Λ. Σκ.
«Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος, τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;»
Οἱ στίχοι, παρμένοι ἀπὸ τὴν ὑπέροχη ὑμνολογία τῶν Χριστουγέννων ἐκφράζουν μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὸ τεράστιας σημασίας γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀμετανοησία τοῦ πρώτου ἀνθρώπινου ζεύγους καὶ στὴ συνέχεια ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, τῆς εἶχαν στερήσει τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὶς πέραν τῆς ὁρατῆς κτίσεως πραγματικότητες. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία διατυπώνοντας ὁ σοφὸς Σολομὼν ἔλεγε: «οὐδὲν καινὸν (νέο) ὑπὸ τὸν ἥλιον», δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει στὴν κτιστὴ πραγματικότητα τίποτα τὸ νέο, τίποτα τὸ ἀνεπανάληπτο ὑπὸ τὸν ἥλιο. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς συνέβη, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς-Λόγος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Ψάλμ. Ρμγ΄ στίχ. 5), καὶ ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄14).
Πράγματι, μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεὸς Λόγος, ἕνωσε στὸ πρόσωπό Του, τὴ Θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, δίνοντας ἔτσι τὴ δυνατότητα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτός Του.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ «ἐν Χριστῷ» ἀνακαινούμενος ἄνθρωπος, χρησιμοποιώντας τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ μυστήριά της, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ κερδίσει ἐκ νέου, αὐτὸ ποὺ ἔχασε ὁ πρῶτος Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Τὴ Σωτηρία καὶ τὴ «Θέωσή» του, κάνοντας ὅμως ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ξανὰ παιδὶ τοῦ Θεοῦ ἀγαπημένο. Νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει «Θεὸς κατὰ χάριν».
Ἡ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἐπαναφέρει ὅσα διαταράχθηκαν λόγῳ τῆς ἁμαρτίας τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους στὸν Παράδεισο. Τὴν εἰρήνευση μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν συνάνθρωπο, μὲ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν κτίση. Ἂς ποῦμε παρενθετικῶς, ὅτι ἡ «ἁμαρτία» τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεών του μὲ τὸν Θεὸ εἶχε φοβερὲς συνέπειες: ἔχασε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, σκοτίστηκε τὸ λογικό του, διεστράφησαν οἱ σχέσεις του μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς ἄλλους συνανθρώπους του καὶ ἔγιναν ἐχθρικὲς καὶ ἀνταγωνιστικές, ἀπὸ ἀγαπητικὲς ποὺ ἦσαν. Ἡ φύση ἔγινε ἐχθρικὴ ἀπέναντί του καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζει πλέον ὡς βασιλέα. Ἡ γῆ βλαστάνει «ἀκάνθας καὶ τριβόλους», τὰ ζῶα δὲν τὸν ὑπακούουν καὶ τὸν κατασπαράσσουν. Μπαίνει στὴ ζωὴ του τὸ κακό, τὸ γῆρας καὶ ὁ θάνατος.
Ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὰ διχάζεται ὁ ἄνθρωπος. Βλέπει δύο τάσεις νὰ ἀντιπαλεύουν ἐντός του, τὸν νόμο τῆς σάρκας καὶ τὸν νόμο τοῦ πνεύματος. Τὸ χειρότερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι, ἀφότου ἔπαυσε νὰ ἔχει ἀπευθείας σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ χωρίστηκε ἀπὸ Αὐτόν, γιὰ νὰ τραβήξει τὸν δικό του αὐτόνομο δρόμο, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔπαυσε νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Ἔγινε παιχνιδάκι στὰ «χέρια» τοῦ διαβόλου.
Ἀπὸ τὴν καταδυνάστευση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων ἦταν ἀδύνατο νὰ ξεφύγει μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἐνεργὸ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν εἴσοδό Του στὴν Ἱστορία, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἀπὸ ἀπέραντο σεβασμὸ στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τοῦ μιλήσει στὴν ἴδια γλώσσα, γιὰ νὰ τὸν πείσει χωρὶς νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ ζήσει μία «κατὰ Θεὸν» ζωή. Νὰ τὸν πείσει νὰ ἐπιτελέσει μὲ τὴ θέλησή του, τὸν προορισμὸ γιὰ τὸν ὁποῖο πλάστηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ ἀφετηρία δηλαδὴ τὸ «κατ’ εἰκόνα» νὰ φθάσει στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Παγκόσμια ὑπῆρξε ἡ προσδοκία ἑνὸς θεόσταλτου θείου Λυτρωτοῦ. Καὶ εἶναι μὲν γνωστὲς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ θαυμαστὲς προφητεῖες καὶ προτυπώσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς προετοίμασε καὶ προειδοποίησε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Σωτῆρος.
Παραμένουν ὅμως ἐν πολλοῖς ἄγνωστοι οἱ τρόποι καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ προετοιμάσει καὶ ἄλλους λαούς, νὰ δεχθοῦν τὸν Μεσσία Χριστό. Οἱ μαρτυρίες εἶναι πάρα πολλὲς καὶ θὰ ἀναφέρουμε τὶς σπουδαιότερες καὶ τὶς πιὸ χαρακτηριστικές.
Συνεχίζεται…