Λουμπάση Γεωργίου
Φιλολόγου-Γλωσσολόγου
Ἕνας φιλόλογος ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ ἔχει ἀφ’ ἑνὸς ὅσο τὸ δυνατὸν ἐπαρκέστερη γνώση τοῦ ἀχανοῦς πεδίου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἀφ’ ἑτέρου συχνὴ ἢ καὶ μόνιμη ἐπικοινωνία μὲ τὸ χῶρο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας στέκεται κατ’ ἀρχὴν σὲ δύο σημεῖα τοῦ θέματος: τὸ πρῶτο εἶναι τὸ γλωσσικὸ ἔνδυμα τὸ ὁποῖο κατὰ καιροὺς χρησιμοποιήθηκε γιὰ ἔκφραση τῶν ἀντίστοιχων ἐννοιῶν, τὸ δεύτερο εἶναι οἱ θέσεις τὶς ὁποῖες ἔχει καὶ διδάσκει στοὺς πιστούς της ἡ Ἐκκλησία.
Καὶ τὰ δύο αὐτὰ σημεῖα συνιστοῦν μεγάλα σὲ ἔκταση καὶ σημασία κεφάλαια, κάτι ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ παρουσίαση καὶ μάλιστα ἡ ἀνάπτυξή τους, σὲ ἀκροατήριο δὲ ἐκλεκτὸ καὶ ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων, εἶναι ἔργο δυσχερὲς καὶ ἑπομένως ἐπικίνδυνο. Ἐπικαλούμενος ὅμως τὴν ἀγάπη σας καὶ ἐλπίζοντας στὴν ἐπιείκειά σας θὰ ἐπιχειρήσει ὁ ὁμιλῶν νὰ προσεγγίσει τὴν οὐσία τους βέβαιος ὢν ὅτι στὸ τέλος θὰ ἔχουν ἀπομείνει πολλὰ σημεῖα στὸ ἡμίφως ἢ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ βεληνεκὲς τῆς ὅλης ἐπιχείρησης.
Μεταξὺ τῶν κριτηρίων τὰ ὁποῖα προσδιόρισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ διαχωρισμὸ κατὰ τὴ μέλλουσα κρίση τῶν προβάτων ἀπὸ τὰ ἐρίφια εἶναι καὶ τὸ πῶς οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία τους συμπεριφέρθηκαν πρὸς τοὺς ξένους: «ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με» / «ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με». Ἡ βαρύτητα τὴν ὁποία ἀποκτᾶ τὸ θέμα εἶναι προφανής. Καὶ ἐπιτείνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ συναγωγὴ καὶ περιποίηση ὀφειλόμενη σὲ τυπικὴ ὑποχρέωση – συστατικὸ τῆς λεγόμενης καλῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ γιὰ πράξη ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ αἰσθήματα ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Τὸ ὅτι ὁ Κύριος βάζει τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τῶν ξένων στέλνει σαφὲς τὸ μήνυμα: τὸ πρὸς τὸν ξένο χρέος εἶναι τοῦ ἴδιου μεγέθους μὲ τὸ ὀφειλόμενο πρὸς τὸν Κύριο.
Ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο σημεῖο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς προβάλλει πολὺ παραστατικὴ μιὰ εἰκόνα συνηθισμένη καὶ γνώριμη σὲ ὅλους, μιὰ εἰκόνα ρεαλιστικὴ ὅσο καὶ σκληρή. Κομμάτι τῆς ἀδυσώπητης πραγματικότητας μέσα στὴν ὁποία τὸ ἄτομο βρίσκεται ἔχοντας ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν δικό του, καὶ ἴσως ἀσφαλῆ, χῶρο. Εἰκόνα – κομμάτι τῆς πεζῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὴν ὕλη. Λίγο πολὺ ὅλων τῶν ἐποχῶν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλοῦ περισσότερο, ἀλλοῦ λιγότερο, στάθηκαν μὲ περισυλλογὴ καὶ κατόπιν μὲ συμπόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴν τὴν εἰκόνα. Ἄνοιξαν τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους καὶ τῆς καρδιᾶς τους, ἔστρωσαν τραπέζι καὶ κλίνη, μοιράστηκαν τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ ὁδοιπόρου, ρώτησαν γιὰ τὶς περιπέτειες καὶ γιὰ τὸ δρομολόγιό του. Τὸν δέχτηκαν ἀκόμη καὶ νὰ μείνει κοντά τους, στὴν πόλη τους, τὸν ἔβλεπαν νὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν προστασία θεῶν, ὅπως ἦταν ὁ Ξένιος Ζεὺς τῶν Ἑλλήνων. Δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ γιατὶ περίμεναν κάποια πληρωμὴ ἢ ἕνα «εὐχαριστῶ.» Καὶ διεκήρυσσαν ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ ἀρχὴ ἀδιαπραγμάτευτη τῆς συμπεριφορᾶς τους: ὁ Ἄδμητος, βασιλιὰς τῶν Φερῶν τῆς Θεσσαλίας, στὴν Ἄλκηστιν τοῦ Εὐριπίδη εἶναι σαφής: τὰ ἐμὰ οὐκ ἐπίσταται μέλαθρα ἀπωθεῖν οὐδ’ ἀτιμάζειν ξένους (τὸ σπίτι μου δὲν γνωρίζει νὰ περιφρονεῖ οὐδὲ νὰ διώχνει τοὺς ξένους).
Ἂν ὅμως δοῦμε μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ αὐτὴ τὴν ἐξαίσια συμπεριφορά, θὰ διαπιστώσουμε πὼς στοιχίζεται πίσω ἀπὸ μιὰ γραμμὴ ἐπίπεδη, δίχως ἐξάρσεις καὶ προοπτική. Ὅλα μένουν στὴ γῆ, σὲ χαμηλὴ ἔστω πτήση, ὑπακούουν σὲ κανόνες ἄγραφους εὐγένειας καὶ καλῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Δὲν δικαιώνουν τὸν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο καὶ μάλιστα τὴν παρουσία του ὡς ὄντος μὲ ὑπόσταση ἐκτὸς τῆς ὑλικῆς καὶ πνευματική.
Στὸ 18ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ἐξιστορεῖται ἕνα ἀξιοπρόσεκτο περιστατικό. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου μεσημέρι καὶ ὁ Ἀβραὰμ καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σκηνή του ἕτοιμος νὰ φιλοξενήσει, κατὰ τὴν προσφιλῆ του συνήθεια, κανέναν περαστικό. Κάποια στιγμὴ ἀντιλήφθηκε τρεῖς ξένους νὰ στέκονται λίγο παραπέρα. Σηκώθηκε, ἔτρεξε κοντά τους παρὰ τὰ γεράματά του, τοὺς προσκύνησε προσφωνώντας τὸν ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς «Κύριο» καὶ τοὺς προσκάλεσε γιὰ προσφορὰ φιλοξενίας -κάτι ποὺ ἔγινε μὲ τήρηση ὅλων τῶν συνηθειῶν ποὺ ὑπῆρχαν καὶ μὲ παράθεση πλουσιοπάροχου γεύματος. Ποιοί ἦταν οἱ τρεῖς ξένοι; Φαίνεται πὼς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ δύο ἀγγέλους του. Καὶ σύμφωνα μὲ ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρόκειται γιὰ προτύπωση τῆς τριαδικῆς θεότητας. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ ἀποθνήσκοντες δίκαιοι φιλοξενοῦνται καὶ ἀναπαύονται ἐν κόλποις Ἀβραὰμ – κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο προσεύχεται ὁ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου. Μέσα ὅμως ἀπὸ τὴ διήγηση αὐτὴ τῆς Γενέσεως ἀναδεικνύεται, γιὰ πρώτη ἴσως φορὰ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ἡ πνευματικὴ διάσταση τῆς προσφορᾶς φιλοξενίας, ἀφοῦ ἡ σκηνὴ αὐτὴ στὸ σύνολό της καὶ μὲ τοὺς σκοποὺς τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετεῖ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ἦρθε ὅμως κατόπιν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος διεκήρυξε μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ὅτι ἡ φιλοξενία δὲν εἶναι ἁπλῶς θεάρεστη πράξη, ἀλλὰ καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ λέγεται χριστιανός. Ὁδηγώντας αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς καὶ καθιστώντας τον κληρονόμο τῆς ἡτοιμασμένης αὐτῷ βασιλείας θέτει καὶ τὴν πράξη τῆς φιλοξενίας σὲ τροχιὰ οὐράνια. Τὴν ἀποσυνδέει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἀπὸ τὴν ὕλη παρέχοντας τὴν ὑπόσχεση-βεβαιότητα ὅτι ὁδηγεῖ στὴν χωρὶς τέλος πνευματικὴ τράπεζα τοῦ παραδείσου.
