Κ’ ἒγυρ’ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.
Οἱ καταφρονεμένοι μ’ ἀγκαλιάσανε
καὶ σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου
οἱ δυνατοί τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιο μου τοὺς δυνατούς του κόσμου.
Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μιὰ μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἲσαστ’ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!
Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν’ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῆ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομώντα σου ὁ ναὸς μ’ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.
Κ’ ὕστερα ὑψώθηκα σ’ ἐσένα, ὢ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ’ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θάμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
καὶ τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.
Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ’ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορώνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τὸν Παρθενώνα.
Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθὰ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρική του Ὀλύμπου λαμπεράδα.
Τὰ εἴδωλα τ’ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ’ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπη ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια
εἰν’ ἐδῶ κάπου μία ζωή, καὶ εἲν’ ἄξια γιὰ νὰ ζήσει.
Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ’ ἐσένα, ὢ Γῆ Πανάγια καὶ ὢ πρώτη μου πατρίδα.
Σ’ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ’ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχῆ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!