργούν με όρους τυφλής μηχανικής. Δε μπορούμε να μιλάμε για αναπαραγωγή και υιοθεσία αγνοώντας εντελώς την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού. Όπως γνωρίζουμε, οι ψυχικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα μέσα από μια σειρά ερεθισμάτων και εμπειριών επηρεάζουν και επηρεάζονται από βιολογικούς και ψυχο-συναισθηματικούς παράγοντες, και εντάσσονται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο.
Αυτά τα ερεθίσματα και τα βιώματα βρίσκονται σε συνέχεια μεταξύ τους, και πάνω σε αυτή ακριβώς τη συνέχεια τίθενται οι βάσεις της ομαλής εξέλιξης κατά την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κάθε ατόμου. Πρόκειται για το συνεχές της ψυχικής λειτουργίας όπως το γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε επίσης ότι οτιδήποτε αποσπασματικό στον ψυχισμό διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του και συνοδεύεται από έντονο και πρώιμο άγχος.
Ακόμη, όπως γνωρίζουμε, η διάλυση της συνέχειας συνιστά το τραύμα, το οποίο κανείς παλεύει να επουλώσει, ενίοτε ακόμη και δια βίου. Σύμφωνα με την επιστήμη της ψυχολογίας, ο ερχομός του ανθρώπου στη ζωή γίνεται μέσα από μια ψυχική επεξεργασία. Υπάρχει μια αναφορά στην ιστορία του, μια αφήγηση για τον ερχομό του η οποία φαίνεται να διαμορφώνει καθοριστικά τον ψυχισμό του και να το εντάσσει σε μια αλυσίδα γενεών και σχέσεων.
Το παιδί έρχεται στον κόσμο και ήδη έχει δημιουργηθεί γύρω από την ύπαρξή του μια ιστορία- μια αφήγηση. Ρητά και άρρητα κομμάτια του πάζλ πλέκουν το νήμα με το οποίο θα υφάνει ο καθένας τον εαυτό του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Πώς γεννήθηκα; Πώς ήρθα στον κόσμο; Από ποιους; Ποιοι είναι αυτοί;
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, δυο θεμελιώδεις φαντασιώσεις που επηρεάζουν καθοριστικά τον ανθρώπινο ψυχισμό είναι εκείνη της πρωταρχικής σκηνής (της ερωτικής συνεύρεσης των γονέων ) και εκείνη της ενδομήτριας ζωής (κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης). Είναι χαρακτηριστικός ο οικουμενικός χαρακτήρας αυτών των θεμελιωδών φαντασιώσεων, οι οποίες λειτουργούν ως μια προγονική παρακαταθήκη που μεταβιβάζεται φυλογενετικά , ανεξαρτήτως των προσωπικών εμπειριών του καθενός. Πόσοι άνθρωποι δε βασανίζονται φοβούμενοι ότι δεν αγαπήθηκαν από τους γονείς τους ή ότι δεν υπήρξαν καρπός αγάπης; Ακόμη και παιδιά χωρισμένων γονέων έχουν την ανάγκη να επιβεβαιώσουν ότι οι γονείς τους έστω τότε αγαπήθηκαν. Έστω κάποτε.
Σε συνεδρίες με ανθρώπους όλων των ηλικιών που είτε δε γνώρισαν τον έναν ή και τους δυο γονείς από τους οποίους προέρχονται , είτε αυτοί χώρισαν κάποτε, γνωρίζουμε αλλά και διαπιστώνουμε να διερωτώνται επώδυνα και διαρκώς λεκτικά ή –κυρίως – μη λεκτικά, επαναλαμβάνοντας μοτίβα σχέσεων όπου ανακυκλώνονται τα θεμελιώδη ερωτήματα: Aγαπήθηκαν αυτοί οι δυο γονείς; Εμένα με αγάπησαν; Τι τους έκανε να μην είναι μαζί; Γιατί με έκαναν γνωρίζοντας ότι δε θέλουν να είναι μαζί; Γιατί δεν είναι εδώ; Περιπτώσεις παιδιών από μονογονεϊκές οικογένειες που προέρχονται από δότες σπέρματος αρχίζουν ολοένα και συχνότερα πλέον να ζητούν από τις μητέρες τους την ευθύνη για την προσωπική επιλογή τους να μεγαλώσουν χωρίς τον πατέρα τους. Να μη γνωρίζουν από ποιον προήλθαν γενετικά, αν του μοιάζουν, αν γνωρίζει την ύπαρξή τους, αν έχουν άλλα αδέρφια και ποια είναι αυτά;
Μητέρες απευθύνονται σε ειδικούς ολοένα και περισσότερο πλέον για να βοηθηθούν να απαντήσουν τα αναπάντητα ερωτήματά τους και να διαχειριστούν τον τεράστιο θυμό ή τη θλίψη των παιδιών τους.