Ἂν μὲ προσοχὴ ἐξετάσουμε τὰ κριτήρια ποὺ ἔθεσε ὁ Κύριος γιὰ τὴ μέλλουσα κρίση, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα ζητάει δὲν εἶναι χωρὶς θυσίες. Φαίνεται πὼς καὶ ἡ φιλοξενία, αὐτὴ ποὺ ἔχει τὴν πνευματικὴ διάσταση γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος, εἶναι ἔργο δύσκολο. Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ ὅτι κάποιος νέος ἀποφάσισε κάποτε νὰ πάει σὲ μοναστήρι καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη στὸ στάδιο τῆς δοκιμασίας, ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε ἕνα πρωινὸ νὰ ἑτοιμάσει γεῦμα γιὰ τοὺς ξένους. Ξαφνιάστηκε αὐτός, γιατὶ ξένοι δὲν ὑπῆρχαν στὸ μοναστήρι. Τὸ εἶπε στὸν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος ἀπέδωσε τὸ λάθος του σὲ σατανικὴ παρεμβολή. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ὅμως ἐμφανίστηκαν δύο ξένοι, κάτι ποὺ ἔκαμε τὸν δόκιμο μοναχὸ νὰ θαυμάσει τὸν ἡγούμενο γιὰ τὴ διαίσθησή του καὶ νὰ φροντίσει νὰ πληροφορηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐπισκέπτες πῶς βρέθηκαν ἐκεῖ. Σὲ σχετικὴ ἐρώτησή του αὐτοὶ τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι δὲν εἶχαν εἰδοποιήσει γιὰ τὴν ἐπίσκεψή τους τὸν ἡγούμενο. Τώρα πιὰ ὅμως ὁ δόκιμος ἔπρεπε νὰ ἑτοιμάσει τὸ φαγητό. Νομίζοντας κάποια στιγμὴ ὅτι κανεὶς δὲν τὸν βλέπει, ἀποτόλμησε λαθροχειρία: ἔκρυψε μιὰ μερίδα, γιὰ νὰ τὴν ἀπολαύσει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα πῆγε νὰ φέρει νερό, ὁ ἡγούμενος φρόντισε νὰ πάρει καὶ νὰ κρύψει τὴ μερίδα αὐτὴ τοῦ φαγητοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα, ἀργότερα, νὰ προκαλέσει τὴν ἔντονη διαμαρτυρία τοῦ ἀνέτοιμου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πράγματα, μοναχοῦ. Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἦταν πολὺ διδακτική: «τὸ φαγητὸ ποὺ παρασκευάσαμε γιὰ τοὺς ξένους δὲν ἦταν δικό μας. Μᾶς τὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοὺς τὸ προσφέρουμε. Μὲ ποιό λοιπὸν δικαίωμα θὰ τοὺς τὸ ἀφαιρέσουμε;».
