Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Στα δύο προηγούμενα άρθρα μας, προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τις ρίζες της αυταρχικής και σκληρής στάσεως των πολιτικών ηγεμόνων κάποιων ευρωπαϊκών κρατών, σε θέματα, που αφορούν στην ελευθερία του προσώπου.
Έτσι, διαπιστώσαμε ότι η θεωρία της υποταγής του πολίτη στην «κοινή γενική θέληση» ή στον «κοινό νου» ή στο «κοινό καλό», που με κάποιες παραλλαγές χρησιμοποιείται σήμερα για την αντιμετώπιση του γενικού και κοινού εμβολιασμού, έχει τις αρχές της έμπνευσής της στη Δύση, στους Φιλόσοφους του διαφωτισμού και χρησιμοποιήθηκε από το Φεουδαρχικό σύστημα που επικρατούσε τότε.
Παρουσιάσαμε λοιπόν κάποιους τρόπους που είχαν εφεύρει οι φιλόσοφοι για να εμφανίζονται οι αυταρχικές ενέργειες ως προοδευτικές και δημοκρατικές.
Οι φιλόσοφοι, επίσης, με την αναγνωρισμένη πλέον ορθολογική τους δεινότητα, προσπαθούσαν να πείσουν τους πολίτες, τόσο με λόγους όσο και με συγγραφικά πονήματα, όπως το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσώ, ότι η ελευθερία τους ταυτίζεται με την υποταγή τους στη γενική θέληση του εκάστοτε ηγεμόνα, ο οποίος γίνεται αποδεκτός ως ο ρυθμιστής και ο διαχειριστής της δικής τους θελήσεως.
Ωστόσο, σήμερα, εγείρονται κάποια εύλογα ερωτήματα: Μήπως, δηλαδή, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη -από κάποιους παράγοντες της πολιτικής ζωής- ότι κάποιοι Χριστιανοί ενεργούν με συνέπεια και υπακοή έναντι της χριστιανικής εντολής που λέει: «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»;
Υπάρχει όμως και άλλη πτυχή του ίδιου θέματος: Εάν, για παράδειγμα, στη θέση της απόφασης του υποχρεωτικού εμβολιασμού υπάρξει μια άλλη απόφαση, αύριο – μεθαύριο, που θα καθορίζει ότι, το ορθολογικά «κοινό καλό» της ομοιομορφίας, υπαγορεύει μία υποχρεωτική κοινή λατρεία, για όλους τους θρησκευόμενους, προς ένα κοινό Θεό τι θα κάνει ο χριστιανός πολίτης; Μήπως συμπροσευχή με τους αλλόθρησκους ή αλλόδοξους;
Είναι, επομένως ανάγκη να προβληματιστούν κάποιοι για την αυταρχική τους συμπεριφορά, ως προς τα μέτρα που έλαβαν για τον γενικό υποχρεωτικό εμβολιασμό και την αντιμετώπιση του κορωναϊού, σκεπτόμενοι αυτό που διδάσκει ο Ἀγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (4ος αιώνας) ότι «το καλόν ου καλόν, όταν μη καλώς γίνηται» (το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται με καλό τρόπο) (PG 36,161).
Χρειάζεται, επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο χριστιανός πολίτης, λόγω υπακοής στην πίστη του, είναι αναγκαίο να αφήνεται ελεύθερος να ασκεί το δώρο του αυτεξουσίου του και να διακρίνει ο ίδιος με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, αλλά και με τη βοήθεια της Επιστήμης, ποιο είναι το καλό και αγαθό για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Διότι το πρόσωπο που πιστεύει και μάλιστα σε μια πίστη «δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5. 6), θεωρεί την ελευθερία του αναπόσπαστο στοιχείο της πίστεως και της αγάπης και για τον λόγο αυτό δεν είναι γι’ αυτόν συμβατή η κατάργηση του αυτεξουσίου του και ο εξαναγκασμός του να ακολουθήσει ένα γενικό «κοινό καλό», που αντίκειται στα δεδομένα της δικής του πίστεως και λογικής.
