Η ΑΓΑΠΗ, ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Παναγιώτη  Μπιτσάκου

τ. Σχολικοῦ Συμβούλου Δ.Ε.

 

«Ἡ Ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει… οὐδέποτε  ἐκπίπτει».

(Α’  Κορινθ. Γ’  7-8. Ὕμνος Ἀγάπης  Α.Π., Ρωμ. ιγ’ 10

 

Ἡ Θεία, Αἰώνια Ὕπαρξη, ἡ ‘Υπερούσια Οὐσία τῶν Πατέρων εἶναι (ἁπλή, ἀμερής, ἀδιαίρετος) Μία καί Τριάς, εἶναι Ἀγάπη. Ἡ Ἀγάπη γιά τόν Απόστολο Τῶν Ἐθνῶν εἶναι τό πλήρωμα τοῦ Νόμου καί ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητος καί κατά τόν Ἃγιο  Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ἡ Ἀγάπη εἶναι Μητέρα ὃλων τῶν ἀγαθών καί ἀρχή καί τέλος τῆς ἐνάρετης ζωῆς.

Ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς Θείας Ἀγάπης εἶναι παντοδύναμη. Δημιουργεῖ,  ἀγιάζει καί κυβερνᾶ τά πάντα. Δέν εἶναι ἓνα ἁπλό αἲσθημα ὃπως αὐτό τῶν  ἀνθρώπων πού τό χρησιμοποιοῦν εὐκαίρως ἀκαίρως στίς πάσης  φύσεως συναλλαγές τους. Τί  ἀκριβῶς  εἶναι ἡ Θεία Ἀγάπη μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἲδιος ὁ Ἰησοῦς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τό Ἃγιο. Ὁ Πατέρας τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ πού τόν δέχεται μέ ἀπρόσμενη γλυκύτητα καί ἀγάπη ὁ Καλός Σαμαρείτης στό σωτήριο  καί φιλόξενο Πανδοχείο (τήν Ἐκκλησία). Τό Ἃγιο Πνεῦμα πού θεμελιώνει τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη γιά Κοινωνία καί Ζωή καί Ἑνότητα. Καί πάνω απ’ ὃλα ὁ καθαρότατος και συγκλονιστικός λόγος τοῦ Κυρίου (ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν… καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν). Αὐτή εἶναι ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὃρια και ὂρους.

Ὁ Ἀπ. Παῦλος στόν Ὓμνο τῆς Ἀγάπης ἐπιβεβαιώνει τόν ἀπόλυτο δυναμισμό τῆς Θείας  Ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη μᾶς λέει ἐπιγραμματικά πάντα στέγει, δέν ἐκθέτει, δέν στιγματίζει, περιβάλλει τόν ὁποιονδήποτε ἁμαρτωλόν ἂνθρωπο (ὃλοι εἲμαστε ἁμαρτωλοί) μέ διάθεση ἐπιείκειας καί ἀγωνίζεται γιά τήν ἀνόρθωσή του. Καί συνεχίζει,  πάντα  πιστεύει,  ἐμπιστεύεται καί δέχεται ὃ,τι καλό προσφέρεται, δέν εἶναι καχύποπτος καί ἐπιφυλακτικός στήν ἀποδοχή τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί πάντα ἐλπίζει καί δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἀγῶνα καί ὃταν ἀκόμη ἀντιμετωπίζει καταστάσεις ἀμετανοησίας καί ὁλοκληρωτικῆς ἐγκατάλειψης. Πάντα ὑπομένει, γιατί μ’ αὐτήν κατορθώνει πολλά, γιατί οὐδέποτε  ἐκπίπτει.

Ὁ δυναμισμός τῆς ἀγάπης ὑπάρχει πάντοτε, ἀγωνίζεται σθεναρά, δέν ἐγκαταλείπει τόν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας  τῶν ἀδελφῶν, χωρίς διακρίσεις. Πιστεύει στήν τελική ἐπικράτησή της, γιατί τήν χειρίζεται ἡ Θεία δικαιοσύνη. Ἡ ζωή ἀναδύεται ἀπό τό Θεό καί ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τή ζωή, γιατί ὁ ἲδιος εἶναι ἡ Ζωή, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ προσφιλής καί ἐνδεδειγμένη πορεία πρός αὐτήν.

Ὁ ἂνθρωπος διαισθάνεται τόν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ, μυστικά, στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, γιά τή δική του σωτηρία καί τελικά συμμετέχει στόν ἀγῶνα του, μέ βέβαιη τήν ἐλπίδα τῆς Ἀγάπης, πού ἒχει γι’ αὐτόν ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ουδέποτε ἐκπίπτει. Ἡ Θεία ἐντολή τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας, (ἀγαπήσεις τόν Θεόν σου… καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν), βαθύτατη καί ριζική ἀλλαγή καί ἀνατροπή τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τήν ὁποία καί ἀνέμενε καί διά στόματος, κατά τήν ἀπολογία του, ὁ ἀρχαῖος σοφός τῆς Ἑλλάδος καί δεινός διαλεκτικός Σωκράτης, ἐξέφρασε μέ φανερή νοσταλγική πικρία: «καθεύδοντες διατελοῖτε ἂν εἰ μή τινα ἂλλον ὁ Θεός ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν» (ἂν θανατώσετε ἐμένα πού ὁ Θεός σᾶς ἒστειλε νά σᾶς κρατάει ἂγρυπνους, θά μείνετε κοιμισμένοι σ’ὃλη σας τή ζωή ἂν στό μεταξύ ὁ Θεός δέν σᾶς λυπηθεί καί στείλει ἂλλον νά σᾶς ὑποδεικνύει τό δρόμο τῆς ἀρετῆς). (σημ. Ὁ Ἀθηναῖος σοφός πίστευε ἀπόλυτα ὃτι ἐπιτελεί θεία ἀποστολή στό λαό τῆς πατρίδος του).

Καί βέβαια ἡ ἀνθρωπότητα ἒχει κάνει ἐπαινετά βήματα προόδου, ἀλλά πολύ μακριά εἶναι ἀκόμη ἀπό αὐτόν τόν ἀληθινό ἀνθρωπισμό  πού  περιέχεται στήν ἐντολή αὐτή τῆς Ἀγάπης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό ἐρώτημα εἶναι, πόσο ἀπασχολεῖ σήμερα τήν ἀνθρωπότητα τό αἲτημα αὐτό τῆς πρός ὃλους Θείας Ἀγάπης, θά συνεχίσει τόν ὀλισθηρό δρόμο τῆς ἀδιάντροπης ἂδικης ἀπληστίας, ἒχει συνειδητοποιήσει ποῦ ὁδηγεῖ αὐτός ὁ δρόμος;