Σιγὰ σιγὰ πλέον ἡ Ἐκκλησία μᾶς φέρνει σὲ θέση ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε καθαρότερα τὰ πράγματα. Ἂν ὅλα ὅσα ἔχουμε στὴν κατοχή μας ἀνήκουν ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους ποὺ ἔρχονται στὰ μέρη μας καὶ στὸ σπίτι μας, γίνεται φανερὸ ὅτι ἐν τέλει τίποτε δὲν εἶναι δικό μας. Καὶ αὐτὸ διότι ὅλοι εἴμαστε παρεπίδημοι ἐν τῇ γῇ, φιλοξενούμενοί της, καὶ περιμένουμε τὴ μετάβασή μας στὴν ὁριστικὴ πατρίδα: «οὐκ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», ἔγραφε στοὺς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Καὶ εἶναι γνωστὸ καὶ στοὺς λιγότερο ἐνημερωμένους ὅτι πολὺ συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε νὰ συνανυψώσῃ ἡμᾶς ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὑμνογράφος Ἰωσὴφ στὸν Κανόνα γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱλαρίωνα (28 Μαρτ.) ἀναφέρει: «νεκρωθεὶς τῷ κόσμῳ παντὶ νῦν μεταναστεύσας ζῇς πρὸς τὰ οὐράνια», ἐκεῖ ὅπου σύμφωνα μὲ ἄλλο ποιητὴ οἱ ἀθλητὲς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων «κλεϊζόμενοι» μεταβαίνουν «πρὸς ἐπαύλεις νοητὰς ἀγαλλόμενοι» (3 Αὐγ.) καὶ ἐκεῖ λαμβάνουν «τὴν διαιωνίζουσαν ἀναψυχήν». Ἡ ἴδια ἰδέα παρουσιάζεται καὶ μέσα ἀπὸ μιὰ ἔξοχη ἀποστροφὴ ποὺ συναντᾶμε στὸ συναξάριο τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ: γι’ αὐτὸν ἔγινε «βαλβὶς ἡ γῆ, τέρμα δὲ δρόμου πόλος», δηλαδὴ ὁ οὐρανός.
Θὰ μποροῦσε κάποιος μὲ μικρὴ μόνο ἀναδίφηση στὰ ποιητικὰ καὶ στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐντοπίσει πλῆθος περιπτώσεων μὲ ἀνάλογο περιεχόμενο. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς ἀνακαλύπτουμε τὴν ὡραιότερη ἐπὶ τοῦ θέματος ἔμπνευση, γεμάτη εὐαισθησία καὶ εὐγένεια, ποὺ γεννᾶ αἰσθήματα βαθύτατης συγκίνησης. Πρόκειται γιὰ τὸ τροπάριο ποὺ ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ ἐπιταφίου ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀναφέρεται στὴν παράκληση τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσὴφ πρὸς τὸν Πιλάτο νὰ τοῦ δοθεῖ γιὰ ταφὴ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ποιητὴς φαντάζεται τὸν Ἰωσὴφ νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο λέγων: «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα τῷ κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸν ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ὃν ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ ὃν ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίναι. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα…».
Παρατηρεῖ κατ’ ἀρχὴν κάποιος στὸ τροπάριο αὐτὸ τὴ διάθεση τοῦ ποιητῆ νὰ παίξει μὲ τὶς ὁμόρριζες λέξεις ξένος, ξενοῦμαι, ἀποξενῶ, ξενίζω, ξενίζομαι ἀξιοποιώντας τὶς νοηματικὲς διαφοροποιήσεις τους. Οἱ παρηχήσεις ποὺ κατὰ κύματα ἔρχονται καὶ ξαναέρχονται δημιουργοῦν ἔκτακτο αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ἀκροατὴς –γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τὸν ποιητὴ- παραξενεύεται ἀλλὰ καὶ θαυμάζει γιὰ ὅσα ἀκούει. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἀφ’ ἑνὸς γίνεται ὑπόμνηση τῆς περὶ ξένων διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ («ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους»), ἀφ’ ἑτέρου ὑποδηλώνονται τὰ προβλήματα ποὺ καλοῦνται νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ ξένοι μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τους («θανατοῦσιν ὡς ξένον», «ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίναι»). Πολὺ σημαντικὸ ὅμως εἶναι, κυρίως ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη