Γεωργίου Τσιμπιρίδη
Πολύ συχνά διάφοροι Προτεστάντες για να επιχειρηματολογήσουν ότι οι Ορθόδοξοι δεν πρέπει να προσκυνάμε κανέναν εκτός από τον Θεό, επικαλούνται το χωρίο Αποκάλυψις 19/ιθ: 10, όπου περιγράφεται η επιχειρούμενη προσκύνηση τού αγγέλου που έδωσε την Αποκάλυψη, από τον απόστολο Ιωάννη, και την άρνηση τού αγγέλου να δεχθεί αυτή την προσκύνηση. Το χωρίο αυτό όμως, αν ερμηνευθεί προσεκτικά, όχι μόνο δεν τους δικαιώνει, αλλά ακυρώνει την άρνησή τους για τιμητική προσκύνηση.
Το χωρίο Αποκ. ΙΘ:10 γράφει τα εξής:
«Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. Και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σού ειμί και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού τω Θεώ προσκύνησον η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστί το πνεύμα της προφητείας»
Η δυσκολία τού χωρίου έγκειται κυρίως εις την διακρίβωσιν της εννοίας του τελευταίου μέρους του χωρίου «η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστί το πνεύμα της προφητείας». Η προσκύνησις του αγγέλου υπό του Ιωάννου, την οποίαν ούτος απεποιήθη, είναι μικρή δυσκολία εν συγκρίσει με την δυσκολίαν που έχει το τέλος του χωρίου.
Ως προς το επεισόδιο της προσκυνήσεως του αγγέλου υπό του Ιωάννου διετυπώθη η γνώμη ότι ο Απόστολος έπεσε έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου να τον προσκυνήσει διότι κατά λάθος τον εξέλαβε ως τον Κύριο. Αλλά αύτη η γνώμη δεν φαίνεται ορθή. Πρώτον μεν, διότι το κείμενο δεν λέγει, ότι εν τη προκειμένη περιπτώσει ο Ιωάννης υπέπεσεν εις λάθος. Δεύτερον, διότι ως θεόπνευστος ο Απόστολος ήταν απίθανο να πάθει σύγχισιν και να μπερδέψει τον άγγελο με τον Κύριο. Τρίτον, διότι το πρόσωπο το οποίον ωμίλησε προηγουμένως προς τον Ιωάννην και έπεσε κατόπιν ο Απόστολος να προσκυνήσει, δεν ωμίλησεν ως αυτός ο Κύριος, αλλά ωμίλησε περί «του Αρνίου» και περί «του Θεού» ως άλλα διακριτά πρόσωπα (στίχ. 9). Και Τέταρτον, διότι μετά το εν λόγω επεισόδιο ο Ιωάννης κατά το Αποκ. ΚΒ:8-9 έπεσε έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου, ο οποίος του έδειχνε τις θείες αποκαλύψεις, για να τον (ξανα)προσκυνήσει. Ο δε άγγελος απεποιήθη πάλι την προσκύνηση με την ίδια περίπου επιχειρηματολογία.
Αν ο Ιωάννης την πρώτην φοράν έπεσε εις τα πόδια του αγγέλου να τον προσκυνήσει κατά λάθος, εκλαμβάνοντας αυτόν ως τον Κύριο, την δευτέραν φοράν πώς έπεσε να προσκυνήσει πάλι, αφού την πρώτην φοράν ο άγγελος εδήλωσεν ότι είναι σύνδουλός του; Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Απόστολος εγνώριζεν, ότι το πρόσωπον, το οποίον έβλεπε και ήκουεν ήτο άγγελος και μάλιστα εις το όραμα της ιεράς Αποκαλύψεως είχε ρόλον σπουδαιότερον του ρόλου των άλλων αγγέλων, αφού αυτός ο άγγελος ήταν η δεύτερη αυθεντία εν τη Ιερά Αποκαλύψει μετά τον Ιησού Χριστό, τρίτης αυθεντίας όντος αυτού του Ιωάννου (Αποκ. Α: 1-2).
Έπεσε λοιπόν ο Ιωάννης να προσκυνήσει τον εν λόγω άγγελο από ΕΥΛΑΒΕΙΑ, ο δε άγγελος ηρνήθη την προσκύνησιν εκ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ. Συνεπώς αμφότεροι έπραξαν καλώς. Παρομοία περίπτωσις είναι αυτή εις τις Πράξ. Ι: 25-26 κατά την οποίαν ο Κορνήλιος προσεκύνησε τον Πέτρον, προφανώς εκ ΣΕΒΑΣΜΟΥ, ο δε Πέτρος απεποιήθη την προσκύνησιν, προφανώς εκ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ. Εις την Γραφήν αναφέρονται πολλές περιπτώσεις προσκυνήσεως ανθρώπων από συνανθρώπους εις ένδειξιν τιμής και σεβασμού (όρα Γεν. ΚΓ:7,12, ΚΖ: 28-29, ΜΒ: 6, ΜΓ: 25,27, MΔ: 14, Γ΄ ΒΑΣΙΛ. Α: 23, ΙΗ: 7, Δ΄ ΒΑΣΙΛ. A: 13, Β: 15, A΄ ΠΑΡΑΛ. ΚΘ: 20, ΑΠΟΚ. Γ: 9).
