
Ἡ Μετάστασις τῆς Θεοτόκου (Τζώρτζη, Ἱ. Μ. Διονυσίου).
……συνέχεια απο το 1ο Μέρος
Ἐνῶ ἀπέθανε καί ἐτάφη ἡ πάναγνος Θεοτόκος, τό σῶμα της δέν παρέμεινε στόν τάφο οὔτε «οἶδε διαφθοράν (διάλυση)» ὅπως καί τοῦ Υἱοῦ της, «Πεθαίνει (ὁ Χριστός) κατά τήν σάρκα, καί μέ τόν θάνατο καταργεῖ τόν θάνατο. Μέ τήν φθορά μᾶς χαρίζει τήν ἀφθαρσία, καί κάνει τήν νέκρωσή Του πηγή τῆς Ἀναστάσεώς Του»[1].
Κατά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε» τό πανάχραντο σῶμα της, ἀλλά ἀναστήθηκε καί μετέστη στούς οὐρανούς. Τό πανάσπιλο σῶμα της «τό δέχθηκε γιά λίγο ὁ τάφος, προσδοκοῦσε ὅμως καί ὁ οὐρανός αὐτό τό πνευματικό σῶμα, τήν καινή γῆ, τόν θησαυρό τῆς δικῆς μας ζωῆς, τό τιμιώτερο ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό ἁγιώτερο ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε λοιπόν ὁ θρόνος στόν Βασιλιά, ὁ παράδεισος στό ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στό φῶς, στόν καρπό τό δένδρο, ἡ Μητέρα στόν Υἱό, ἄξια καθ᾿ ὅλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους»[2].
Ἡ Θεοτόκος πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, μεταφέρεται στήν ἀληθινή ζωή περνώντας ἀπό τόν θάνατο. Κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, «μετά τήν τρίτη ἡμέρα, ὅταν ἦλθε ὁ Θωμᾶς, (πού ἀπουσίαζε ἀπό τήν κηδεία) καί ἐπιθυμώντας νά προσκυνήση τό θεοδόχο σῶμα, ἄνοιξαν (οἱ Ἀπόστολοι) τόν τάφο. Καί τό μέν σῶμα της τό πανύμνητο, πουθενά δέν μπόρεσαν νά τό βροῦν, μόνο βρῆκαν μέσα στόν τάφο τά ἐντάφια σπάργανα, τά ὁποῖα ἀνέδιδαν ἀνέκφραστη εὐωδία, καί πάλι ἔκλεισαν καλά τόν τάφο. Καί ἀφοῦ ἐξεπλάγησαν ἀπό τό μυστηριῶδες θαῦμα, τοῦτο μόνο σκέφτονταν. Ὅτι δηλαδή Αὐτός πού εὐδόκησε νά σαρκωθῆ μέ τήν δική Του ὑπόσταση καί νά γίνη ἄνθρωπος ἀπό αὐτήν καί νά γεννηθῆ σωματικά ὁ Θεός Λόγος καί Κύριος τῆς δόξης, καί μετά ἀπό τήν γέννηση νά διαφυλάξη ἄφθαρτη τήν παρθενία της, Αὐτός εὐδόκησε (θέλησε) καί μετά τήν ἀποβίωσή της νά τιμήση τό ἄχραντο καί ἀμίαν- το σῶμα της μέ ἀφθαρσία καί μέ τήν ἀνάσταση πρίν ἀπό τήν κοινή καί καθολική ἀνάσταση»[3].
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει ὡς ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς ἀναστάσεως τοῦ θεομητορικοῦ σώματος τά ἐντάφια ἐνδύματά της, πού βρέθηκαν στόν τάφο της. «Εὔλογα τό σῶμα πού γέννησε συνδοξάζεται μέ τό γέννημα μέ θεοπρεπῆ δόξα… Καί ἀποδεικτικό γιά τούς Μαθητές στοιχεῖο γιά τήν ἀνάστασή της ἀπό τούς νεκρούς γίνονται τά σινδόνια καί τά ἐντάφια, πού μόνα ἀπέμειναν στόν τάφο καί, πού μόνα βρέθηκαν σ᾿ αὐτόν ἀπό ἐκείνους, πού προσῆλθαν νά τήν ζητήσουν»[4]. Ὅπως ὁ κενός τάφος καί τά ἐντάφια ἀπετέλεσαν μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, παρομοίως καί ὁ κενός τάφος καί τά ἐντάφια τῆς Παναγίας μαρτυροῦν περίτρανα τήν ἐνσώματη ἀνάστασή της καί τήν μετάθεσή της στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἀλλοιῶς ἐξηγεῖται τό γεγονός ἀπό τόν κλειστό τάφο νά λείπη τό θεοδόχο σῶμα τῆς Παναγίας καί νά βρίσκωνται μόνο τά ἐντάφια; «Ἀκόμη καί ὁ τάφος της παραμένει μέχρι τώρα καί δείχνεται ἄδειος, μάρτυρας τῆς μεταθέσεως…, ἔτσι ὁ Δημιουργός κατ᾿ εὐδοκίαν ἀνέκφραστη ἐπενόησε νά τιμήση αὐτήν πού τόν γέννησε»[5].
Ὅπως ὁ Υἱός, ἔτσι καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἀφοῦ ἐκοιμήθη καί ἐνταφιάσθη, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε. «Ὅπως τό ἁγνό καί ἀκήρατο σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό μνῆμα, ἔτσι ἀκριβῶς ἔπρεπε καί αὐτή νά ἁρπαχθῆ ἀπό τόν τάφο, καί ἡ Μητέρα νά ξανασυνδεθῆ μέ τόν Υἱό της. Καί ὅπως ἐκεῖνος κατέβηκε σ᾿ ἐκείνη, ἔτσι καί αὐτή νά ἀνεβῆ σ᾿ Αὐτόν, ἡ ἀγαπημένη Του στήν μεγαλύτερη καί τελειώτερη σκηνή, στόν ἴδιο τόν οὐρανό… Ἔπρεπε αὐτή πού ἔδωσε τό κατάλυμα στόν Θεό Λόγο μέσα στά σπλάχνα της νά κατοικήση στίς σκηνές τοῦ Υἱοῦ της, στά παλάτια τοῦ Υἱοῦ της, στόν οἶκο τοῦ Κυρίου καί στίς αὐλές τοῦ Θεοῦ μας»[6].
Αὐτό εἶναι τό τελευταῖο μυστήριο πού συνετελέσθη στό πανένδοξο καί ζωοδόχο σῶμα τῆς Θεομήτορος, ἀπό τό ὁποῖο πήγασε ἡ ἀθανασία καί ἡ ἀφθαρσία. Ὁ Χριστός, πού ἔλαβε σαρκούμενος τό σῶμα Του ἀπό τήν Παναγία, τώρα ἀνασταίνει τό σῶμα της, τό ντύνει μέ ἀφθαρσία, τό δοξάζει μέ θεοπρεπῆ δόξα καί λαμπρότητα, καί τό μεταθέτει στήν Βασιλεία Του.
- 9. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Α΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 261.
- 10. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, …, σ. 215–217.
- 11. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 310–313.
- 12. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμ. ΛΖ΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου…, ΕΠΕ 10, σ. 449 καί PG 151, 465 D–468A.
- 13. Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 1084A.
- 14. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγ. Β΄, Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 9, σ. 301.
* (Ἀπό τό ὑπό ἔκδοση βιβλίο Η ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ).
Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΜΕΡΟΣ 1ο)