ἐξεταζόμενο, καὶ τὸ ὅτι ὑπενθυμίζεται πὼς ὁ Χριστὸς φιλοξενεῖται στὴ γῆ – κάτι ποὺ μὲ τρόπο πολὺ παραστατικὸ δηλώνεται καὶ σὲ τροπάριο τοῦ Κανόνος γιὰ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων: «ξένος εἰς τὰ ἴδια παραγέγονας τὸν δεινῶς ξενιτεύσαντα ἐκ τοῦ παραδείσου εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνακαλούμενος». Φιλοξενεῖται στὴ γῆ ὁ Χριστὸς ὄντας ὅμως ξένος ἄλλης κατηγορίας: «ἐκ βρέφους ἀπεξενώθη τοῦ κόσμου», παρὰ τὴν ἀνθρώπινη δηλαδὴ μορφὴ τὴν ὁποία ὑπεδύθη ἔμεινε ἐκτὸς ἁμαρτίας ὡς Θεός. Καὶ ἐπανερχόμενοι στὰ αἰσθητικὰ στοιχεῖα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ἀριστουργήματος δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ἐπισημάνουμε ἀλλὰ καὶ νὰ συμμερισθοῦμε τὰ αἰσθήματα ποὺ τρέφει ὁ Ἰωσὴφ γιὰ κάποιον ποὺ ἦταν μὲν Θεάνθρωπος καὶ Διδάσκαλος, ἦταν ὅμως, ὅπως ἀποδείχθηκε, καὶ ξένος ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνόμων τῆς ἐποχῆς του. Αὐτὴν τὴν ἰδιότητα θέτει πάνω ἀπὸ ὅλες ὁ ποιητὴς μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἰωσήφ. Ὄχι μόνον ἐπειδὴ μιλάει ἀπ’ εὐθείας στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ προκαλεῖ ρίγη συγκίνησης, ἀλλὰ καὶ διότι ὑπενθυμίζει τὴν ἐπὶ γῆς πορεία τοῦ Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα τὶς ὧρες ἀγωνίας του στὴ Γεθσημανή. Μόνος καὶ τότε, μὲ τοὺς Μαθητές του νὰ ἔχουν ἀποκοιμηθεῖ, ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Πατέρα δοκιμάζοντας τὸ πικρὸ ποτήρι καὶ τῆς μοναξιᾶς – τῆς μοναξιᾶς ἀκριβῶς τὴν ὁποία νιώθει κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ ξένο τόπο.
Τὸ θέμα αὐτὸ τῆς δοκιμασίας τῶν ξένων καὶ γενικότερα τῆς ἀποδημίας μὲ τὰ προβλήματα ποὺ συνεπάγεται τὸ ἔθιξε μεταξὺ τῶν πρώτων ὁ Χριστιανισμός. Μὲ ἀφετηρία τὴ λαμπρὴ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη – ὁ ὁποῖος μάλιστα ὑπερκέρασε καὶ συγκεκριμένες σοβαρὲς διαφορὲς ποὺ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο περιποιήθηκε – ἔχει δώσει μὲ ἔργα καὶ μὲ διδαχὲς τὸ στίγμα γιὰ τὸ χρέος κάθε ἀνθρώπου καὶ μάλιστα Χριστιανοῦ. Στὸ ἑορτολόγιο ὑπάρχει καὶ τιμᾶται στὶς 27 Ἰουνίου ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ὁ Ξενοδόχος, ὁ ὁποῖος «ἦν σωτήριος λιμὴν τοῖς πενομένοις καὶ χρῄζουσι βοηθείας … καλῶς καὶ θεοφιλῶς πολιτευσάμενος καὶ πολλοῖς πρόξενος σωτηρίας γενόμενος». Ἐξ ἄλλου, ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς τομεῖς εὐποιίας στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἔστρεψε μὲ στοργὴ τὴν προσοχή της ἦταν (καὶ εἶναι) ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ περίθαλψη τῶν ξένων. Στὰ μοναστήρια, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ξενῶνες, ὑπῆρχε εἰδικὸς χῶρος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ καὶ τὴν περιποίηση τῶν ξένων, τὸ ἀρχονταρίκι ἢ ἀρχονταρεῖον, καθὼς καὶ μοναχὸς ὑπεύθυνος γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, ὁ ἀρχοντάρης. Εἶναι κάτι ποὺ διατηρεῖται καὶ σήμερα, καὶ ἀσφαλῶς θὰ διατηρηθεῖ καὶ στὸ μέλλον. Ἐπὶ πλέον, ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ρητὸ «ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει», μὲ τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται παραχώρηση τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετωπίζουν τόσο ὁ ἀσθενὴς ὅσο καὶ ὁ ὁδοιπόρος. Ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι συχνότατα ἀναπέμπεται δέηση ὑπὲρ τῶν παρεπιδημούντων στὴν ἐνορία καὶ ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, αἰχμαλώτων … καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν.