Δυστυχώς πολλοί εκ των ερμηνευτών τον λόγο του αγγέλου προς τον Ιωάννην «σύνδουλός σού ειμί και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού» εξηγούν «Είμαι σύνδουλός σου και εις εκ των αδελφών σου, οι οποίοι έχουν (ή κρατούν ή δίνουν) την μαρτυρία του Ιησού». Την γενική δηλαδή «των αδελφών», ενώ είναι αντικειμενική εις το «σύνδουλος», όπως και το «σου», αυτοί εκλαμβάνουν ως διαιρετική κι έτσι ο άγγελος γίνεται ως εις εξ ημών, χριστιανός, άνθρωπος!!!
Ερχόμεθα τώρα εις την τελευταίαν και πιο δυσνόητη πρόταση του εδαφίου, «η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστί το πνεύμα της προφητείας». Οι εξηγήσεις που δίνονται είναι οι εξής: 1) Να μην με προσκυνείς, λέγει ο άγγελος προς τον Ιωάννην, επειδή σου προλέγω τα μέλλοντα, διότι η ομολογία του Ιησού, αυτή είναι η χορηγός του προφητικού πνεύματος. 2) Δια τούτο η προφητεία, για να βεβαιωθεί η μαρτυρία του Χριστού και να διακηρυχθεί η πίστη υπό των αγίων. 3) Τον Θεό να προσκυνείς διότι η αλήθεια, την οποία ο Ιησούς απεκάλυψε, αυτή εμπνέει τους προφήτες. 4) Τον Θεό πρέπει να προσκυνείς. Όσοι δίνουν μαρτυρία για τον Ιησού, εμπνέονται όπως οι προφήτες.
Προφανώς αι τοιαύται εξηγήσεις δεν είναι ικανοποιητικαί. Εις την εν λόγω πρότασιν δεν εδόθη ικανοποιητική εξήγησις, διότι οι ερμηνευτές δεν συνέλαβον την σημασίαν που έχουν εδώ οι λέξεις «μαρτυρία» και «πνεύμα».
Η φράσις «το πνεύμα της προφητείας» σημαίνει «ο νους της προφητείας, το νόημα της προφητείας, ο σκοπός της προφητείας». Στον ΑΒΒΑΚΟΥΜ Α: 11 η φράσις «τότε μεταβαλεί το πνεύμα» σημαίνει «τότε θα μεταβάλει την διάθεση, την πρόθεση, την απόφαση, το σχέδιο, τον σκοπό». Εις τον εν ΛΟΥΚΑ Θ: 55 επιτιμητικόν λόγον του Χριστού προς τους μαθητάς Του κατά το εκκλησιαστικό κείμενο, «ουκ οίδατε ποίου πνεύματος εστέ υμείς. Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απωλέσαι, αλλά σώσαι», η λέξις «πνεύμα» σημαίνει «προορισμός, σκοπός». Έτσι η έννοια του επιτιμητικού λόγου του Κυρίου είναι: Δεν γνωρίζετε ποίου προορισμού είστε εσείς. Δεν γνωρίζετε ποιός είναι ο δικός σας σκοπός. Ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήλθε με σκοπό να θανατώσει υπάρξεις ανθρώπων, αλλά να σώσει. Τέτοιος είναι και ο σκοπός ο δικός σας των μαθητών μου. Η λέξις «πνεύμα» σαφώς σημαίνει «πρόθεση, διάθεση» εις τα χωρία ΑΡΙΘ. IΔ: 24, Δ΄ ΒΑΣΙΛ. ΙΘ: 7, ΕΣΘ. Ε: 13, Α΄ ΚΟΡ. Δ: 21, ΦΙΛΙΠ. Α: 27.
