Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ θὰ ἑορτάσῃ, σὲ λίγες ἡμέρες, ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ πανηγυρίζομε γιὰ τὸ κορυφαῖο αὐτό, γιὰ τὴν σωτηρία μας, γεγονός. Πανηγυρίζομε καὶ τιμοῦμε ὄχι μόνον τὸ Τίμιο Ξύλο, τὸ Ὁποῖο ἐξαγιάστηκε ἀσφαλῶς καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ χύθηκε πάνω Του, ἀλλὰ κυρίως τιμοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο Σωτῆρα μας, ποὺ μᾶς χάρισε, μὲ τὴν σταυρική Του θυσία, «ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Ἐξ ἄλλου, σὲ ὅλα τὰ τροπάρια τοῦ Σταυροῦ, τονίζεται ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ θυσία καὶ ἡ σωτηριώδης της σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὸ Ἀπολυτίκιο, μάλιστα, καὶ στὸ Κοντάκιο παρακαλοῦμε τὸν Χριστό μας, ὁ ὁποῖος ὑψώθηκε «ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως» καὶ θεμελίωσε, διὰ τοῦ τιμίου Του αἵματος, τὴν «ἐπώνυμόν του καινή πολιτεία», νὰ σώζῃ τὸν λαό Του, νὰ εὐλογῇ τὴν κληρονομία Του καὶ νὰ φυλάττῃ «τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ Του πολίτευμα», δωρίζοντας σὲ αὐτὴν τὴν σταυρική Του πολιτεία τοὺς οἰκτειρμούς Του καὶ τὸ μέγα Του ἔλεος.
Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχομε ἐμβαθύνει ἀρκετὰ στὸ περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν τροπαρίων τοῦ Σταυροῦ, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν σημασία των γιὰ τὴν δική μας πολιτεία; Πόσοι, ἐπίσης, ἔχομε κατανοήσει ὅτι ὁ Χριστός μας δὲν ἦλθε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἱδρύσῃ ἕνα ἀκόμη φιλοσοφικὸ σύστημα, μία νέα ἀκόμη πίστη ἢ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἦλθε, γιὰ νὰ θεμελιώσῃ τὴν πολιτεία Του πάνω στὸν δικό Του θυσιαστικὸ σταυρὸ τῆς ἀγάπης; Πόσοι, τέλος, ἔχομε κατανοήσει ὅτι μὲ τὸ βάπτισμά μας γινόμαστε καὶ ἐμεῖς μέλη τῆς πολιτείας αὐτῆς τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀναλαμβάνομε πλέον τὴν εὐθύνη νὰ πορευώμαστε σταυρικά, μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο;
Ἐπειδὴ λίγοι, φαίνεται, ἔχομε κατανοήσει τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ, γι’ αὐτὸ ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν κατ’ ἐξοχὴν αὐτὴν περίοδο τοῦ Σταυροῦ, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, κατὰ τὴν Ὕψωση, καὶ τὴν Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν Ὕψωση, νὰ μᾶς τὸ θυμίσῃ, γιὰ νὰ τὸ ἐμπεδώσωμε. Νὰ συνειδητοποιήσωμε, δηλαδή, ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι πλέον τιμωρητικὸς ἢ ἐκδικητικός, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ «καινός», ἀναστάσιμος: «τὸν Σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνοῦμεν, καὶ τὴν Ἁγίαν σου ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε στὴν ἀναστάσιμη προσευχή μας.
Ὁ δὲ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, ὁ καυχώμενος γιὰ τὰ «στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί» του, ἐπειδὴ ἐπίστευσε σὲ Χριστό «Παθόντα καὶ Ἀναστάντα», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι, ἐὰν ἡ Σταύρωση δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, τότε «κενὸν τὸ κήρυγμα», «κενὸς ὁ κόπος ὑ(ἡ)μῶν ἐν Κυρίῳ», «ματαία καὶ ἡ πίστις ὑ(ἡ)μῶν.» (Α’ Κορ. ιε’, 14 -17, 58).
Συνεχίζει, ὅμως, ὁ Παῦλος, προτρέποντας τοὺς ἀδελφοὺς Κορινθίους καὶ ὅλους ἐμᾶς, νὰ «περισσεύωμε ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε», νὰ ἐργαζώμαστε δηλαδὴ περισσότερο, γιὰ νὰ κάνωμε τὸ θέλημά Του, καὶ νὰ γινώμαστε «ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι» στὴν πίστη, γνωρίζοντας ὅτι «τὸ νῖκος» τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται, τελικά, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ «διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.» (ὅ. π. 57-58).
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Κύριος, συνομιλῶντας μὲ τὸν Νικόδημο, τὸν «κρυφό» μαθητή, ἀναφέρει ὅτι μόνον «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῶ» (Ἰωάν., γ’ 13, Εὐαγγέλιο πρὸ τῆς Ὑψώσεως). Οἱ Πατέρες, καὶ μάλιστα ὁ Χρυσόστομος, τονίζουν, στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι ὁ Χριστὸς τὸ λέει αὐτό, διότι ὁ Νικόδημος τὸν θεωροῦσε διδάσκαλο («οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος.», ὅ. π. 2). Εἶναι, ὅμως, δυνατὸν ἕνας ἁπλὸς διδάσκαλος, ἀκόμη καὶ προφήτης, ὅπως τὸν πίστευαν ἄλλοι Ἰουδαῖοι, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καί, συγχρόνως, νὰ βρίσκεται στὸν οὐρανό; μοιάζει νὰ ῥωτάῃ τὸν ἀνώριμο, ἀκόμη, πνευματικὰ Νικόδημο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Καὶ συνεχίζει ὁ Χριστός, προτυπώνοντας, αὐτὴν τὴν φορά, τὴν σταυρική Του θυσία: «καὶ καθὼς ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (ὅ. π. 15-16).