Ἂν ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα ἐλέχθησαν προσπαθεῖ κάποιος νὰ ἀντιληφθεῖ, ἔστω καὶ σὲ γενικὲς γραμμές, τί διδάσκει καὶ τί πράττει ἡ Ἐκκλησία, δὲν πρέπει νὰ μένει ἀδιάφορος μπροστὰ στὸ λεξιλόγιο τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου νὰ δηλωθοῦν συγκεκριμένες ἔννοιες. Καὶ αὐτὸ ὄχι διότι τὸν ἀναμένουν ἐκπλήξεις -ἐξ ἄλλου ἡ γλώσσα ἀπὸ λέξεις συγκροτεῖται, ἀλλὰ διότι θὰ κάμει σημαντικὴ διαπίστωση: Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ προσφάτως κατηγορηθεῖ γιὰ τὴ γλώσσα τὴν ὁποία διὰ μέσου τῶν αἰώνων χρησιμοποίησε. Γλώσσα σύμφωνη μὲ τὴ γραμμὴ τῆς λόγιας γλωσσικῆς παράδοσης, προσκολλημένη στὸ τυπικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ λεξιλόγιο τοῦ ἀττικίζοντος λόγου τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Γλώσσα ἡ ὁποία παραπέμπει στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα καὶ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Οἱ κατὰ καιροὺς ὅμως κατήγοροι δὲν μπῆκαν στὸν κόπο ἢ δὲν θέλησαν νὰ προσμετρήσουν τὴν ἀξία καὶ τὴ σημασία ποὺ εἶχε ἀπὸ ἐθνικὴ ἄποψη αὐτὸ τὸ γεγονός. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπαναληφθοῦν λέξεις ἀπὸ χωρία τὰ ὁποῖα πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούστηκαν. Λέξεις τὶς ὁποῖες καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦν. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες σχετικὲς μὲ τὸ θέμα τῆς παρούσης ὁμιλίας, οἱ ὁποῖες τονίζουν ἀκόμη περισσότερο τὴ στενότατη σχέση τῆς σημερινῆς νεοελληνικῆς μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα
Ἀλλοδαποὶ σὲ σχέση μὲ τὴν Κεφαλληνία καὶ τὴν Κέρκυρα, νησιὰ τῶν ὁποίων εἶναι προστάτες, χαρακτηρίζονται ὁ Ἅγιος Γεράσιμος καὶ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων. Στὸν Κανόνα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου ὁ ποιητὴς Θεοφάνης ἀναφέρει: «ἀκολουθῆσαι διαγνοὺς ἴχνεσι τοῦ Δεσπότου μετανάστης τῆς πατρίδος ἐγένου». Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νικηφόρος «συλληφθέντος τοῦ Σαπρικίου παρὰ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ πολλὰ βασανιζομένου … μεσίτας πρὸς αὐτὸν ἔπεμψε συγχώρησιν ἐξαιτούμενος», ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἀργότερα ὁ ἴδιος «τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη», καὶ ὁ ποιητὴς Θεοφάνης ἐμπνεύσθηκε ἕνα θαυμάσιο στίχο: «ὁ θάνατος γέγονέ σοι, Νικηφόρε, διαβατήριον ἐκ τῶν ἐντεῦθεν πρὸς οὐρανόν…». Ὅπου, σύμφωνα μὲ Στιχηρὸ τῆς Ἁγίας Πελαγίας, «θαλαμηπόλον οὐράνιον ὁ νυμφίος» καθιστᾶ τοὺς ἁγίους. Διότι ἐκεῖ, στὴν πραγματικὴ πατρίδα του, ὅπως καὶ λίγο νωρίτερα σημειώθηκε, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν κυβερνήτη τοῦ παντός, ὁ ὁποῖος περιμένει τοὺς ὑπηκόους του: «ποιοῦντες τὴν ἀποχὴν βρωμάτων καὶ παθῶν ὡς ὑπήκοοι Χριστοῦ», ἀναφέρεται σὲ Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς Δευτέρας τῆς Τυρινῆς. Εἶναι ὑπήκοοι Χριστοῦ ὅλοι οἱ πιστοί, καὶ τοῦτο θεμελιώθηκε μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, τότε πού, κατὰ τὸν Ἀνδρέα Ἱεροσολύμων, «παρθενικὴ γαστὴρ τὸν Υἱὸν ὑποδέχεται, Πνεῦμα Ἅγιον καταπέμπεται, Πατὴρ ἄνωθεν εὐδοκεῖ καὶ τὸ συνάλλαγμα κατὰ κοινὴν πραγματεύεται βούλησιν», ἐπισφραγίζει δηλαδὴ τὸ συμβόλαιο μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, «οὗ τὴν ἐπιδημίαν καταπλαγεὶς Ἰωσὴφ σὺν φόβῳ μεγαλύνει, προσκυνεῖ τὴν τούτου δύναμιν», ὅπως ψάλλει ὁ Κοσμᾶς στὸν Κανόνα τῆς μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ Κυριακῆς.