Η φράσις λοιπόν «η μαρτυρία του Ιησού», εν τη οποία η γενική «του Ιησού» είναι αντικειμενική, σημαίνει «η τιμή του Ιησού, η δόξα του Ιησού» ή αλλιώς «η προς τον Ιησού τιμή, η απόδοση δόξας στον Ιησού». Εις την παρούσαν δηλαδή περίπτωσιν η λέξις «μαρτυρία» σημαίνει «τιμή, δόξα». Ότι δε η λέξη αύτη έχει και τοιαύτην έννοια αποδεικνύεται δια των ακολούθων: Εις τον ΛΟΥΚ. Δ: 22 το «πάντες εμαρτύρουν αυτώ» έχει την έννοιαν ότι «όλοι εξεφράζοντο υπέρ αυτού, εξεφράζοντο γι’αυτόν επαινετικά, τιμητικά». Εις τας ΠΡΑΞ. Ι: 22 το «μαρτυρούμενός τε υπό όλου του έθνους των Ιουδαίων» σημαίνει «και εκτιμώμενος υπό όλου του έθνους των Ιουδαίων». Εις τας ΠΡΑΞ. ΙΣΤ΄: 2 το «ος εμαρτυρείτο υπό των εν Ικονίω και Λύστροις αδελφών» σημαίνει «ο οποίος απολαύανε εκτιμήσεως παρά των αδελφών του Ικονίου και των Λύστρων». Εις τας ΠΡΑΞ. ΚΒ΄: 12 το «μαρτυρούμενος υπό πάντων των κατοικούντων εν Δαμασκώ Ιουδαίων» σημαίνει «ο οποίος εξετιμάτο υπό όλων των Ιουδαίων κατοίκων της Δαμασκού». Εις την Γ΄ ΙΩΑΝ. 12 το «Δημητρίω μεμερτύρηται υπό πάντων» σημαίνει «για τον Δημήτριο δίδεται καλή μαρτυρία, τιμητική μαρτυρία, υπό πάντων».
Συμφώνως λοιπόν προς τα ανωτέρω το ρήμα «μαρτυρώ» σημαίνει «εκφράζομαι επαινετικώς, ομιλώ ευφήμως, τιμώ»
Εις το Α΄ ΒΑΣΙΛ. Θ: 24 ο λόγος του Σαμουήλ προς τον Σαούλ «παράθες αυτό ενώπιόν σου και φάγε, ότι εις μαρτύριον τέθειταί σοι παρά τους άλλους» σημαίνει «θες τούτο έμπροσθέν σου και φάγε, διότι έχει ορισθεί (ή έχει φυλαχθεί) για σένα προς τιμήν υπέρ τους άλλους». Δια τον Σαούλ δηλαδή, επειδή θα εχρίετο βασιλεύς, είχε φυλαχθεί ιδιαιτέρως εκλεκτικοτέρα μερίδα κρέατος, δια να τιμηθεί αυτός περισσότερον από τους άλλους. Αυτό φαίνεται επίσης και εις τον στίχ. 22, κατά τον οποίον εις τον Σαούλ και τον υπηρέτην του εδόθησαν οι πρώτες θέσεις μεταξύ των προσκεκλημένων εις την οικίαν όπου κατέλυσαν, προφανώς προς τιμητικήν διάκρισιν. Εις τις Παροιμ. ΚΘ: 14 ο λόγος περί του θρόνου του καλού βασιλέως, «ο θρόνος αυτού εις μαρτύριον κατασταθήσεται», σημαίνει «ο θρόνος αυτού εις δόξαν κατασταθήσεται, ο θρόνος αυτού θα καταστεί ένδοξος».
Συμφώνως λοιπόν προς τα ανωτέρω το ουσιαστικόν «μαρτύριον» σημαίνει «τιμή», «δόξα».
Εις την ΣΟΦ. ΣΕΙΡ. ΛΑ: 23-24 αναφέρεται «Λαμπρόν επ’ άρτοις χείλη, και η μαρτυρία της καλλονής αυτού πιστή. Πονηρώ επ’ άρτοις διαγογγύσει πόλις, και η μαρτυρία της πονηρίας αυτού ακριβής.» Εδώ η λέξις «μαρτυρία» απαντά δύο φορές, σε κάθε μίαν δε περίπτωσιν με διαφορετικήν έννοιαν. Εις την πρώτην περίπτωσιν με αγαθή έννοια και εις την δεύτερην με κακή (πρβλ. Α΄ ΤΙΜ. Γ: 7 όπου αναφέρει ότι υπάρχει «μαρτυρία καλή», άρα υπάρχει και μαρτυρία κακή»). Πιο συγκεκριμένα, εις την πρώτην περίπτωσιν η λέξις εκφράζει ό,τι και η φράσις «ευλογήσει χείλη» (= θα επαινέσουν, θα εγκωμιάσουν τα χείλη), και δύναται να μεταφρασθεί «έπαινος» ή «εγκώμιον». Εις την δεύτερην περίπτωσιν εκφράζει ό,τι και το «διαγογγύσει» (= θα σχολιάσει δυσμενώς, θα επικρίνει) και δύναται να μεταφρασθεί «επίκρισις». Η έννοια του χωρίου είναι: Τον γενναιόδωρον εις την παράθεσιν φαγητών δια τους πτωχούς θα εγκωμιάσουν τα χείλη των ανθρώπων και το εγκώμιον της καλοσύνης του θα είναι δίκαιον. Τον φειδωλόν αντιθέτως οι πολίτες θα σχολιάσουν δυσμενώς και η επίκρισις της φειδωλότητάς του θα είναι επίσης δικαία.