Σε συλλόγους και ενώσεις σε Ευρώπη και Αμερική, παιδιά που μεγάλωσαν σε οικογένειες ατόμων του ίδιου φύλου κρούουν τον κώδωνα εκφράζοντας τις δυσκολίες που προέκυψαν από την έλλειψη του ρόλου του πατέρα και της μητέρας και αποδοκιμάζουν το παρόν προτεινόμενο οικογενειακό πλάνο. Ευχαριστούν τους ανθρώπους που τα μεγάλωσαν αλλά τους ρωτούν αποστομωτικά με ποιο δικαίωμα τους στέρησαν τη δυνατότητα να έχουν μια μητέρα κι έναν πατέρα.
Οι επιστήμες μελετούν τα φαινόμενα που παρατηρούνται και αξιοποιούν αναλόγως τη γνώση που αποκτούν συνεχίζοντας, διακόπτοντας ή αλλάζοντας τις θέσεις τους. Εμείς, ο ουραγός των εξελίξεων της Δύσης, τι μαθαίνουμε από αυτό; Γιατί δε σκεφτόμαστε γύρω από όλα αυτά τα δεδομένα; Πολυάριθμες ψυχολογικές έρευνες έχουν μελετήσει τη σχέση του βασικού προσώπου φροντίδας, της μητέρας κατά κύριο λόγο , με το βρέφος της και έχει διαπιστωθεί οτι η σχέση αυτή – που αρχίζει ήδη από την περίοδο της εγκυμοσύνης – καθώς και το πώς αυτή εξελίσσεται μέσα από το δεσμό που θα δημιουργηθεί, διαμορφώνει καθοριστικά την αίσθηση εαυτού του ατόμου και θέτει τα θεμέλια του τρόπου με τον οποίο αργότερα θα σχετίζεται με τους άλλους.
Όπως είναι σαφές λοιπόν, με κανέναν τρόπο η κύηση δε μπορεί να θεωρηθεί ως μια παρένθεση στη ζωή του μετέπειτα βρέφους και η εγκυμονούσα μητέρα δεν είναι εύκολα αντικαταστάσιμη σαν να ήταν προϊόν μια αναπαραγωγικής αλυσίδας.
O Παιδίατρος και Ψυχαναλυτής D. Winnicott ανέδειξε τη σπουδαιότητα της ιδιαίτερης ψυχο-νοητικής κατάστασης αφοσίωσης της μητέρας στο βρέφος της κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής. Η κατάσταση αυτή ορίστηκε ως «πρωταρχική μητρική ενασχόληση» (ή «πρωταρχική μητρική έγνοια» ή «πρωταρχική μητρική φροντίδα» – “primary maternal preoccupation”) και συνιστά αναπόσπαστο χαρακτηριστικό και θεμελιώδη προϋπόθεση του περιβάλλοντος που θα συμβάλλει στην ψυχική υγεία του βρέφους.
Ο Winnicott αναγνώρισε τη μοναδική ικανότητα κάθε μητέρας να ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του μωρού της. Συγκεκριμένα, τόνισε τη σημασία της περιόδου της εγκυμοσύνης ως μια μεταβατική φάση προετοιμασίας, καθώς παρέχεται στη μέλλουσα μητέρα ο χρόνος για μια σταδιακή ψυχική μεταλλαγή. Έτσι, προς το τέλος της εγκυμοσύνης και κατά τον τοκετό, η γυναίκα εισέρχεται σε μια πολύ ιδιαίτερη ψυχική συνθήκη η οποία αναπτύσσεται σταδιακά και διαρκεί έως μερικές εβδομάδες ή και μήνες μετά τη γέννηση, δεν ανακαλείται εύκολά μετά το πέρασμά της αλλά μάλλον τείνει να απωθείται.