Δεν μπορεί συνεπώς να δεχθεί να διαχειρίζεται η εκάστοτε πολιτεία, κατά το δοκούν, το προσωπικό χάρισμα της ελευθερίας της βουλήσεώς του, που ακόμη και ο Θεός, που του το δώρισε, το σέβεται, υποχρεώνοντάς τον, με διάφορα απαράδεκτα πιεστικά μέσα, να συμμορφώνεται στη βούλησή της να εισάγει κάτι στο σώμα του, που ο ίδιος δεν θέλει να δεχθεί, ούτε λοιδορείται δημοσίως για την άρνησή του.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί μια πολιτεία, που σέβεται τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη, να εξαναγκάζει τον πολίτη να συμμορφώνεται, χωρίς να το θέλει, σε κάτι που αφορά στο ίδιο του το σώμα, με απειλές, τιμωρίες, συκοφαντίες, στοχοποιήσεις και ατελείωτες ύβρεις, ως εχθρός του κοινωνικού συνόλου και του «κοινού καλού».
Οι κανόνες και οι απαιτήσεις της πολιτείας θα πρέπει, πρωτίστως, να σέβονται τους κανόνες της προσωπικής πίστεως και αξιοπρέπειας του κάθε πολίτη.
Αποτελεί πνευματική παρακμή και κρίση, για τη δημοκρατική ιστορία του τόπου μας και κάθε τόπου, ο μη σεβασμός του δικαιώματος των Χριστιανών, να αποδέχονται ή να μην αποδέχονται, στο πλαίσιο λειτουργίας του αυτεξουσίου τους, αν θα εισαχθεί στο σώμα τους κάποια ουσία, για την οποία έχουν επιφυλάξεις ή φόβο.
Η εκάστοτε πολιτεία, μπορεί και πρέπει να κάνει προσπάθειες, να εξηγεί, να συμβουλεύει και να πείθει, δεν μπορεί όμως να εκβιάζει.
Μερικοί, βέβαια, με κριτήρια εκτός της πίστεως, χαρακτηρίζουν τη στάση αυτή, ως αίρεση ζωής ή ως ασυνέπεια στη χριστιανική διδαχή, προβάλλοντας, ως επιχείρημα, ότι η άρνηση προσαρμογής του στη λογική του «κοινού καλού», φανερώνει άρνηση της αγάπης του για τους άλλους.
Ωστόσο, η ανοχή και ο σεβασμός εκείνων που είναι διαφορετικοί ή σκέπτονται ή πράττουν διαφορετικά είναι κεκτημένο δημοκρατικό δικαίωμα και, επομένως, αποτελεί ιεροσυλία να θεωρούνται «αποσυνάγωγοι» όσοι δεν βάζουν, ως προτεραιότητά τους, τη συμμόρφωσή τους στο υποδεικνυόμενο ή εντελλόμενο από την πολιτεία γενικό «κοινό καλό».
Για να έχει κάποιος, όμως, σφαιρική θέση, ως προς την αγάπη του προς τους άλλους, χρειάζεται να μελετήσει σε βάθος την απάντηση που δίδει ο Χριστός στον νομικό, που τον ρωτά, πώς μπορεί να τελειωθεί και να κερδίσει τη Βασιλεία του Θεού.
Η απάντηση του Ιησού έχει ως εξής: «Αγαπήσεις Κύριον τον θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39).
Όπως αναφέρουμε και στο βιβλίο μας, «Η Ετερότητα του «άλλου» στην ελληνική παιδεία. Ορθόδοξη χριστιανοπαιδαγωγική θεώρηση, εκδ. Δ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2016», η αγάπη, σύμφωνα με την αγιογραφική διδασκαλία, δεν είναι τυφλή, αλλά συνδέεται με συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις και, ιδιαίτερα, με την αρετή της πνευματικής διάκρισης.
Όπως διαπιστώνεται από το ευαγγελικό κείμενο, η πρώτη αγάπη μας, είναι η αγάπη μας προς τον Θεό.