Το ουσιαστικόν «μαρτυρία» έχει λοιπόν την έννοιαν του επαίνου, του εγκωμίου και άρα της τιμής, της δόξας.
Μετά την εξέταση των λέξεων «μαρτυρώ», «μαρτύριον» και «μαρτυρία», εκ της οποίας απεδείχθει, ότι «μαρτυρία» σημαίνει και «τιμή, δόξα», επανερχόμεθα εις την τελευταίαν πρότασιν του υπό έρευνα χωρίου της Αποκαλύψεως «η γαρ μαρτυρία του Ιησού εστί το πνεύμα της προφητείας». Ήδη το νόημα της προτάσεως αυτής σε συνάρτηση προς το προηγούμενον τμήμα του χωρίου γίνεται φανερόν: Πρόσεχε! Να μην με προσκυνείς ώ Ιωάννη. Διότι εγώ ο άγγελος είμαι κτίσμα, όπως και εσύ ο άνθρωπος και οι συνάνθρωποί σου. Εγώ είμαι δούλος, εκτελών εντολάς του Κυρίου, σύνδουλος σού και των αδελφών σου, οι οποίοι κρατούν την πίστιν του Ιησού και δίδουν μαρτυρίαν δι’ Αυτόν. Τον Θεόν να προσκυνήσεις. Διότι ο σκοπός της προφητείας, η οποία περιέχεται εις την Αποκάλυψιν (Αποκ. Α: 3, ΚΒ: 7,10,18,19), είναι να τιμηθεί και να δοξασθεί ο Ιησούς, όχι εγώ το κτίσμα και ο δούλος.
Εις το υπό έρευναν χωρίον εις τα ονόματα «τω Θεώ» και «του Ιησού» υπάρχει μεγίστη έμφασις. Δι’ αυτής της ερμηνείας αναδεικνύεται η θεότητα του Ιησού, διότι ο Ιησούς ταυτίζεται μετά του Θεού: Τον Θεόν να προσκυνήσεις, διότι ο σκοπός της προφητείας είναι η τιμή προς τον Ιησούν. Άρα ο Ιησούς είναι ο Θεός. Πρβλ. ΑΠΟΚ. ΙΑ: 15, όπου «ο Κύριος» και ο «Θεός» ταυτίζονται διά του ενικού «βασιλεύσει» αντί του κανονικώς αναμενομένου πληθυντικού «βασιλεύσουσι». ΑΠΟΚ. Κ: 6, όπου «ο Θεός» και «ο Χριστός» ταυτίζονται διά του ενικού «αυτού» αντί τού κανονικώς αναμενομένου πληθυντικού «αυτών», ΑΠΟΚ. ΚΒ: 3-4, όπου «ο Θεός» και «το Αρνίον» ταυτίζονται δια οκτώ ενικών, «ο θρόνος», «έσται», «αυτού», «αυτώ», «το πρόσωπον» (= την μορφή), «αυτού», «το όνομα», «αυτού», αντί των κανονικώς αναμενομένων οκτώ πληθυντικών, «οι θρόνοι», «έσονται», «αυτών», «αυτοίς», «τα πρόσωπα», «αυτών», «τα ονόματα», «αυτών». Πρβλ. επίσης ΑΠΟΚ. ΚΒ: 6 σε συνδυασμό προς ΚΒ: 16. Εις το πρώτον εκ των δύο τούτων χωρίων ο Ιησούς βεβαιώνει ότι «Κύριος ο Θεός» απέστειλε τον άγγελον αυτού, αλλά εις το δεύτερον βεβαιώνει ότι ΑΥΤΟΣ ο ΙΗΣΟΥΣ απέστειλε τον άγγελον αυτού! Η αντίφασις δεν είναι πραγματική, αλλά φαινομενική. Εις μεν το πρώτον χωρίον ο Ιησούς ομιλεί ως άνθρωπος, εις δε το δεύτερον ομιλεί ως ΘΕΟΣ, ταυτίζων Εαυτόν προς «Κύριον τον Θεόν» του πρώτου χωρίου!
Η τελική μετάφρασις του υπό έρευνα χωρίου έχει ως εξής:
«Έπεσα δε εμπρός εις τούς πόδας του, για να τον προσκυνήσω αυτόν. Αλλά λέγει εις εμένα: Πρόσεχε. Μη! Είμαι σύνδουλος με σένα, καθώς και με τους αδελφούς σου, οι οποίοι δίνουν την μαρτυρία για τον Ιησού. Τον Θεόν να προσκυνήσεις. Διότι ο σκοπός της προφητείας είναι η τιμή προς τον Ιησού (ή η δόξα του Ιησού)».