Σύμφωνα με τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η φυσική διαδικασία της κύησης προετοιμάζει τη μέλλουσα μητέρα σε βιολογικό (ορμόνες) αλλά και ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο για τον ερχομό του βρέφους της καθώς και για τον νέο δικό της ρόλο. Και το βρέφος όμως διαθέτει κάποια πρώτα αντανακλαστικά για να στραφεί προς τη μητέρα ώστε να επιβιώσει. Ακόμη, όλοι όσοι έχουν παρατηρήσει βρέφος λίγων λεπτών ή ωρών δε μπορούν να μείνουν ασυγκίνητοι από την αντίδρασή του στη μητρική και πατρική φωνή, τις οποίες αναγνωρίζει και διακρίνει σαφώς ως οικείες μιας και το συνοδεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής του.
Αυτές οι φωνές καθησυχάζουν εντυπωσιακά άμεσα τα έντονα άγχη του βρέφους και το επανασυστήνουν στα δυο ήδη οικεία πρόσωπα. Τη μαμά και το μπαμπά. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι καμιά άλλη φωνή, όσο ήρεμη ή γλυκιά ή εύηχη κι αν είναι δεν καταφέρνει να πάψει το κλάμα του νεογέννητου μωρού. Το βρέφος θέλει τη μαμά του και το μπαμπά του, αυτούς αναζητά και αυτούς χρειάζεται.
Αυτό επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για τη συνέχεια μιας σχέσης που έχει ήδη αρχίσει από την περίοδο της εγκυμοσύνης, και η οποία συνεχίζεται με όρους γνωριμίας πλέον. Με βάση όλα τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ότι ο ερχομός ενός ανθρώπου στον κόσμο δε μπορεί να είναι μια παρένθεση. Ούτε το μεγάλωμά του μπορεί να γίνεται σε παρενθέσεις. Ο ρόλος της μητέρας και ο ρόλος του πατέρα δε μπορούν να μπουν σε παρενθέσεις. Με παρενθέσεις δεν υπάρχει συνοχή στην αφήγηση και όπου υπάρχει διακοπή της συνέχειας εκεί υπάρχει και τραύμα. Άραγε μπορούμε να νομοθετήσουμε το τραύμα;
Ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα είναι εκείνο των ταυτίσεων με ψυχαναλυτικούς όρους, ή των προτύπων συμπεριφοράς για άλλους (γνωσιακής –συμπεριφοριστικής κυρίως προσέγγισης). Τα παιδιά που μεγαλώνουν με έναν άνδρα πατέρα και μια γυναίκα μητέρα μπορούν να απολαμβάνουν τη συμπληρωματικότητα των αντιθέσεών τους καθώς μεγαλώνουν. Αν και πλέον υπάρχουν πατέρες πιο φροντιστικοί και μητέρες πιο αυστηρές, εντούτοις η διαφορά τους είναι ακόμη ξεκάθαρη, όπως προκύπτει από την κλινική πράξη με παιδιά, εφήβους και οικογένειες. Βεβαίως τα παιδιά τείνουν στη μητέρα για αναζήτηση φροντίδας και τρυφερότητας, και ακόμη κι αν την παρέχει ο πατέρας, η κλινική εμπειρία δείχνει να επιμένουν αποζητώντας και από τη μητέρα .
Ή να παραμένει ένα παράπονο, μια ανάγκη και ένα αίτημα προς εκείνη. Αντίστοιχα, παρατηρείται η ανάγκη των παιδιών να στρέφονται στον πατέρα τους για να οριοθετήσει καταστάσεις, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να λειτουργήσει όπως ο νόμος – όπως ορίζει και η λειτουργία του πατέρα κατά τη λακανική ψυχανάλυση.
Η αλλαγή των κοινωνικών ρόλων των φύλων δε φαίνεται να καλύπτει απόλυτα την ανάγκη που βλέπουμε να εκφράζουν τα παιδιά. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τις οιδιπόδειες συγκρούσεις του. Απλοϊκά θα παρουσιάσω την τάση του κάθε παιδιού, από τον τρίτο χρόνο της ζωής του και με αποκορύφωμα τον 5ο-6ο χρόνο, να στρέφεται και να διεκδικεί ερωτικά (πλατωνικά φυσικά) τον γονέα του αντίθετου φύλου επιδιώκοντας την αποκλειστική σχέση μαζί του.