Ἀλλοδαπός, μετανάστης, διαβατήριον, θαλαμηπόλος, ὑπήκοος, συνάλλαγμα, ἐπιδημία καὶ τὸ ἀντίθετό της ἀποδημία εἶναι λέξεις τὶς ὁποῖες, μαζὶ μὲ ἄλλες, ἔχουμε σήμερα πολὺ στενὰ συνδέσει μὲ τὴ μόνιμη ἐγκατάσταση σὲ ἕνα μέρος ἢ μὲ τὴ μετακίνησή μας ἀπὸ αὐτό. Εἶναι συγχρόνως λέξεις οἱ ὁποῖες ἀπαντοῦν σὲ χριστιανικὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα καὶ ἀναφέρονται στὸ ἴδιο θέμα. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τὰ πράγματα παραπέμπουν ἢ τοποθετοῦνται στὴ σφαίρα ὄχι τῆς ἐπὶ γῆς διαδρομῆς ἀλλὰ τῆς οὐράνιας πολιτείας. Ἔχουμε τελικῶς μπροστά μας ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τοῦ θαυμαστοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας φτάνει στοὺς πιστούς. Μέσα ἀπὸ οἰκεῖες παραστάσεις καὶ λέξεις συντελεῖται ἕνα ἔργο μεγάλης σημασίας, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀναρπάζεται ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὰ ἄνω. Τοῦ εἶναι ἄριστα γνωστὸ τὸ θέμα τοῦ ἐκπατρισμοῦ, τῆς παραμονῆς στὴν ξένη γῆ καὶ τοῦ ψυχικοῦ ἄλγους καθὼς καὶ τῶν κινδύνων ποὺ αὐτὰ συνεπάγονται. Ἀντιλαμβάνεται λοιπὸν τὴ σημασία ποὺ ἔχει τὸ νὰ βρίσκεται σὲ πατρίδα προσωρινή, ὅπως εἶναι ὁ ὑλικὸς κόσμος. Ἀντιλαμβάνεται, περαιτέρω, τὴ συμφορὰ ποὺ λέγεται ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Μπορεῖ καὶ ὑπολογίζει τὸ κόστος ποὺ ἔχει ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδάμ. Στιβαρὸς καὶ μεστός, συγχρόνως ὅμως ποιητικὸς ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας τὸν στηρίζει καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν προτρέπει, ὥστε μὲ ἐπιμέλεια νὰ ἑτοιμάζει καὶ μὲ λαχτάρα νὰ προσδοκᾶ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς στὴν αἰώνια πατρίδα. Μὲ τὴν ὁρολογία τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν Ὀδυσσέα ποὺ καλεῖται νὰ παλέψει γιὰ τὸ νόστιμον ἦμαρ. Γιὰ νὰ μείνουμε ὅμως στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ἂς ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται «διαδραμὼν εἰς τὰ πέρατα ὡς τροχὸς κυλιόμενος» (ἀπὸ Στιχηρὸν τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ, Μαϊ. 10) νὰ ἀγωνισθεῖ τὸν ἀγώνα τὸν καλόν, χωρὶς νὰ γογγύζει ἂν ἡ προσωρινή του πατρίδα τοῦ φαίνεται ἀφιλόξενη. Ἀποβλέπων εἰς τὸν τῆς πίστεως θεμελιωτήν, ὁ ὁποῖος ἐν νεκροῖς λογίζεται καὶ τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται, μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀποδημίας του τὸν περιμένει πολὺς ὁ μισθός.