Ο Χριστός, όμως, διευκρινίζει ότι για να είναι αληθινή αυτή η αγάπη, είναι ανάγκη να προέρχεται από όλη την ψυχή, την καρδιά και τη διάνοια του ανθρώπου, δηλαδή, από το όλον της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η δεύτερη αγάπη, η προς τον πλησίον, επίσης, έχει και εκείνη, ως προϋπόθεση, αφενός να έχει ως πρότυπο την αγάπη προς τον Θεό και, αφετέρου, να είναι ίδια και όμοια με την αγάπη προς τον εαυτό.
Κατά συνέπεια, ο Χριστός, δεν λέει πουθενά να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, χάριν του πλησίον μας, αλλά να αγαπάμε τον πλησίον μας, με τον ίδιο τρόπο, όπως αγαπάμε τον εαυτό μας.
Αποτελεί επιπολαιότητα, επομένως, να λέγεται από ορισμένους πολιτειακούς ή ακόμη και θεολογικούς παράγοντες ότι κάποιος δεν αγαπά και δεν σέβεται τους άλλους ή δεν είναι κοινωνικό ον, εάν δεν υπακούει στην πολιτειακή απόφαση του γενικού και «κοινού καλού».
Πέραν του γεγονότος ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τις προθέσεις και το εσωτερικό του κάθε ανθρώπου, είναι φανερό ότι η αγάπη, ακόμη και για τον εαυτό μας, αποτελεί χάρισμα πνευματικό και νομική ή κοινωνική υποχρέωση.
Για ν’ αγαπήσουμε, επομένως τον πλησίον μας, όπως τον εαυτό μας, πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας και να τον αγαπήσουμε αληθινά και θεϊκά και όχι φαρισαϊκά.
Προς τούτο, χρειάζεται προσευχή (επικοινωνία με τον Θεό), πνευματική διάκριση, ισχυρή πίστη και άσκηση στην εν Χριστώ ζωή, προκειμένου να μην αντικατασταθεί η αντικειμενικά ορθή αγάπη προς τον εαυτό μας με τη φιλαυτία.
Μόνον όποιος μπόρεσε μέσω της πίστεως και της αγάπης προς τον Θεό να αγαπήσει εν αληθεία τον εαυτό του, μπορεί ν’ αγαπήσει θεάρεστα και αληθινά τον πλησίον του.
Το να αγαπήσει κάποιος σωστά και θεοπρεπώς τους άλλους αποτελεί μέγα κατόρθωμα, διότι αυτό σημαίνει ότι έφθασε σε ένα στάδιο καθαρότητας και χάριτος, που να μπορεί να του δίνεται η χαρά και η δωρεά να αγαπά σωστά, τον εαυτό του, δηλαδή χωρίς το πάθος της φιλαυτίας.
Εάν, όμως, δεν έχει ασκηθεί στην τήρηση των εντολών του Χριστού, η αγάπη του για τους άλλους θα είναι ατελής και ανθρώπινη και όχι θεάρεστη, διότι θα έχει, ως στόχο, όχι τη φανέρωση της αγάπης και του θελήματος του Θεού, αλλά την ικανοποίηση του δικού του θελήματος και της δικής του επιθυμίας, που έχει, ως κίνητρο, την ψυχόλεθρη ανθρωπαρέσκεια.
Ωστόσο, αν η φιλαυτία είναι διαστρέβλωση της αγάπης ως προς τον εαυτό μας, η ανθρωπαρέσκεια είναι διαστρέβλωση της αγάπης και ως προς τον εαυτό μας και ως προς τον πλησίον μας.
Επομένως, η θέση που ακούγεται ότι η μη υπακοή του χριστιανού πολίτη στη γενική λογική του «κοινού καλού» φανερώνει έλλειψη αγάπης προς τον Θεό και προς το κοινωνικό σύνολο, δεν φαίνεται να εκφράζει τη θεολογική και μυστηριακή ερμηνεία της αληθινής αγάπης.