Ποιάν ἀναλογία μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἡ ὕψωση τοῦ χάλκινου ὄφεως ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ στὴν ἔρημο μὲ τὴν Ὕψωση τοῦ Κυρίου στὸν Τίμιο Σταυρό; Ὡς γνωστόν, ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι, κατὰ τὴν πορεία των πρὸς τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πέθαιναν ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δάγκωμα τῶν φιδιῶν, ἀπευθύνθηκαν στὸν Μωϋσῆ καὶ ἐκεῖνος στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ ὑψώσῃ ἕναν χάλκινο ὄφι πάνω σὲ ἕναν πάσσαλο (ὁ ὄφις μὲ τὸν πάσσαλο σχηματίζουν σταυρό), ὥστε ὅποιος τὸν ἀτενίζῃ μὲ πίστη, νὰ σώζεται θαυματουργικά.
Καὶ γιατί διάλεξε ὁ Θεὸς τὸν ὄφι, γιὰ νὰ προτυπώσῃ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου; Διότι, ὅπως ἀπὸ τὸν ὄφι –σύμβολο τῆς σοφίας- προῆλθε ἡ πτώση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ τώρα ἀπὸ τὴν σοφία τοῦ Λόγου, ἀπὸ τὸν Χριστό, θὰ προέλθῃ διὰ τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ σωτηρία στὸ ἀνθρώπινο γένος. «Ὁ Σταυρός σου, Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου.», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἑπομένως, ἡ Ὕψωση τοῦ Κυρίου πάνω στὸν Σταυρὸ δὲν γίνεται γιὰ τὸν ἐξευτελισμό Του, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά, τελικά, γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν συνανάσταση καὶ τὴν σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων. Νά, γιατὶ ὁ Κύριός μας ἀποκαλεῖται «Ἄκρα Ταπείνωσις», διότι δέχθηκε, μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατρός Του, νὰ ὑπομείνῃ τὸν ἔσχατο διὰ τοῦ Σταυροῦ ἀτιμωτικὸ θάνατο, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»!
Πόσο μεγάλη εὐγνωμοσύνη ὀφείλομε, ἑπομένως, στὸν Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα Χριστό, ὁ Ὁποῖος δὲν ἦλθε «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ;» (ὅ. π. 17). Χρειάζεται νὰ καυχώμαστε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας τονίζει: «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ.», διότι «ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἔλεος» (Γαλ., στ’ 15-16).
Ἐμεῖς, ἀλήθεια, βαδίζομε «τῷ κανόνι τούτῳ» τοῦ Σταυροῦ ἢ μήπως συμπορευόμαστε μὲ τὸ θέλημα τοῦ κόσμου; Μήπως λατρεύομε περισσότερο τοὺς ἐπιγείους «σωτῆρες» μας ἀπ’ ὅ τι ἀγαπᾶμε τὸν Σωτῆρα μας Χριστό; Μήπως, ἀκόμη χειρότερα, ἀρεσκόμαστε νὰ διακονοῦμε συγχρόνως δύο κυρίους, καὶ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τοὺς κάθε λογῆς κοσμικούς μας θεούς, τὸ χρῆμα, τὴν δόξα, τὶς πολλαπλὲς ἡδονές;
Σὲ ὅποια ἀπὸ τὶς παραπάνω κατηγορίες καὶ ἐὰν ἀνήκωμε, δὲν μποροῦμε νὰ καλούμαστε σταυρικοὶ ἄνθρωποι. Γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ γίνωμε σταυρικοὶ ἄνθρωποι, χρειάζεται, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νὰ ζητήσωμε ἐνίσχυση τῆς πίστεώς μας ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐνδυναμώσῃ, ὥστε νὰ ἀναφωνήσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Παῦλος: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ., δ’ 13). Δεύτερον, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποκόψωμε ὁλοσχερῶς τὶς σχέσεις μας μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅ τι αὐτὸ συνεπάγεται, μὲ τὸ ψεῦδος, τὴν πλάνη, τὴν ἀδικία, τὴν ἀνομία, τὴν ἀνηθικότητα καὶ γενικῶς μὲ τὸν θάνατο, ποὺ γεννᾶ ἡ ἁμαρτία. Τρίτον, καὶ κυριώτερον, ἀφοῦ ὀρθοποδήσωμε οἱ ἴδιοι, νὰ πολιτευτοῦμε, στὸ ἑξῆς, ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγάπῃ μὲ τοὺς συν-αδελφούς μας, μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, πιστεύοντες καὶ μή.
Μόνον ἐὰν κατευθύνωμε τὰ διαβήματά μας πρὸς ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του, ἐὰν ἀγαπήσωμε τὸ θέλημά Του περισσότερο ἀπὸ τὰ δικά μας ἁμαρτωλὰ θελήματα καὶ πάθη, ἐάν, τέλος, θελήσωμε νὰ εὐθυγραμμιστοῦμε μαζί Του καὶ μὲ τοὺς συσταυρωμένους ἀλλ’ ὄχι ἀπηλπισμένους, ἀντιθέτως ἐλπίζοντες στὸν Θεὸ ἀδελφούς μας, τότε καὶ μόνον τότε θὰ βροῦμε εἰρήνη καὶ ἔλεος παρὰ τῷ μόνῳ Σωτῆρι, τῶ Ἐσταυρωμένῳ καὶ Ἀναστημένῳ, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, Κυρίῳ καὶ Θεῷ τῆς ἀγάπης. Ἀμήν. Γένοιτο!