Η ύπαρξη του γονέα του ίδιου φύλου αναμένεται να λειτουργήσει ως μια απαγόρευση αυτής της τάσης, οδηγώντας το παιδί σε μια άλλη, πιο λειτουργική για τον ψυχισμό του επιλογή. Το παιδί αναμένεται όπως γνωρίζουμε να ταυτιστεί τελικά με τον γονέα του ίδιου φύλου και καταλήγει να θέλει να του μοιάσει.
Έτσι λύεται επιτυχώς η σύγκρουση και οι οιδιπόδειες επιθυμίες του γίνονται ασυνείδητες και απαγορευμένες. Παράλληλα, διαφυλάσσει τη σχέση του με τον γονέα του ίδιου φύλου και στρέφεται σε κάποιο άλλο άτομο εκτός οικογένειας για την ερωτική επιλογή του στο μέλλον. Αυτή η διαδικασία, αν και πιο περίπλοκη, είναι παρόμοια και για τα κορίτσια. Η ύπαρξη των δυο διαφορετικών φύλων των γονέων διευκολύνουν ψυχικά και την επιλογή αυτού που είμαι και αυτού που δεν είμαι, αυτού που θέλω και αυτού που δε θέλω, σημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την υγιή ψυχική λειτουργία του ατόμου.
Βεβαίως και σήμερα παρατηρούνται περιπτώσεις όπου τα παιδιά ταυτίζονται –για διάφορους λόγους – με τους γονείς του αντίθετου φύλου επιθυμώντας τον γονέα του ίδιου φύλου, ωστόσο αυτό γίνεται με επιλογή – λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή –του ίδιου του παιδιού. Η ύπαρξη των δυο διαφορετικών φύλων λειτουργεί ως ένα πεδίο διαφοροποίησης. Κι εκείνο βεβαίως θα πάρει θέση σε αυτό, αρχίζοντας να χτίζει σταδιακά τη δική του ταυτότητα.
Οι γονείς αυτοί είναι αλάνθαστοι; Όχι βέβαια. Μέσα από τη συμβουλευτική γονέων και τη διαδικασία ψυχοεκπαίδευσης προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους γονείς να λειτουργήσουν στο ρόλο τους, να αναγνωρίσουν τις ανάγκες των παιδιών τους (όχι πάντα ταυτόσημες με τις επιθυμίες τους), και να γίνουν οι ίδιοι καλύτεροι γονείς. Στη συμβουλευτική και θεραπευτική διαδικασία καλούμε τους ίδιους τους γονείς του παιδιού. Τον πατέρα και τη μητέρα του. Δεν ψάχνουμε να είναι τέλειοι – αυτό δεν υπάρχει ανθρωπίνως. Αλλά αυτοί οι αληθινοί ατελείς γονείς να γίνουν τελικά «αρκετά καλοί» γονείς, όπως προέτρεπε καθησυχαστικά ο D. Winnicott τις μητέρες, θυμίζοντάς τους ότι δε χρειάζεται να είναι τέλειες αλλά αρκετά καλές και διαθέσιμες να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν στις ανάγκες των μωρών τους («good-enough mother»).
Με κάθε σεβασμό, προβληματισμό και αγωνία αναρωτιέμαι: μήπως θα έπρεπε να ενεργήσουμε βοηθώντας τους γονείς των παιδιών να γίνουν καλύτεροι γονείς από το να σπεύσουμε να τους αντικαταστήσουμε; Όσο εκπαιδευμένος κι αν είναι ένας ειδικός ψυχικής υγείας, όσο σωστά κι αν λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά με ένα παιδί, εκείνο πάντα θα επιστρέφει – όπως έχει ανάγκη – στους γονείς του. Εκείνοι χρειάζεται να ενδυναμωθούν αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η πορεία των παιδιών.
Όχι η κατά βούληση απομάκρυνση από τους γονείς και η επιλογή αντικαταστατών τους. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα γονέων και οικογενειών που δυσλειτουργούσαν και που με την κατάλληλη μέριμνα και φροντίδα κατάφεραν να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και να ανταποκριθούν επαρκώς στο ρόλο τους. Μήπως θα πρέπει να στραφούμε στην ενδυνάμωση και στη στήριξη των γονέων των παιδιών, αντί να ψάχνουμε αναπληρωματικούς γονείς;